Επιτρέπεται τα γυφτάκια και τα τσιγγανόπουλα (Ρομά) να φοιτούν στα ίδια σχολεία με τα υπόλοιπα παιδιά;
Η αρνητική απάντηση -«να πάνε αλλού», επειδή δημιουργούν προβλήματα, ασκούν βία, προκαλούν δολιοφθορές, ρίχνουν το επίπεδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας- στηρίζεται σε στερεότυπα που εκκινούν από αρνητικές εμπειρίες, μεγεθύνοντάς τες, ομογενοποιώντας συμπεριφορές και ενισχύοντας τα φοβικά σύνδρομα. Σε τι είδους επιχειρήματα μπορεί όμως να στηρίξει κανείς τη θετική απάντηση;
Το νομικό οπλοστάσιο είναι πλούσιο: Ο αποκλεισμός ή ο διαχωρισμός των παιδιών Ρομά από τους λοιπούς μαθητές και η περιθωριοποίησή τους αντίκειται στο ελληνικό Σύνταγμα και στον ν. 3304/2005 που απαγορεύει τις διακρίσεις στην εκπαίδευση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, καθώς και σε πλήθος διεθνών συνθηκών με υπερνομοθετική δεσμευτική ισχύ, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Ελλάδα έχει εξάλλου ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Σαμπάνη) για παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος των παιδιών Ρομά σε εκπαίδευση χωρίς αρνητικές διακρίσεις.
Μπορεί κανείς βεβαίως να απαντήσει κοινωνιολογικά: Η πρόσβαση της νέας γενιάς Ρομά στην εκπαίδευση αποτελεί αναμφίβολα τον βασικότερο μηχανισμό άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού που η πληθυσμιακή αυτή ομάδα υφίσταται και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την ισότιμη συμμετοχή τους στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Η ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί επίσης τον καλύτερο τρόπο για να αποτραπούν μακροπρόθεσμα παραβατικές συμπεριφορές. Συνεπώς, η απρόσκοπτη ένταξη των τσιγγανοπαίδων στα σχολεία και η ενσωμάτωσή τους στον υπόλοιπο μαθητικό πληθυσμό, που γνωρίζει βέβαια και άλλες εθνοτικές διαφοροποιήσεις, δεν υπηρετεί μόνο το δικό τους δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση, υπηρετεί παράλληλα και το συμφέρον όλης της κοινωνίας.
Το (δημόσιο) σχολείο είναι και πρέπει να είναι μηχανισμός ενοποίησης της κοινωνίας και υπέρβασης, κατά το δυνατόν, κοινωνικών, εθνοτικών και οικονομικών διαιρέσεων.
Από άποψη εκπαιδευτικής πολιτικής, το πρόβλημα της εκπαιδευτικής υστέρησης των παιδιών Ρομά μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως και για όλους τους υπόλοιπους μαθητές που υπολείπονται μαθησιακά, με τη δημιουργία τάξεων υποδοχής, μεικτής εθνοτικής ή και εθνικής σύνθεσης, με παράλληλους θεσμούς συμπερίληψης στο γενικό πλαίσιο σε μαθήματα που δεν προϋποθέτουν προπαιδεία, όπως η γυμναστική ή τα καλλιτεχνικά.
Υπάρχει, ωστόσο, και η συναισθηματική και ψυχολογική προσέγγιση: Ο διαχωρισμός είναι καταστροφικός για τα παιδιά Ρομά, καθώς ενισχύει όχι μόνο κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά την περιθωριοποίηση που ήδη βιώνουν στους καταυλισμούς τους. Επιβεβαιώνει στα μάτια τους ότι είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ενισχύει την τυχόν επιθετικότητά τους, την αντίδρασή τους και την άρνησή τους να λειτουργήσουν ως μέλη ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και όχι μόνο της κοινότητάς τους.
Από την άλλη πλευρά, τα υπόλοιπα παιδιά συνυπάρχοντας με άλλης εθνότητας (ή/και εθνικότητας) παιδιά, μαθαίνουν τον σεβασμό προς το διαφορετικό, τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της ζωής σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική και πολύχρωμη, όπως ολοένα και περισσότερο θα γίνεται η ευρωπαϊκή.
Από τη Λίνα Παπαδοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ στο, «E» του ethnos.gr
Η αρνητική απάντηση -«να πάνε αλλού», επειδή δημιουργούν προβλήματα, ασκούν βία, προκαλούν δολιοφθορές, ρίχνουν το επίπεδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας- στηρίζεται σε στερεότυπα που εκκινούν από αρνητικές εμπειρίες, μεγεθύνοντάς τες, ομογενοποιώντας συμπεριφορές και ενισχύοντας τα φοβικά σύνδρομα. Σε τι είδους επιχειρήματα μπορεί όμως να στηρίξει κανείς τη θετική απάντηση;
Το νομικό οπλοστάσιο είναι πλούσιο: Ο αποκλεισμός ή ο διαχωρισμός των παιδιών Ρομά από τους λοιπούς μαθητές και η περιθωριοποίησή τους αντίκειται στο ελληνικό Σύνταγμα και στον ν. 3304/2005 που απαγορεύει τις διακρίσεις στην εκπαίδευση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, καθώς και σε πλήθος διεθνών συνθηκών με υπερνομοθετική δεσμευτική ισχύ, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Ελλάδα έχει εξάλλου ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Σαμπάνη) για παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος των παιδιών Ρομά σε εκπαίδευση χωρίς αρνητικές διακρίσεις.
Μπορεί κανείς βεβαίως να απαντήσει κοινωνιολογικά: Η πρόσβαση της νέας γενιάς Ρομά στην εκπαίδευση αποτελεί αναμφίβολα τον βασικότερο μηχανισμό άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού που η πληθυσμιακή αυτή ομάδα υφίσταται και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την ισότιμη συμμετοχή τους στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Η ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί επίσης τον καλύτερο τρόπο για να αποτραπούν μακροπρόθεσμα παραβατικές συμπεριφορές. Συνεπώς, η απρόσκοπτη ένταξη των τσιγγανοπαίδων στα σχολεία και η ενσωμάτωσή τους στον υπόλοιπο μαθητικό πληθυσμό, που γνωρίζει βέβαια και άλλες εθνοτικές διαφοροποιήσεις, δεν υπηρετεί μόνο το δικό τους δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση, υπηρετεί παράλληλα και το συμφέρον όλης της κοινωνίας.
Το (δημόσιο) σχολείο είναι και πρέπει να είναι μηχανισμός ενοποίησης της κοινωνίας και υπέρβασης, κατά το δυνατόν, κοινωνικών, εθνοτικών και οικονομικών διαιρέσεων.
Από άποψη εκπαιδευτικής πολιτικής, το πρόβλημα της εκπαιδευτικής υστέρησης των παιδιών Ρομά μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως και για όλους τους υπόλοιπους μαθητές που υπολείπονται μαθησιακά, με τη δημιουργία τάξεων υποδοχής, μεικτής εθνοτικής ή και εθνικής σύνθεσης, με παράλληλους θεσμούς συμπερίληψης στο γενικό πλαίσιο σε μαθήματα που δεν προϋποθέτουν προπαιδεία, όπως η γυμναστική ή τα καλλιτεχνικά.
Υπάρχει, ωστόσο, και η συναισθηματική και ψυχολογική προσέγγιση: Ο διαχωρισμός είναι καταστροφικός για τα παιδιά Ρομά, καθώς ενισχύει όχι μόνο κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά την περιθωριοποίηση που ήδη βιώνουν στους καταυλισμούς τους. Επιβεβαιώνει στα μάτια τους ότι είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ενισχύει την τυχόν επιθετικότητά τους, την αντίδρασή τους και την άρνησή τους να λειτουργήσουν ως μέλη ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και όχι μόνο της κοινότητάς τους.
Από την άλλη πλευρά, τα υπόλοιπα παιδιά συνυπάρχοντας με άλλης εθνότητας (ή/και εθνικότητας) παιδιά, μαθαίνουν τον σεβασμό προς το διαφορετικό, τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της ζωής σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική και πολύχρωμη, όπως ολοένα και περισσότερο θα γίνεται η ευρωπαϊκή.
Από τη Λίνα Παπαδοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ στο, «E» του ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου