Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Εξι «καυτές» παρατηρήσεις για τη σχολική εκπαίδευση

Σύμφωνα με εξαγγελίες του υπουργού Παιδείας, μέχρι τα μέσα Ιουλίου θα ανακοινωθεί το σχέδιο για το νέο Γενικό και Τεχνολογικό Λύκειο και το νέο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό και επειδή για ακόμη μια φορά πριμοδοτούνται αυταπάτες σχετικά με τις «σωτήριες» προθέσεις του υπουργείου Παιδείας καταθέτουμε 6 βασικές παρατηρήσεις για το θέμα αυτό.


 1 Στη συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης των υποψηφίων, οφείλουμε να επισημάνουμε τους οικονομικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς όρους που επιδρούν, στη διάρκεια της φοίτησης, πολύ πριν οι μαθητές, ως υποψήφιοι, φτάσουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, στην έκβαση αυτής της φοίτησης και σε τελευταία ανάλυση στη διαφοροποιημένη κατάταξη των υποψηφίων. Ουσιαστικά οφείλουμε να στρέψουμε το μικροσκόπιο του ενδιαφέροντός μας και της πολιτικής και εκπαιδευτικής μας ανάλυσης στις λειτουργίες του υπαρκτού σχολείου από την πρώτη μικρή του Δημοτικού, πολύ δηλαδή πιο πριν από το τέλος της λυκειακής βαθμίδας. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αντιπαρατεθούμε αποτελεσματικά με τη θεωρία των φυσικών χαρισμάτων (αυτών που «παίρνουν» τα γράμματα) και άρα της «αναγκαίας επιλογής» μέσω εξετάσεων όσων μαθητών «αξίζουν» να προχωρήσουν.



2 Δεν υπάρχει «φαεινή ιδέα» για το εξεταστικό, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει αντίπαλη πρόταση αν δεν τοποθετηθεί κανείς για την ουσία της σχολικής εκπαίδευσης, καθώς, για όσους έχουν μάτια να δουν και την τιμιότητα να πιστέψουν στα μάτια τους, είναι σαφές ότι το σύστημα πρόσβασης δεν μπορεί να βρει δίκαιη λύση στο πλαίσιο των άνισων όρων που δημιουργεί η σημερινή εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οφείλουμε να μιλήσουμε για την εκπαίδευση και το σχολείο σε συνάρτηση με τις υπαρκτές σχέσεις παραγωγής, με το σύστημα εκμετάλλευσης που προσδιορίζει και καθορίζει τη σχολική εκπαίδευση.



Η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να κοιτάξει το δάσος και όχι το δέντρο και να μιλήσει για όλα τα παιδιά. Αλλιώς θα «εγκλωβιστεί» σε μια επιφανειακή συζήτηση που θα επικεντρώνεται στην τελευταία τάξη του Λυκείου, θα μεγαλοποιεί τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει αυτό καθαυτό το «σύστημα πρόσβασης» και θα αφήνει απέξω τα μεγάλα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.



3 Χρειάζεται, επίσης, να αποκαλύψουμε ότι η «αυτονομία» ή «αποδέσμευση του Λυκείου» δεν εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, από τις εξετάσεις πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρώτα πρώτα, γιατί κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα είναι λογικό να δένεται ως κρίκος μιας αλυσίδας με την επόμενη. Δεύτερον, γιατί όπου κι αν μετατεθούν οι εξετάσεις πρόσβασης χρονικά, το Λύκειο θα συνεχίσει να είναι προθάλαμός τους, καθώς η «αξία» των τίτλων του Λυκείου στον υφιστάμενο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας δεν είναι εδώ και χρόνια συνδεδεμένη με κανένα επαγγελματικό δικαίωμα, ουσιαστικά είναι απαξιωμένη εργασιακά.



4 Στο πλαίσιο αυτό:



α. Η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να σταθεί κριτικά απέναντι στο περιεχόμενο, τις μορφές και τις κατευθύνσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων και στις σχολικές πρακτικές (τι, πώς και γιατί μαθαίνουν οι μαθητές) που εντυπώνουν στους μαθητές μας από την πιο τρυφερή ηλικία αντιλήψεις, πεποιθήσεις και στάσεις για τη φύση και την κοινωνία απαραίτητες για την «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.



β. Πρέπει να σταθεί κριτικά απέναντι στην τεμαχισμένη, αποσπασματική και τυποποιημένη γνώση που δημιουργεί στρατιές ημιαναλφάβητων ή προσοντούχων άσχετων οι οποίοι μπορούν να «διαβάσουν τη λέξη», αλλά είναι αξιοθρήνητα ανίκανοι να «διαβάσουν τον κόσμο». Η «εκπαίδευση της αμάθειας» ανήκει στη φυσιολογία του αστικού σχολείου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλει όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνει.



γ. Πρέπει να μιλήσει για τους χιλιάδες μαθητές για τους οποίους η συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση είναι έξω από το οπτικό τους πεδίο, καθώς δεν ολοκληρώνουν ούτε καν την υποχρεωτική -εδώ και αρκετές δεκαετίες- 9χρονη εκπαίδευση.



δ. Πρέπει να μιλήσει για το διπλό ανισότιμο, κοινωνικά και εκπαιδευτικά, σχολικό δίκτυο.



ε. Τέλος, πρέπει να αναδείξει τη στενά ωφελιμιστική (εργαλειακή=εξετάσεις), συνεπώς μονοδιάστατη και θνησιγενή παιδεία (υπερτονισμένη από την πρόωρη πρακτική των λεγόμενων «φροντιστηρίων») των μαθητών του Λυκείου.



5 Οσες προτάσεις έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα από τη μεριά του ΥΠΕΠΘ και των φορέων του (ΕΣΥΠ – Επιτροπή Μπαμπινιώτη) πριμοδοτούν στην κατεύθυνση της τροποποίησης, μετάθεσης ή και «κατάργησης» των πανελλαδικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποκρύπτοντας ή υποτιμώντας ή αφήνοντας άθικτες όλες τις παραπάνω λειτουργίες και πρακτικές της σχολικής εκπαίδευσης, τους μηχανισμούς της κοινωνικής επιλογής στο σχολείο.



Παράλληλα, το ΥΠΕΠΘ, με την κάλυψη ενός αναγεννησιακού λόγου για τη μείωση του εξεταστικού άγχους των μαθητών, των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών, σε μια προσπάθεια τροχοπέδησης της κίνησης του μαθητικού πληθυσμού, ετοιμάζεται να στήσει νέα «εξεταστικά χαρακώματα» στις λυκειακές τάξεις (περιφερειακά τεστ) στοχεύοντας σε μια νέα διαχείριση της ροής του μαθητικού πληθυσμού, με πλήρη «ηγεμονία» των αποτελεσμάτων των εξεταστικών δοκιμασιών σε όλα τα «μήκη και τα πλάτη» του Λυκείου, «λειτουργία» που από μόνη της, ως γνωστόν, δρομολογεί την πρόωρη έξοδο ενός τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την «κούρσα» του Λυκείου. Μιλάμε για μια αριστοτεχνική δημιουργία των όρων που επιβάλλουν «αυτεπαγγέλτως» υψηλά ποσοστά απόρριψης και αποκλεισμού μαθητών.



6 Το στρατηγικό αίτημα του κόσμου της εργασίας «μόρφωση και δουλειά για όλους» είναι το μόνο έδαφος το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει μια πρόταση αγώνα για το σήμερα που θα στοχεύει στο να μορφώνονται όσο το δυνατόν περισσότεροι, όσο το δυνατόν καλύτερα.



Στο πλαίσιο αυτό η οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να είναι δεμένη άρρηκτα με την αλλαγή του περιεχομένου της εκπαίδευσης, την εξάλειψη της σχολικής διαρροής, την κατάργηση του διπλού δικτύου, μαζί με τη διεκδίκηση-απαίτηση επαγγελματικής διεξόδου.



Οφείλει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενναία χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την ελαχιστοποίηση των σκληρών ταξικών φραγμών, την αντισταθμιστική αγωγή, την ένταξη στα σχολικά δίκτυα των χιλιάδων παιδιών που βρίσκονται «εκτός των τειχών», την αναπροσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων.



Οφείλει να μιλάει για όλες τις παραμέτρους της εκπαίδευσης (χρηματοδότηση, αναλυτικά προγράμματα, αντισταθμιστική διδασκαλία), να συνδέει την εκπαίδευση με την εργασία και τα πτυχία με το επάγγελμα, απαιτώντας το δικαίωμα για σταθερή και μόνιμη εργασία με αξιοπρεπή μισθό και αρνούμενη τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές κατευθύνσεις, όπου η αγορά κανοναρχεί και η εκπαίδευση υποτάσσεται.

Άρθρο του Χρήστου Κάτσικα
efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου