Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο.
Εργατικό ατύχημα συνιστά ο θάνατος εργαζομένου, που σημειώνεται το διάστημα που πηγαίνει ή επιστρέφει από τον τόπο εργασίας στο σπίτι του, έκρινε ο Άρειος Πάγος και επικύρωσε το ποσό των 38.000 ευρώ υπέρ της χήρας ναυτικού, που πνίγηκε μόλις σχόλασε από την εργασία του.
Ναύτης τον Ιούνιο του 1992 ναυτολογήθηκε σε πλοίο υπό ελληνική σημαία. Τον Δεκέμβριο του 2003 το πλοίο ήταν πλαγιοδετημένο παράπλευρα σε άλλο δεξαμενόπλοιο στην προβλήτα φορτοεκφόρτωσης πετρελαιοειδών στο Πέραμα. Η αποβίβαση από το πλοίο γινόταν μέσω του παράπλευρου δεξαμενόπλοιου. Ο ναύτης μετά το τέλος της εργασίας του μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα αποβιβαζόταν μέσω του άλλου δεξαμενόπλοιου στην προβλήτα και καθόταν στη δέστρα (μπίντα) της προβλήτας περιμένοντας τον πλοίαρχο του πλοίου για να αναχωρήσουν μαζί για τα σπίτια τους με το αυτοκίνητο του τελευταίου.
Στις 8 Δεκεμβρίου 2003 ο πλοίαρχος αποβιβάστηκε από το πλοίο και αναζήτησε το ναύτη για να φύγουν μαζί, αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Ο πλοίαρχος τηλεφώνησε στο μηχανικό και στους άλλους ναύτες που εργάζονταν μαζί χωρίς όμως και πάλι αποτέλεσμα.
Όλοι μαζί άρχισαν να ψάχνουν στην προβλήτα και στη γύρω περιοχή το ναύτη χωρίς όμως και πάλι να βρίσκεται πουθενά. Τρία τέταρτα μετά βρέθηκε το πτώμα του άτυχου ναύτη να επιπλέει μεταξύ του δεξαμενόπλοιου και της προβλήτας.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο θάνατος του ναυτικού επήλθε από πνιγμό, ενώ καταγράφονται στην έκθεση ότι είχε υποβληθεί ο ναύτης σε τρία by-pass, ενώ είχε υποστεί κατά το παρελθόν και έμφραγμα στη δεξιά κοιλία της καρδιάς.
Στην ιατροδικαστική έρευνα ως πιθανή εκδοχή θανάτου αναφέρεται η απώλεια των αισθήσεων από το προηγηθέν καρδιακό επεισόδιο, που είχε ως συνέπεια την πτώση του στη θάλασσα, όπου αναίσθητος πλέον πνίγηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Παράλληλα, από την τοξικολογική εξέταση του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν προέκυψε η παρουσία οινοπνεύματος στο αίμα του ναυτικού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ναυτεργατική νομοθεσία (Ν. 551/1915) «ατύχημα από βίαιο συμβάν, είναι και εκείνο το οποίο επέρχεται ακόμη και εκτός του τόπου και του χρόνου της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτή (εργασία) με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, όταν δηλαδή λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευση του ατυχήματος και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία».
Το Εφετείο δέχθηκε ότι ο θάνατος του ναυτικού συνιστά εργατικό ατύχημα, το οποίο δεν συνέβη μεν κατά την εργασία του πλην όμως εξ αφορμής αυτής και ειδικότερα, κατά την ώρα που αυτός ετοιμαζόταν να επιστρέψει, κατά τον συνήθη τρόπο, από το χώρο της εργασίας του, δηλαδή από το πλοίο όπου εργαζόταν, στην οικία του.
Δηλαδή το Εφετείο αποφάνθηκε ότι «υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ατυχήματος και της ναυτικής εργασίας, καθόσον το συγκεκριμένο ατύχημα δεν θα είχε συμβεί, αν ο παθών δεν εργαζόταν στο δεξαμενόπλοιο και ότι πρόκειται τελικά για εργατικό ατύχημα». Στη συνέχεια το Εφετείο επιδίκασε στη σύζυγο του ναυτικού το ποσό των 38.000 ευρώ.
Οι αρεοπαγίτες με την υπ' αριθμ. 1111/2011 απόφασή τους επικύρωσαν την εφετειακή απόφαση και απέρριψαν την αίτηση αναίρεσης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ενώ παράλληλα υπογραμμίζουν ότι «ο θάνατος του ναυτικού οφείλεται σε βίαιο συμβάν (πνιγμό), που επήλθε με αφορμή την εργασία του και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κατάσταση της υγείας αυτού (ιστορικό καρδιακού νοσήματος).
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ
Εργατικό ατύχημα συνιστά ο θάνατος εργαζομένου, που σημειώνεται το διάστημα που πηγαίνει ή επιστρέφει από τον τόπο εργασίας στο σπίτι του, έκρινε ο Άρειος Πάγος και επικύρωσε το ποσό των 38.000 ευρώ υπέρ της χήρας ναυτικού, που πνίγηκε μόλις σχόλασε από την εργασία του.
Ναύτης τον Ιούνιο του 1992 ναυτολογήθηκε σε πλοίο υπό ελληνική σημαία. Τον Δεκέμβριο του 2003 το πλοίο ήταν πλαγιοδετημένο παράπλευρα σε άλλο δεξαμενόπλοιο στην προβλήτα φορτοεκφόρτωσης πετρελαιοειδών στο Πέραμα. Η αποβίβαση από το πλοίο γινόταν μέσω του παράπλευρου δεξαμενόπλοιου. Ο ναύτης μετά το τέλος της εργασίας του μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα αποβιβαζόταν μέσω του άλλου δεξαμενόπλοιου στην προβλήτα και καθόταν στη δέστρα (μπίντα) της προβλήτας περιμένοντας τον πλοίαρχο του πλοίου για να αναχωρήσουν μαζί για τα σπίτια τους με το αυτοκίνητο του τελευταίου.
Στις 8 Δεκεμβρίου 2003 ο πλοίαρχος αποβιβάστηκε από το πλοίο και αναζήτησε το ναύτη για να φύγουν μαζί, αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Ο πλοίαρχος τηλεφώνησε στο μηχανικό και στους άλλους ναύτες που εργάζονταν μαζί χωρίς όμως και πάλι αποτέλεσμα.
Όλοι μαζί άρχισαν να ψάχνουν στην προβλήτα και στη γύρω περιοχή το ναύτη χωρίς όμως και πάλι να βρίσκεται πουθενά. Τρία τέταρτα μετά βρέθηκε το πτώμα του άτυχου ναύτη να επιπλέει μεταξύ του δεξαμενόπλοιου και της προβλήτας.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο θάνατος του ναυτικού επήλθε από πνιγμό, ενώ καταγράφονται στην έκθεση ότι είχε υποβληθεί ο ναύτης σε τρία by-pass, ενώ είχε υποστεί κατά το παρελθόν και έμφραγμα στη δεξιά κοιλία της καρδιάς.
Στην ιατροδικαστική έρευνα ως πιθανή εκδοχή θανάτου αναφέρεται η απώλεια των αισθήσεων από το προηγηθέν καρδιακό επεισόδιο, που είχε ως συνέπεια την πτώση του στη θάλασσα, όπου αναίσθητος πλέον πνίγηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Παράλληλα, από την τοξικολογική εξέταση του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν προέκυψε η παρουσία οινοπνεύματος στο αίμα του ναυτικού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ναυτεργατική νομοθεσία (Ν. 551/1915) «ατύχημα από βίαιο συμβάν, είναι και εκείνο το οποίο επέρχεται ακόμη και εκτός του τόπου και του χρόνου της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτή (εργασία) με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, όταν δηλαδή λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευση του ατυχήματος και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία».
Το Εφετείο δέχθηκε ότι ο θάνατος του ναυτικού συνιστά εργατικό ατύχημα, το οποίο δεν συνέβη μεν κατά την εργασία του πλην όμως εξ αφορμής αυτής και ειδικότερα, κατά την ώρα που αυτός ετοιμαζόταν να επιστρέψει, κατά τον συνήθη τρόπο, από το χώρο της εργασίας του, δηλαδή από το πλοίο όπου εργαζόταν, στην οικία του.
Δηλαδή το Εφετείο αποφάνθηκε ότι «υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ατυχήματος και της ναυτικής εργασίας, καθόσον το συγκεκριμένο ατύχημα δεν θα είχε συμβεί, αν ο παθών δεν εργαζόταν στο δεξαμενόπλοιο και ότι πρόκειται τελικά για εργατικό ατύχημα». Στη συνέχεια το Εφετείο επιδίκασε στη σύζυγο του ναυτικού το ποσό των 38.000 ευρώ.
Οι αρεοπαγίτες με την υπ' αριθμ. 1111/2011 απόφασή τους επικύρωσαν την εφετειακή απόφαση και απέρριψαν την αίτηση αναίρεσης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ενώ παράλληλα υπογραμμίζουν ότι «ο θάνατος του ναυτικού οφείλεται σε βίαιο συμβάν (πνιγμό), που επήλθε με αφορμή την εργασία του και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κατάσταση της υγείας αυτού (ιστορικό καρδιακού νοσήματος).
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου