«Συντηρητισμός και επαναστατικότητα συνυπάρχουν στα ίδια πρόσωπα» επεσήμαινε στο «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής ο Αντώνης Καρακούσης παρουσιάζοντας και σχολιάζοντας τα αποτελέσματα μιας ενδιαφέρουσας έρευνας γνώμης που φιλοξένησε η εφημερίδα. Η άνοδος ακραίων συναισθημάτων και αντιφατικών επιλογών εκφραζόμενων από το ίδιο πρόσωπο εκπλήσσει, και φαντάζει ακατανόητη. Ο σημερινός διαμαρτυρόμενος ή και «αγανακτισμένος» πολίτης φαίνεται να απαιτεί «ασφάλεια και τάξη» («κατάργηση» πανεπιστημιακού ασύλου) και ταυτόχρονα να εγκρίνει ανομικές συμπεριφορές (περιπτώσεις λιντσαρίσματος βουλευτών). Πίσω από αυτή την αντινομική στάση κρύβεται μια εισαγγελική και τιμωρητική θεώρηση της πραγματικότητας στο φόντο μιας μονοδιάστατα ηθικολογικής κατανόησης των διακυβευμάτων που εκ των πραγμάτων τίθενται σήμερα ενώπιον της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτή η γενικευμένη πλέον ηθικολογική συμπεριφορά, που φέρνει στην επιφάνεια και νομιμοποιεί αρνητικά πάθη, όπως η μνησικακία, τροφοδοτείται από μια μνημειώδη αδυναμία των πολιτικών ελίτ να επεξεργασθούν και να διατυπώσουν ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Ο μεταπολιτευτικός κομφορμισμός των ελίτ, παρά τις αδιαμφισβήτητα θετικές υπηρεσίες που αυτές προσέφεραν στην αποκατάσταση της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, εξετράπη σε έναν άναρχο και ανομικό δημοκρατισμό, σε ένα «σύστημα» που καθήλωσε τα υποκείμενά του στην παιδική τους ηλικία. Οι «αντιφατικές» συμπεριφορές του σημερινού νεο-πολίτη είναι προϊόν της απο-πολιτικής, από τη στιγμή που ο λαϊκισμός ως κυβερνητική σταθερά τερμάτισε τον βίο του: έντρομος αυτός ο νεο-πολίτης ενώπιον της πρωτόγνωρης απειλής αλλά και της πραγματικότητας της οικονομικής κρίσης που τον οδηγεί στην κοινωνική του πτώση, την αντιμετωπίζει συγκινησιακά, ακραία, χαοτικά. Αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την «αβίωτη» πραγματικότητα μιας αιφνίδιας ενηλικίωσης, που σημαίνει ότι δεν έχει τα εφόδια, δεν διαθέτει την εσωτερική δύναμη να κοιτάξει μέσα του, τον ίδιο του τον εαυτό, να πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις από τη θρυμματισμένη πλέον αυτο-εικόνα του. Ο σημερινός νεο-πολίτης ζει μέσα στο τραύμα της Μεταπολίτευσης, νοσταλγεί ένα ριμέικ, την ανέφικτη επιμήκυνση του μεταπολιτευτικού «χρέους».
Η αέναη πάλη του Καλού με το Κακό είναι η εδραία αρχή η οποία αίρει την αντίφαση μεταξύ «συντηρητισμού» και «επαναστατικότητας». Ο λαϊκιστικός μιζεραμπιλισμός της δεύτερης ανταμώνει τον καθηλωτικό αυταρχισμό του πρώτου, στο πρόταγμα ενός «ηθικού σοσιαλισμού για όλο το έθνος». Αυτή είναι η αφετηρία, αυτό είναι και το «τέλος»: οι πολυάριθμοι αγανακτισμένοι μικροί Πουζάντ αντιστέκονται και επαναστατούν κατά των εκπροσώπων τους που τους «πρόδωσαν», και ταυτόχρονα θέλουν να επιβάλουν τη δική τους «τάξη». Και στις δύο περιπτώσεις, ο ηθικός τους νόμος είναι αυτός που αποφασίζει. Κάθε διαμεσολάβηση ισοδυναμεί με προδοσία.
Βρισκόμαστε στην επικράτεια του αντιστασιακού εθνικο-λαϊκισμού, μέσα στην «οργή της ανημπόριας», όπως προφητικά είχε επισημάνει πριν από χρόνια ο Γιάννης Βούλγαρης (βλ. το βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε: «Η μοιραία πενταετία. Η πολιτική της αδράνειας, 2004-2009», Εκδόσεις Πόλις). Οι ηθικοί κώδικες αυτής της οργής είναι που εναρμονίζουν τις διαμετρικά αντίθετες στάσεις και συμπεριφορές. Με την έννοια αυτή δεν υπάρχει καμία αντίφαση στα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας γνώμης. Αντίθετα, τα αποτελέσματά της εκπλήσσουν για την ακραία συνοχή τους. Η αντιστασιακή ιδιοπροσωπία του ελληνικού εθνικο-λαϊκισμού εξανεμίζει τις «λογικές» αποστάσεις μεταξύ μιας έρπουσας μηδενιστικής βίας και του αιτήματος της ασφάλειας. Η κοινωνική αποδοχή της τάξης του λιντσαρίσματος (με ή χωρίς άρωμα «κινηματισμού»), οι κατ΄ εξουσιοδότηση προπηλακισμοί, απορρέουν από την ίδια ηθική προσωπικότητα από την οποία εκπορεύονται τα αιτήματα περιφρούρησης της «ασφάλειας». Η ήπειρος της «ηθικής κυριαρχίας», της souverainet thique, στην οποία πλέον έχουμε εισέλθει, αλέθει τις αποστάσεις μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αποπολιτικοποιεί τις κοινές επιλογές, ανασημασιοδοτεί την ίδια την έννοια της νομιμότητας, εκφυλίζει, τελικά, το ίδιο το πολιτικό έθνος, αυτή τη δημοκρατική κοινότητα πεπρωμένου, σε κοινότητα αποκλεισμού.
Σήμερα μεσότητα τείνουν να γίνουν τα άκρα, ο αλήστου μνήμης «μεσαίος χώρος» είναι το σημερινό «ακραίο κέντρο» στο οποίο οι περισσότεροι, κυρίως μέσα από την αυτοαποκαλούμενη ριζοσπαστική Αριστερά, με αφελή ιδιοτέλεια υποκλίνονται. Αυτόν τον νέο κομφορμισμό τής με αντικαπιταλιστικό πρόσημο ριζοσπαστικής μεσότητας, αυτό το νέο ηθικό κέντρο, το ενάρετο «κόμμα της φιλοκαλίας» (για να θυμηθούμε το επίκαιρο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Το Αδιανόητο Τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού», Εκδόσεις Αρμός) συνιστά οριζόντια ηθική πλειοψηφία, νέα άτεγκτη αρχή, που θέλει να υποκαταστήσει μια δημοκρατική νομιμότητα ήδη υπονομευμένη, ας μην το ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή, και από τις ίδιες τις ελίτ και, βέβαια, από έναν άναρχο διεθνή υπερ-φιλελευθερισμό. Ποιος ανθρωπολογικός τύπος υποβαστάζει αυτή την «ηθική δημοκρατία» του «κόμματος της φιλοκαλίας»; Αυτός ο τύπος που, συνειδητά ή ασυνείδητα, ενσαρκώνει και διαμηνύει ότι «ο άνθρωπος είναι ό,τι αισθάνεται» (Στ. Ράμφος), η ασάλευτη φιγούρα μιας ηθικής ευαισθησίας που όταν επιχειρεί να γίνει «λόγος» εκβάλλει στις «φαντασιώσεις και στο παραλήρημα». Ασάλευτη, γιατί κείται εκτός χρόνου, εκτός Ιστορίας...
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
Πηγή: Το Βήμα
Αυτή η γενικευμένη πλέον ηθικολογική συμπεριφορά, που φέρνει στην επιφάνεια και νομιμοποιεί αρνητικά πάθη, όπως η μνησικακία, τροφοδοτείται από μια μνημειώδη αδυναμία των πολιτικών ελίτ να επεξεργασθούν και να διατυπώσουν ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Ο μεταπολιτευτικός κομφορμισμός των ελίτ, παρά τις αδιαμφισβήτητα θετικές υπηρεσίες που αυτές προσέφεραν στην αποκατάσταση της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, εξετράπη σε έναν άναρχο και ανομικό δημοκρατισμό, σε ένα «σύστημα» που καθήλωσε τα υποκείμενά του στην παιδική τους ηλικία. Οι «αντιφατικές» συμπεριφορές του σημερινού νεο-πολίτη είναι προϊόν της απο-πολιτικής, από τη στιγμή που ο λαϊκισμός ως κυβερνητική σταθερά τερμάτισε τον βίο του: έντρομος αυτός ο νεο-πολίτης ενώπιον της πρωτόγνωρης απειλής αλλά και της πραγματικότητας της οικονομικής κρίσης που τον οδηγεί στην κοινωνική του πτώση, την αντιμετωπίζει συγκινησιακά, ακραία, χαοτικά. Αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την «αβίωτη» πραγματικότητα μιας αιφνίδιας ενηλικίωσης, που σημαίνει ότι δεν έχει τα εφόδια, δεν διαθέτει την εσωτερική δύναμη να κοιτάξει μέσα του, τον ίδιο του τον εαυτό, να πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις από τη θρυμματισμένη πλέον αυτο-εικόνα του. Ο σημερινός νεο-πολίτης ζει μέσα στο τραύμα της Μεταπολίτευσης, νοσταλγεί ένα ριμέικ, την ανέφικτη επιμήκυνση του μεταπολιτευτικού «χρέους».
Η αέναη πάλη του Καλού με το Κακό είναι η εδραία αρχή η οποία αίρει την αντίφαση μεταξύ «συντηρητισμού» και «επαναστατικότητας». Ο λαϊκιστικός μιζεραμπιλισμός της δεύτερης ανταμώνει τον καθηλωτικό αυταρχισμό του πρώτου, στο πρόταγμα ενός «ηθικού σοσιαλισμού για όλο το έθνος». Αυτή είναι η αφετηρία, αυτό είναι και το «τέλος»: οι πολυάριθμοι αγανακτισμένοι μικροί Πουζάντ αντιστέκονται και επαναστατούν κατά των εκπροσώπων τους που τους «πρόδωσαν», και ταυτόχρονα θέλουν να επιβάλουν τη δική τους «τάξη». Και στις δύο περιπτώσεις, ο ηθικός τους νόμος είναι αυτός που αποφασίζει. Κάθε διαμεσολάβηση ισοδυναμεί με προδοσία.
Βρισκόμαστε στην επικράτεια του αντιστασιακού εθνικο-λαϊκισμού, μέσα στην «οργή της ανημπόριας», όπως προφητικά είχε επισημάνει πριν από χρόνια ο Γιάννης Βούλγαρης (βλ. το βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε: «Η μοιραία πενταετία. Η πολιτική της αδράνειας, 2004-2009», Εκδόσεις Πόλις). Οι ηθικοί κώδικες αυτής της οργής είναι που εναρμονίζουν τις διαμετρικά αντίθετες στάσεις και συμπεριφορές. Με την έννοια αυτή δεν υπάρχει καμία αντίφαση στα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας γνώμης. Αντίθετα, τα αποτελέσματά της εκπλήσσουν για την ακραία συνοχή τους. Η αντιστασιακή ιδιοπροσωπία του ελληνικού εθνικο-λαϊκισμού εξανεμίζει τις «λογικές» αποστάσεις μεταξύ μιας έρπουσας μηδενιστικής βίας και του αιτήματος της ασφάλειας. Η κοινωνική αποδοχή της τάξης του λιντσαρίσματος (με ή χωρίς άρωμα «κινηματισμού»), οι κατ΄ εξουσιοδότηση προπηλακισμοί, απορρέουν από την ίδια ηθική προσωπικότητα από την οποία εκπορεύονται τα αιτήματα περιφρούρησης της «ασφάλειας». Η ήπειρος της «ηθικής κυριαρχίας», της souverainet thique, στην οποία πλέον έχουμε εισέλθει, αλέθει τις αποστάσεις μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αποπολιτικοποιεί τις κοινές επιλογές, ανασημασιοδοτεί την ίδια την έννοια της νομιμότητας, εκφυλίζει, τελικά, το ίδιο το πολιτικό έθνος, αυτή τη δημοκρατική κοινότητα πεπρωμένου, σε κοινότητα αποκλεισμού.
Σήμερα μεσότητα τείνουν να γίνουν τα άκρα, ο αλήστου μνήμης «μεσαίος χώρος» είναι το σημερινό «ακραίο κέντρο» στο οποίο οι περισσότεροι, κυρίως μέσα από την αυτοαποκαλούμενη ριζοσπαστική Αριστερά, με αφελή ιδιοτέλεια υποκλίνονται. Αυτόν τον νέο κομφορμισμό τής με αντικαπιταλιστικό πρόσημο ριζοσπαστικής μεσότητας, αυτό το νέο ηθικό κέντρο, το ενάρετο «κόμμα της φιλοκαλίας» (για να θυμηθούμε το επίκαιρο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Το Αδιανόητο Τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού», Εκδόσεις Αρμός) συνιστά οριζόντια ηθική πλειοψηφία, νέα άτεγκτη αρχή, που θέλει να υποκαταστήσει μια δημοκρατική νομιμότητα ήδη υπονομευμένη, ας μην το ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή, και από τις ίδιες τις ελίτ και, βέβαια, από έναν άναρχο διεθνή υπερ-φιλελευθερισμό. Ποιος ανθρωπολογικός τύπος υποβαστάζει αυτή την «ηθική δημοκρατία» του «κόμματος της φιλοκαλίας»; Αυτός ο τύπος που, συνειδητά ή ασυνείδητα, ενσαρκώνει και διαμηνύει ότι «ο άνθρωπος είναι ό,τι αισθάνεται» (Στ. Ράμφος), η ασάλευτη φιγούρα μιας ηθικής ευαισθησίας που όταν επιχειρεί να γίνει «λόγος» εκβάλλει στις «φαντασιώσεις και στο παραλήρημα». Ασάλευτη, γιατί κείται εκτός χρόνου, εκτός Ιστορίας...
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
Πηγή: Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου