Πόσες φορές έχετε ακούσει την έκφραση «παχαίνω γιατί παίρνω πολλά φάρμακα»; Αν και είναι συνηθισμένο να αποδίδουν στα φάρμακα τα περιττά τους κιλά πολλοί απ΄ όσους βλέπουν τη ζυγαριά να ανεβαίνει επικίνδυνα, τα φάρμακα που πραγματικά μπορεί να μας παχύνουν είναι πολύ συγκεκριμένα - και η αύξηση του σωματικού βάρους που προκαλούν σπανίως φτάνει σε διψήφιους αριθμούς.
Όπως εξηγεί ο κ. Ιωάννης Ιωαννίδης, πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας και υπεύθυνος του Διαβητολογικού Ιατρείου και του Ιατρείου Παχυσαρκίας στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο Νέας Ιωνίας, είναι συνηθισμένο φαινόμενο να αποδίδει κανείς στα φάρμακα τα περιττά κιλά.
«Δεν ξέρω αν είναι δικαιολογία ή πραγματικός φόβος, αλλά πολλοί ασθενείς μας λένε “τρώω πολύ γιατί παίρνω πολλά φάρμακα και δεν θέλω να μου πειράξουν το στομάχι”», λέει.
«Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν περισσότερα γεύματα απ΄ όσα χρειάζονται και πριν βάλουν το οποιοδήποτε χάπι στο στόμα τους, έστω κι αν είναι ένα παυσίπονο, τρώνε κάτι- ακόμα και μια ολόκληρη τυρόπιτα ή ένα σάντουιτς. Έτσι, όμως, αρχίζουν τις καταχρήσεις, παχαίνουν και αποδίδουν τα πρόσθετα κιλά τους στα φάρμακα, ενώ στην πραγματικότητα φταίει το ότι έχουν παρανοήσει τις οδηγίες που λένε “πάρε το χάπι μετά το φαγητό”».
Μύθος είναι επίσης ότι οι βιταμίνες παχαίνουν, κατά τον κ. Ιωαννίδη. «Πολλοί πιστεύουν ότι οι βιταμίνες ανοίγουν την όρεξη, αλλά αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί», προσθέτει.
Παρ΄ ότι η παχυσαρκία στους ενήλικες αποτελεί κατά 99% συνέπεια κακής διατροφής και καθιστικής ζωής και σπανίως συνέπεια λήψης φαρμάκων, υπάρχουν ορισμένα φάρμακα που όντως μπορεί να μας προσθέσουν κάποια κιλά - αλλά βεβαίως όχι αναπόφευκτα, ούτε σε όλους τους ασθενείς. Τα φάρμακα αυτά μπορούν να χωρισθούν σε τρεις κατηγορίες:
* Σε εκείνα που μας παχαίνουν επειδή ανοίγουν την όρεξη
* Σε εκείνα που αυξάνουν το σωματικό βάρος, προκαλώντας κατακράτηση υγρών
* Σε εκείνα που επιδρούν στον μεταβολισμό.
Διέγερση της όρεξης
Στα φάρμακα που διεγείρουν την όρεξη εμπίπτουν κυρίως ορισμένα ψυχοφάρμακα, τα οποία επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και επηρεάζουν τα κέντρα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την πείνα και τον κορεσμό της.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ορισμένα αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωσικά σκευάσματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αύξηση του σωματικού βάρους κατά 5 έως 6 κιλά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα αντικαταθλιπτικά και όλα τα αντιψυχωσικά φάρμακα μάς παχαίνουν.
«Υπάρχουν ψυχοφάρμακα που ασκούν ουδέτερη δράση στο βάρος ή συμβάλλουν και στην απώλεια κάποιων κιλών, γι΄ αυτό και ο γιατρός πρέπει να έχει τον ασθενή μπροστά του και αν δει ότι είναι ήδη παχύσαρκος ή υπέρβαρος να προτιμήσει κάποιο που δεν προκαλεί αύξηση του βάρους», τονίζει ο κ. Ιωαννίδης.
Το να παχύνει κανείς 5 ή 6 κιλά επειδή αρχίζει μια αντικαταθλιπτική αγωγή μπορεί να μοιάζει λίγο, αλλά «ακόμα και αυτή η αύξηση του σωματικού βάρους αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη στους ανθρώπους με προδιάθεση για την εμφάνισή του», προσθέτει.
Επίδραση στον μεταβολισμό
Δεύτερη κατηγορία είναι τα φάρμακα που επιδρούν στον μεταβολισμό, με κύριο εκπρόσωπο τα σκευάσματα για τον διαβήτη.
«Ένας άνθρωπος που έχει υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και δεν παράγει ινσουλίνη, έχει πολύ κακό μεταβολισμό», εξηγεί ο κ. Ιωαννίδης.
«Ο οργανισμός του, αντί να κατακρατά τις ποσότητες σακχάρου που χρειάζεται στους ιστούς για να τις μετατρέψει σε ενέργεια ή λίπος, τις αποβάλλει με την ούρηση και έτσι ο πάσχων από διαβήτη δεν παχαίνει. Αυτό μπορεί να τον χαροποιεί, αλλά το να έχει διαρκώς αυξημένα επίπεδα σακχάρου τον θέτει σε πολυάριθμους κινδύνους, όπως η προοδευτική ανάπτυξη βλαβών στα αιμοφόρα αγγεία. Πρέπει λοιπόν να αρχίσει θεραπεία- και όταν αρχίσει την ινσουλίνη, ο οργανισμός του αρχίζει να κατακρατά σάκχαρο, το μετατρέπει σε λίπος και έτσι ο ασθενής παίρνει κάποια κιλά».
Η αλήθεια είναι ότι αύξηση του σωματικού βάρους παρατηρείται συχνά και σε ασθενείς με διαβήτη που δεν παίρνουν ινσουλίνη, αλλά ποικίλα άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα. «Τα περισσότερα από τα υπάρχοντα φάρμακα για τον διαβήτη, αλλά κυρίως οι γλιταζόνες, συνοδεύονται με αύξηση του σωματικού βάρους», επισημαίνει ο κ. Ιωαννίδης.
«Αυτό μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενο, καμιά φορά αποτελεί κιόλας ένδειξη ότι το σάκχαρο ρυθμίζεται καλά και τέλος πάντων είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί με τις κατάλληλες προσαρμογές στη διατροφή».
Τα δύσκολα, πάντως, αρχίζουν όταν ένας ασθενής είναι ήδη υπέρβαρος ή παχύσαρκος. «Η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη τύπου 2 διαβήτη, ο οποίος αποτελεί περίπου το 90% των κρουσμάτων της νόσου», τονίζει ο κ. Ιωαννίδης.
«Πολλοί πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη έχουν πρόβλημα βάρους και όταν ένας άνθρωπος έχει ήδη περιττά κιλά, το να πάρει μερικά ακόμα είναι επιζήμιο για την υγεία, οπότε πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, ενδεχομένως να πάρει και φάρμακα για την παχυσαρκία, και βεβαίως να τρώει πιο υγιεινά. Αυτό που προέχει είναι η ρύθμιση του διαβήτη- δεν αφήνει κανείς τον διαβητικό με αυξημένο σάκχαρο για να μην πάρει 2-3 κιλά».
Η αύξηση του σωματικού βάρους που παρατηρείται στους διαβητικούς είναι συνήθως ανάλογη με τη μείωση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης - μιας ουσίας στο αίμα που μετριέται σε ποσοστά επί τοις εκατό (%) και δείχνει πόσο καλά έχει ρυθμιστεί το σάκχαρο τους τελευταίους μήνες.
Ο γενικός κανόνας για τα αντιδιαβητικά φάρμακα είναι ότι μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κατά 1% συνοδεύεται από αύξηση του σωματικού βάρους κατά 1 κιλό- ειδικά για τις γλιταζόνες, όμως, η αύξηση είναι 2 κιλά ανά μείωση κατά 1%.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η αναμενόμενη και αιτιολογημένη αύξηση του σωματικού βάρους με τις αντιδιαβητικές θεραπείες είναι 1 έως 5 κιλά και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μεγαλύτερη από αυτήν- εκτός πια και αν ο ασθενής αρχίσει, για δικούς του λόγους, να τρώει περισσότερο απ΄ όσο συνήθως.
Κατακράτηση υγρών
Στα φάρμακα που αυξάνουν το σωματικό βάρος προκαλώντας κατακράτηση υγρών ανήκουν οι ορμόνες, με κύριους εκπροσώπους τα αντισυλληπτικά και, βεβαίως, την κορτιζόνη.
«Ορισμένα από τα ορμονούχα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη Γυναικολογία προκαλούν κατακράτηση υγρών, κυρίως λόγω των οιστρογόνων που περιέχουν», λέει ο κ. Ιωάννης Μεσσήνης, καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
«Η κατακράτηση είναι πιο μεγάλη με τα συνθετικά οιστρογόνα που υπάρχουν στα αντισυλληπτικά χάπια, παρά με τα φυσικά οιστρογόνα που περιέχονται στα σκευάσματα για υποκατάσταση, τα οποία χορηγούνται μετά την εμμηνόπαυση».
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια «έχει μειωθεί η δοσολογία των οιστρογόνων στα αντισυλληπτικά, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η κατακράτηση και η αύξηση του βάρους σε ελάχιστα επίπεδα», προσθέτει. «Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μια γυναίκα μπορεί να πάρει 1 έως 3 κιλά όταν αρχίζει τα αντισυλληπτικά ή και να μην παχύνει καθόλου».
Ωστόσο, δεν επηρεάζουν όλα τα αντισυλληπτικά εξίσου τον κίνδυνο αύξησης του σωματικού βάρους. Στην πραγματικότητα, ορισμένα δεν τον επηρεάζουν σχεδόν καθόλου λόγω της σύνθεσής τους, ενώ ο οργανισμός όλων των γυναικών δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο στη λήψη των αντισυλληπτικών χαπιών. Γι΄ αυτό, η επιλογή του αντισυλληπτικού πρέπει να γίνεται σε συνεργασία με τον γιατρό.
Τα φάρμακα που χορηγούνται στις ορμονοθεραπείες υποκατάστασης προκαλούν πολύ μικρότερη κατακράτηση υγρών, εξαιτίας της φυσικής προγεστερόνης που περιέχουν.
«Η προγεστερόνη ανταγωνίζεται τη δράση των οιστρογόνων στην κατακράτηση υγρών, γι΄ αυτό οι γυναίκες που κάνουν υποκατάσταση δεν παρουσιάζουν συνήθως αύξηση βάρους», εξηγεί ο κ. Μεσσήνης.
«Βέβαια, και τα αντισυλληπτικά περιέχουν μια μορφή προγεστερόνης, αλλά είναι μια συνθετική ουσία- ένα προγεστερινοειδές, όπως λέγεται- που μιμείται μεν τη δράση της προγεστερόνης, αλλά δεν αντισταθμίζει την κα τακράτηση υγρών που προκαλούν τα συνθετικά οιστρογόνα. Γι΄ αυτό και βλέπουμε κάποια αύξηση του βάρους με τα αντισυλληπτικά».
Η κορτιζόνη είναι ένα κατ΄ εξοχήν φάρμακο που μπορεί να μας παχύνει λόγω κατακράτησης υγρών.
Όπως εξηγεί ο κ. Γιώργος Σάπκας, αναπληρωτής καθηγητής Ορθοπεδικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η κορτιζόνη έχει ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και τα αποτελέσματα της δράσης της μπορεί να είναι θεαματικά. Εντούτοις, όταν η χρήση της είναι καθημερινή και μακροχρόνια (πάνω από 3 εβδομάδες), υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν πολλά προβλήματα.
«Η αύξηση του βάρους που βλέπει ο ασθενής είναι μία μόνο από τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειές της και συνήθως είναι αναστρέψιμη όταν διακοπεί η λήψη της, εφ΄ όσον αυτή είναι βραχυχρόνια», λέει ο κ. Σάπκας. «Όταν, όμως, παίρνει κανείς για καιρό κορτιζόνη, μπορεί να υποστεί βλάβες ο θυρεοειδής αδένας του- και τότε να αποκτήσει επίμονο πρόβλημα βάρους».
Η κορτιζόνη χορηγείται για ποικίλες ασθένειες- από ρευματοειδή αρθρίτιδα και ινομυαλγίες έως κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου, πόνους στα γόνατα ή νοσήματα σε άλλα συστήματα του σώματος.
Ωστόσο, λόγω των πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών της (μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οστεοπόρωση, νεκρωτικές βλάβες στα οστά, προβλήματα στο ήπαρ κ.ά.), «δεν πρέπει να χορηγείται ελαφρά τη καρδία, όπως δυστυχώς συχνά γίνεται, αλλά να αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο όταν δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις», σύμφωνα με τον κ. Σάπκα.
«Το να γίνουν τοπικά μερικές ενέσεις κορτιζόνης σε ένα επώδυνο γόνατο ή το να πάρει κανείς από το στόμα κάποιες μικρές δόσεις δεν προκαλεί πρόβλημα, αλλά το να παίρνει καθημερινά, για καιρό, είναι επιζήμιο».
Η αύξηση του σωματικού βάρους που προκαλεί η κορτιζόνη συνήθως γίνεται αντιληπτή ως εκτεταμένα πρηξίματα σε όλο το σώμα- κυρίως όμως στο πρόσωπο, στον λαιμό, στην κοιλιά και στους ώμους.
Πείτε την αλήθεια στον γιατρό σας
Η κύρια συμβουλή των ειδικών προς όσους ακολουθούν μία αγωγή και πιστεύουν ότι τους παχαίνει είναι να απευθύνονται στον γιατρό τους για να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης της αγωγής (αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι θα πουν την αλήθεια για το αν και τι έχουν αλλάξει στη διατροφή ή στη φυσική δραστηριότητά τους από τότε που άρχισαν την αγωγή).
Η συμβουλή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους παίρνουν φάρμακα για ψυχική νόσο, καθώς η απότομη διακοπή των αντικαταθλιπτικών ή άλλων ψυχοφαρμάκων είναι επιζήμια.
Απαραίτητο είναι ακόμα να προσέχουν όλοι οι ασθενείς τη διατροφή τους, ώστε να αποφύγουν τη συσσώρευση περιττών κιλών. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση περισσότερων φυτικών τροφίμων, ψαριών, μη επεξεργασμένων (ολικής αλέσεως) δημητριακών και λίγων λιπαρών γαλακτοκομικών προϊόντων, και στον περιορισμό των πλούσιων σε λίπη και θερμίδες τροφίμων.
Ειδικά όσοι παίρνουν κορτιζόνη πρέπει επιπροσθέτως να κάνουν τα εξής:
* Να αποφεύγουν το αλάτι (τόσο το επιτραπέζιο στο μαγείρεμα, όσο και τα παστά ή αλμυρά τρόφιμα), διότι ευνοεί την κατακράτηση υγρών.
* Να περπατάνε καθημερινά όσο περισσότερο μπορούν (έστω και μισή έως μία ώρα μπορεί να βοηθήσει στην αποβολή υγρών και τη ρύθμιση του βάρους).
* Να συμβουλευθούν τον γιατρό τους μήπως χρειάζεται η χορήγηση διουρητικών φαρμάκων για να καταπολεμηθεί η κατακράτηση.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου