Αν είχαμε δει λίγο περισσότερο Γκοντάρ τα τελευταία 50 χρόνια κι αν είχαμε προσέξει τις τρελές ταινίες του, η σημερινή κρίση θα ήταν λιγότερο τρελή. Τρελός- έτσι τον ονομάζουν όλοι- ο Ελβετός αυτός δημιουργός πριν από 52 χρόνια επιτέθηκε στο σινεμά με τον πιο άγρια ποιητικό τρόπο και άλλαξε μόνος την πορεία του. Τώρα πετάει αλήθειες -βόμβες που σοκάρουν.
Ο ογδοντάχρονος σήμερα, Ζαν Λυκ Γκοντάρ, που το 1959 με το «Με Κομμένη την Ανάσα» (Ζαν Πολ Μπελμοντό, Τζιν Σίμπεργκ), κατήργησε όλες τις συμβάσεις και τα κλισέ του αφηγηματικού σινεμά, μίλησε για την ελληνική κρίση και πρότεινε να μπει φόρος στην λέξη «επομένως» για να σωθεί η Ελλάδα.
«Οι Ελληνες μας έδωσαν τη λογική», είπε η Γκοντάρ στην βρετανική εφημερίδα Guardian, «τους το χρωστάμε. Ο Αριστοτέλης διατύπωσε το σπουδαίο «επομένως» της λογικής επαγωγής. Λέμε, «Δεν μ’ αγαπάς πια, επομένως…». Ή «σ’ έπιασα με άλλον, επομένως…». Χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη εκατομμύρια φορές, λαμβάνοντας τις σοβαρότερες αποφάσεις της ζωής μας. Ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουμε να πληρώνουμε για τη χρήση της».
Κι έγινε ξαφνικά ο Γκοντάρ επίκαιρος και φιλέλληνας. Και τον ανακαλύψαμε κι εμείς και τον κάναμε ήρωα στα πρωτοσέλιδα και στις ειδήσεις.
Για πάμε, όμως, λίγο πίσω στο χρόνο, στον «Τρελό Πιερό» (1965) το «Made in USA» (1966), ή το «Week End» (1967), αυτά τα έργα της πιο υπέροχης κινηματογραφικής τρομοκρατίας που εμφανίστηκε ποτέ. Από τότε ο Γκοντάρ έλεγε για την κρίση αυτή του καπιταλισμού που έσπασε πια τις πόρτες μας. Από τότε μιλούσε για τις δομές αυτής της ηλίθιας και πλαστής ευδαιμονίας, για τα αδιέξοδα του καθωσπρεπισμού, τις γυαλισμένες επιφάνειες που κρύβουν όλη την λογική του υπέροχου ελληνικού «επομένως».
«Εάν κάθε φορά που χρησιμοποιούμε τη λέξη «επομένως» καταβάλλουμε από 10 ευρώ στην Ελλάδα, η κρίση θα έληγε μέσα σε μια μέρα και οι Ελληνες δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν τον Παρθενώνα στους Γερμανούς.
Με την τεχνολογία μπορούμε να ανιχνεύουμε στο Google όλα τα «επομένως». Θα μπορούσαμε ακόμα και να χρεώνουμε τους χρήστες, μέσω iPhone», λέει σήμερα ο Γκοντάρ. Σε ολόκληρο το έργο του όμως, αυτά πρεσβεύει.
Όλες οι άναρχες, αντι-αφηγηματικές κι απρόσμενες ταινίες του, δεν δοξάζουν παρά την τρέλα των πιο ελεύθερων συνειρμών της Τέχνης του 20ου αιώνα.
Από εκείνη την εκπληκτική «Περιφρόνηση» (1963) μέχρι το περσινό «Film Socialism», που βγαίνει τώρα στην Ελλάδα (αποκλειστικά στο σινεμά «Λαΐς»), ο Γκοντάρ υπερασπίζεται την διαλεκτική μιας επαναστατικής ποιητικής που ξεκινάει από την Γαλλική Επανάσταση, βαπτίζεται στον ιδιότυπο- σχεδόν ιδιωτικό του- μαρξισμό και φτάνει, με οδηγό το χιούμορ, ως τις παρυφές της φιλοσοφίας του Αλάν Μπαντιού.
Ο Γκοντάρ βγάζει τη γλώσσα στην ακαδημαϊκή αφήγηση γιατί αρνείται τις «ακαδημαϊκές οικονομικές σχέσεις» (αυτές που μας ρίχνουν τώρα στο γκρεμό), κινηματογραφεί το ασήμαντο γιατί βαριέται τα περισπούδαστα σημαντικά της χυδαίας πολιτικής και καταργεί τα σύνορα της σκέψης γιατί αυτά, ακριβώς, γίνονται τώρα η φυλακή μας.
Στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 οι ταινίες του Γκοντάρ ήταν πράξεις πολιτικές κι επαναστατικές κι έβαζαν στόχο εκείνη την υπέροχη ελπίδα που ερχόταν. Η μόδα της εποχής αυτό ζητούσε.
Από την μόδα, όμως, γρήγορα πέρασαν στην χλεύη και μπήκαν πίσω στα κουτιά τους, καθώς κι η ελπίδα εκείνη αργούσε και αντ’ αυτής μας επισκέφτηκε η κρίση.
Τώρα που η κρίση ξαναζητάει πίσω την ελπίδα, οι ταινίες του Γκοντάρ και ο ίδιος ο τρελός δημιουργός τους, ξανάρχονται στη μόδα. Δείτε τις- τουλάχιστον το τελευταίο «Film Socialism». Στα σίγουρα είναι λιγότερο τρελές από την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου