«Πήδημα: 5 ευρω» έγραφε η ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη απ΄τον λαιμό μιας κοπέλας, από τις εκατοντάδες που έκαναν πιάτσα στους δρόμους του κέντρου. Οι διαρρήξεις είχαν εκτοξευθεί, ρακένδυτοι «συλλέκτες» μετάλλων ξήλωναν ό,τι έβρισκαν, παράνομες λέσχες είχαν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια, καθώς και μπάρ που λειτουργούσαν όλο το 24ωρο. Διαμερίσματα φτηνών συνοικιών είχαν μεταβληθεί σε τρώγλες, τα κουφώματα είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως καύσιμα, ενώ σκουπίδια στοιβάζονταν σε βουνά σε κοινόχρηστους χώρους.
Στην Ομόνοια; Όχι στο Ντόρτμουντ! Πριν από τρία χρόνια. Τότε, η πόλη κατακλύστηκε από Ρουμάνους και Βουλγάρους, κατά κύριο λόγο Ρομά. Σήμερα ζούν εκεί 3.500, έξι φορές περισσότεροι από το 2007 - από τη χρονιά δηλαδή που εντάχθηκαν η Ρουμανία και η Βουλγαρία στην ΕΕ. Έφταναν τότε στη Γερμανία «άνθρωποι χωρίς καμιά επαγγελματική δεξιότητα, αγράμματοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία, άρα με λιγοστές προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας» λέει σε δημοσίευμα του «Spiegel» η Μπιργκίτ Ζέρνερ, κοινωνική λειτουργός του δήμου. «Ήταν ‘επιτυχία’ όταν κάποιο παιδί απ΄αυτή την ομάδα φτωχών μεταναστών, πήγαινε στο σχολείο» συμπληρώνει και υπογραμμίζει ότι «όταν το κύριο μέλλημα της μέρας είναι η επιβίωση, η έννοια του μέλλοντος είναι αδιάφορη».
Οι κάτοικοι άρχισαν να αντιδρούν και διαμορφώθηκαν δύο προσεγγίσεις. Η μία συνοψίσθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας (της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης) Χ.Π.Φρήντριχ – που φέρεται να είπε πρόσφατα σε συμβούλιο υπουργών της ΕΕ πως «οι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να απελαθούν και να τους απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα, ώστε να τους πετάμε έξω (αν επανέλθουν) χωρίς καθυστέρηση».
Η δεύτερη είναι αυτή που επιγραμματικά περιέγραψε η κοινωνική λειτουργός Μπ.Ζέρνερ: «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από την ενσωμάτωση». Ο δήμος του Ντόρτμουντ λοιπόν ανέλαβε τη διαχείριση της κατάστασης. Καταρχάς απαγόρευσε την πορνεία του δρόμου και έλεγξε την εφαρμογή του νόμου για αρκετό διάστημα. Συνεργεία από εργαζομένους στη δημόσια τάξη επισκέφθηκαν επίσης τα κτίρια όπου έμεναν οι φτωχοί μετανάστες, οργάνωσαν απολύμανση και αποεντόμωση, επανασύνδεσαν τα διαμερίσματα στα δίκτυα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης, ενώ όταν συναντούσαν παιδιά που νοσούσαν μεσολαβούσαν ώστε να τύχουν ιατρικής περίθαλψης.
Συμβουλευτικά κέντρα για τους μετανάστες οργανώθηκαν, ενώ στήθηκαν κέντρα βραχείας νοσηλείας για γυναίκες και παιδιά. Οι γιατροί δούλεψαν με μεγάλες δυσκολίες – «πασχίζαμε να πείσουμε τις γυναίκες, ότι το αντισυλληπτικό χάπι πρέπει να το παίρνουν κάθε μέρα και ότι τα φάρμακα που τους δίναμε, έπρεπε να τα παίρνουν ακόμη κι όταν τα συμπτώματα της πάθησής τους υποχωρούσαν» λέει μια γιατρός.
Εθελοντές προσέφεραν διάφορες υπηρεσίες. Ο Νταβίντ Γκράντ για παράδειγμα έκανε μια φορά τη βδομάδα μάθημα στα παιδιά των Ρομά. Όταν τα μαθήματα γίνονταν στην παιδική χαρά, υπήρχε μεγάλη συμμετοχή. Όταν όμως προσπάθησε να μεταφέρει τα μαθήματα σε δημοτικό κτίριο, λίγοι μαθητές τον ακολούθησαν – «υπάρχει μεγάλη καχυποψία στους επίσημους θεσμούς» παρατηρεί ο Ντ. Γκράντ και συμπληρώνει πως πάντως επέμεινε στη δουλειά του, «γιατί συχνά, τα παιδιά είναι η μόνη μας ελπίδα να πλησιάσουμε τους γονείς τους».
Σήμερα η πόλη, με τα περιορισμένα οικονομικά της, προσπαθεί να συντηρήσει όσα οργάνωσε για να διευκολύνει την ενσωμάτωση των φτωχών μεταναστών στην αστική καθημερινότητά της. Τα αιτήματά της προς την κυβέρνηση για κάποια υποβοηθητική χρηματοδότηση απέβησαν άκαρπα – «η κυβέρνηση συμφώνησε με την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην ΕΕ, μας άφησε μόνους μας όμως να πληρώσουμε τις συνέπειες» λέει η Μπ.Ζέρνερ…
Χριστίνα Πουλίδου
http://www.protagon.gr
Στην Ομόνοια; Όχι στο Ντόρτμουντ! Πριν από τρία χρόνια. Τότε, η πόλη κατακλύστηκε από Ρουμάνους και Βουλγάρους, κατά κύριο λόγο Ρομά. Σήμερα ζούν εκεί 3.500, έξι φορές περισσότεροι από το 2007 - από τη χρονιά δηλαδή που εντάχθηκαν η Ρουμανία και η Βουλγαρία στην ΕΕ. Έφταναν τότε στη Γερμανία «άνθρωποι χωρίς καμιά επαγγελματική δεξιότητα, αγράμματοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία, άρα με λιγοστές προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας» λέει σε δημοσίευμα του «Spiegel» η Μπιργκίτ Ζέρνερ, κοινωνική λειτουργός του δήμου. «Ήταν ‘επιτυχία’ όταν κάποιο παιδί απ΄αυτή την ομάδα φτωχών μεταναστών, πήγαινε στο σχολείο» συμπληρώνει και υπογραμμίζει ότι «όταν το κύριο μέλλημα της μέρας είναι η επιβίωση, η έννοια του μέλλοντος είναι αδιάφορη».
Οι κάτοικοι άρχισαν να αντιδρούν και διαμορφώθηκαν δύο προσεγγίσεις. Η μία συνοψίσθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας (της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης) Χ.Π.Φρήντριχ – που φέρεται να είπε πρόσφατα σε συμβούλιο υπουργών της ΕΕ πως «οι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να απελαθούν και να τους απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα, ώστε να τους πετάμε έξω (αν επανέλθουν) χωρίς καθυστέρηση».
Η δεύτερη είναι αυτή που επιγραμματικά περιέγραψε η κοινωνική λειτουργός Μπ.Ζέρνερ: «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από την ενσωμάτωση». Ο δήμος του Ντόρτμουντ λοιπόν ανέλαβε τη διαχείριση της κατάστασης. Καταρχάς απαγόρευσε την πορνεία του δρόμου και έλεγξε την εφαρμογή του νόμου για αρκετό διάστημα. Συνεργεία από εργαζομένους στη δημόσια τάξη επισκέφθηκαν επίσης τα κτίρια όπου έμεναν οι φτωχοί μετανάστες, οργάνωσαν απολύμανση και αποεντόμωση, επανασύνδεσαν τα διαμερίσματα στα δίκτυα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης, ενώ όταν συναντούσαν παιδιά που νοσούσαν μεσολαβούσαν ώστε να τύχουν ιατρικής περίθαλψης.
Συμβουλευτικά κέντρα για τους μετανάστες οργανώθηκαν, ενώ στήθηκαν κέντρα βραχείας νοσηλείας για γυναίκες και παιδιά. Οι γιατροί δούλεψαν με μεγάλες δυσκολίες – «πασχίζαμε να πείσουμε τις γυναίκες, ότι το αντισυλληπτικό χάπι πρέπει να το παίρνουν κάθε μέρα και ότι τα φάρμακα που τους δίναμε, έπρεπε να τα παίρνουν ακόμη κι όταν τα συμπτώματα της πάθησής τους υποχωρούσαν» λέει μια γιατρός.
Εθελοντές προσέφεραν διάφορες υπηρεσίες. Ο Νταβίντ Γκράντ για παράδειγμα έκανε μια φορά τη βδομάδα μάθημα στα παιδιά των Ρομά. Όταν τα μαθήματα γίνονταν στην παιδική χαρά, υπήρχε μεγάλη συμμετοχή. Όταν όμως προσπάθησε να μεταφέρει τα μαθήματα σε δημοτικό κτίριο, λίγοι μαθητές τον ακολούθησαν – «υπάρχει μεγάλη καχυποψία στους επίσημους θεσμούς» παρατηρεί ο Ντ. Γκράντ και συμπληρώνει πως πάντως επέμεινε στη δουλειά του, «γιατί συχνά, τα παιδιά είναι η μόνη μας ελπίδα να πλησιάσουμε τους γονείς τους».
Σήμερα η πόλη, με τα περιορισμένα οικονομικά της, προσπαθεί να συντηρήσει όσα οργάνωσε για να διευκολύνει την ενσωμάτωση των φτωχών μεταναστών στην αστική καθημερινότητά της. Τα αιτήματά της προς την κυβέρνηση για κάποια υποβοηθητική χρηματοδότηση απέβησαν άκαρπα – «η κυβέρνηση συμφώνησε με την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην ΕΕ, μας άφησε μόνους μας όμως να πληρώσουμε τις συνέπειες» λέει η Μπ.Ζέρνερ…
Χριστίνα Πουλίδου
http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου