"Δεκέμβριος 1914. Ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό ανακαλύπτουν τις μονές του Αγίου Όρους... και φυσικά το Βατοπέδι."Φώναζαν οι δυο καλόγεροι δυνατά, πείραζαν τον πορτάρη. Και δώστου σκούσαν στα γέλια. Μα ως μας είδαν, σώπασαν συμμάζεψαν τις κοιλιές τους, σηκώθηκαν.
— Καλώς ορίσατε, με την ευκή του Θεού, είπαν κι άπλωσαν τα χέρια τους να τα φιλήσουμε.
— Καλά περνάτε, άγιοι πατέρες, είπε ο φίλος μου κοιτάζοντας τις κοιλιές τους και τα κόκκινα μάγουλα -δεν μπορούσε ακόμα να τους συχωρέσει που μας έδιωξαν από τον Παράδεισο.
— Απαρνηθήκαμε τον ψεύτη κόσμο και τις χαρές του, είπε ο ένας, ο ξανθογένης.
Δε μιλήσαμε· μα ο άλλος, ο μαυρογένης, πετάχτηκε:
— Τί μας κοιτάζετε και παραξενεύεστε; Η προσευχή θρέφει περισσότερο κι από το κρέας.
Μας είχαν ζυγώσει, κι η αναπνοή τους μύριζε ανυπόφορα σκόρδο.
— Πάμε μέσα, είπαμε, να προσκυνήσουμε.
Βιαζόμασταν να γλιτώσουμε από τους δυο τούτους σκορδο-καλόγερους.
Ήρθε ο αρχοντάρης, γαλανομάτης, με τριανταφυλλένιο δέρμα, καλοζωισμένος, πεντακάθαρος, με άσπρη μεταξωτή γενειάδα. Μας καλωσόρισε, μπήκε μπροστά, τον ακολουθήσαμε· πλούσιο Μοναστήρι, πολιτεία ολόκληρη, με ξενώνες, με φρεσκοβαμμένα πορτοπαράθυρα, με ηλεκτρικό φως, με περιβόλια απάνω από τη θάλασσα. Οι καλόγεροι είχαν τώρα σηκωθεί από την Τράπεζα, κάθουνταν απόξω από τα κελιά τους και χώνευαν στον ήλιο. Μπήκαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε τις ξακουσμένες εικόνες, την Παναγία την Παραμυθία, την Κτητόρισσα, τη Βηματάρισσα, την Αντιφωνήτρια, την Εσφαγμένη και την Ελαιοβρώτιδα. Μας άνοιξαν μια πολύτιμη λειψανοθήκη κι ασπαστήκαμε την Αγία Ζώνη της Παναγίας. Θυμήθηκα τους δυο καλόγερους που την είχαν φέρει στην Κρήτη όταν ήμουν παιδί κι έτρεχε ο λαός στην εκκλησιά του Αι-Μηνά και την προσκυνούσε· και κρατούσαν μια σακούλα οι καλόγεροι και γέμιζε ασημένια μετζίτια και λίρες και χρυσά σκουλαρίκια κι αρραβώνες· κι εγώ δεν είχα τίποτα να δώσω στη χάρη Της, έψαξα στην τσέπη μου, βρήκα ένα κοντύλι και το ’ριξα στη σακούλα.
Βγήκαμε στην αυλή, ανεβήκαμε στον ξενώνα· μας είχαν στρώσει πλούσιο τραπέζι, με όλα τα ελέη του Θεού.
— Καλά περνούμε, έκαμε ο φίλος μου που αγαπούσε το καλό φαΐ, καλά και περίκαλα, σαν καλόγεροι Βατοπεδίτες!
— Ας πιούμε στην υγειά, είπα του κακόμοιρου του Φτωχο-πρόδρομου, του λιμασμένου· με τι ζήλια αναστορούσε τα φαγιά που έτρωγαν οι ηγούμενοι στα μοναστήρια και πως έτρεχαν τα σάλια του· και πως παραπονιόταν στον αυτοκράτορά του! Θυμάσαι τους στίχους του;
— Πως δεν τους θυμούμαι:
Όταν, Άναξ, εις έννοιαν έλθω των ηγουμένων, άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας· εκείνοι γαρ χορταίνουσι τα πρώτα των ιχθύων, εμένα δε με δίδουσι θύνναν την βρωμισμένην εκείνοι το κοτζώνουσι το χιώτικον εις κόρον, ο δε δικός μου στόμαχος πάσχει από το ξίδιν!
Γέλασε· μα ευτύς ένας ίσκιος πλάκωσε το πρόσωπο του:
— Ντροπή να γελούμε, είπε· το Μοναστήρι ετούτο πλακώνει την καρδιά μου· είδες τους καλόγερους; Όλοι καλοθρεμμένοι· αν κατέβαινε πάλι ο Χριστός στη γης και τύχαινε να περάσει από το Βατοπέδι, πως θα χελιδόνιζε το φραγγέλιο απάνω από τις κεφαλές τους! Πάμε να φύγουμε...
Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2003, σ. 204-205
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
— Καλώς ορίσατε, με την ευκή του Θεού, είπαν κι άπλωσαν τα χέρια τους να τα φιλήσουμε.
— Καλά περνάτε, άγιοι πατέρες, είπε ο φίλος μου κοιτάζοντας τις κοιλιές τους και τα κόκκινα μάγουλα -δεν μπορούσε ακόμα να τους συχωρέσει που μας έδιωξαν από τον Παράδεισο.
— Απαρνηθήκαμε τον ψεύτη κόσμο και τις χαρές του, είπε ο ένας, ο ξανθογένης.
Δε μιλήσαμε· μα ο άλλος, ο μαυρογένης, πετάχτηκε:
— Τί μας κοιτάζετε και παραξενεύεστε; Η προσευχή θρέφει περισσότερο κι από το κρέας.
Μας είχαν ζυγώσει, κι η αναπνοή τους μύριζε ανυπόφορα σκόρδο.
— Πάμε μέσα, είπαμε, να προσκυνήσουμε.
Βιαζόμασταν να γλιτώσουμε από τους δυο τούτους σκορδο-καλόγερους.
Ήρθε ο αρχοντάρης, γαλανομάτης, με τριανταφυλλένιο δέρμα, καλοζωισμένος, πεντακάθαρος, με άσπρη μεταξωτή γενειάδα. Μας καλωσόρισε, μπήκε μπροστά, τον ακολουθήσαμε· πλούσιο Μοναστήρι, πολιτεία ολόκληρη, με ξενώνες, με φρεσκοβαμμένα πορτοπαράθυρα, με ηλεκτρικό φως, με περιβόλια απάνω από τη θάλασσα. Οι καλόγεροι είχαν τώρα σηκωθεί από την Τράπεζα, κάθουνταν απόξω από τα κελιά τους και χώνευαν στον ήλιο. Μπήκαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε τις ξακουσμένες εικόνες, την Παναγία την Παραμυθία, την Κτητόρισσα, τη Βηματάρισσα, την Αντιφωνήτρια, την Εσφαγμένη και την Ελαιοβρώτιδα. Μας άνοιξαν μια πολύτιμη λειψανοθήκη κι ασπαστήκαμε την Αγία Ζώνη της Παναγίας. Θυμήθηκα τους δυο καλόγερους που την είχαν φέρει στην Κρήτη όταν ήμουν παιδί κι έτρεχε ο λαός στην εκκλησιά του Αι-Μηνά και την προσκυνούσε· και κρατούσαν μια σακούλα οι καλόγεροι και γέμιζε ασημένια μετζίτια και λίρες και χρυσά σκουλαρίκια κι αρραβώνες· κι εγώ δεν είχα τίποτα να δώσω στη χάρη Της, έψαξα στην τσέπη μου, βρήκα ένα κοντύλι και το ’ριξα στη σακούλα.
Βγήκαμε στην αυλή, ανεβήκαμε στον ξενώνα· μας είχαν στρώσει πλούσιο τραπέζι, με όλα τα ελέη του Θεού.
— Καλά περνούμε, έκαμε ο φίλος μου που αγαπούσε το καλό φαΐ, καλά και περίκαλα, σαν καλόγεροι Βατοπεδίτες!
— Ας πιούμε στην υγειά, είπα του κακόμοιρου του Φτωχο-πρόδρομου, του λιμασμένου· με τι ζήλια αναστορούσε τα φαγιά που έτρωγαν οι ηγούμενοι στα μοναστήρια και πως έτρεχαν τα σάλια του· και πως παραπονιόταν στον αυτοκράτορά του! Θυμάσαι τους στίχους του;
— Πως δεν τους θυμούμαι:
Όταν, Άναξ, εις έννοιαν έλθω των ηγουμένων, άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας· εκείνοι γαρ χορταίνουσι τα πρώτα των ιχθύων, εμένα δε με δίδουσι θύνναν την βρωμισμένην εκείνοι το κοτζώνουσι το χιώτικον εις κόρον, ο δε δικός μου στόμαχος πάσχει από το ξίδιν!
Γέλασε· μα ευτύς ένας ίσκιος πλάκωσε το πρόσωπο του:
— Ντροπή να γελούμε, είπε· το Μοναστήρι ετούτο πλακώνει την καρδιά μου· είδες τους καλόγερους; Όλοι καλοθρεμμένοι· αν κατέβαινε πάλι ο Χριστός στη γης και τύχαινε να περάσει από το Βατοπέδι, πως θα χελιδόνιζε το φραγγέλιο απάνω από τις κεφαλές τους! Πάμε να φύγουμε...
Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2003, σ. 204-205
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου