Ο πολιτικός λόγος για την κρίση ανακυκλώνεται με αντίστοιχη ένταση ανάλογα με την κρισιμότητα της κατάστασης που βιώνουμε και γίνεται όλο και περισσότερο «διδακτικός», όταν δεν είναι απλά «παρηγορητικός»: «Θα τα καταφέρουμε με μεγαλύτερες θυσίες, πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε περισσότερο και εντονότερα», λέγεται, και τούτο σημαίνει ότι χρειάζονται μεγαλύτερες θυσίες με πεποίθηση και αυταπάρνηση, με απώλεια πλέον όχι μόνο της περασμένης ευημερίας, αλλά ακόμη και της επάρκειας για την καθημερινή διαβίωση. Έτσι, ξαφνικά ο πολίτης ανακαλύπτει ότι οι θυσίες που έκανε μέχρι χθες δεν είναι αρκετές, η κατάσταση δεν άλλαξε, γι΄ αυτό θα πρέπει να συνεχίσει αύριο με μεγαλύτερες, σίγουρα περισσότερο αιματηρές, μιας και ότι «θα ματώσουμε» ακούγεται όλο και πιο συχνά ως μία απειλητική βεβαιότητα. Ο «παρηγορητικός» πολιτικός λόγος είναι, ταυτόχρονα, και «διδακτικός» γιατί υποδεικνύει τα λάθη που (όλοι μαζί;) κάναμε στο παρελθόν, την έξοδο από την κρίση που θα έρθει, τα πρωτογενή πλεονάσματα που αναμένονται και την ελπίδα που πρέπει να μένει ζωντανή.
Στα παραπάνω υπάρχει ένα «μικρό» πρόβλημα. Σε όλη αυτή την περίοδο της κρίσης δεν (εισ)ακούστηκε ο λόγος των πολιτών, αλλά καταγράφηκε μόνο ο πολιτικός ή ο δημόσιος λόγος, ένας λόγος προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τα χειρότερα. Η φωνή της κοινωνίας σε κρίση διαμεσολαβήθηκε από τα πλέον απίθανα ηχεία, αλλά δεν αρθρώθηκε με δύναμη τελικά, παρά το γεγονός ότι είναι τόσο έντονη και διάχυτη στην καθημερινή ζωή.
Αναρωτιέμαι γιατί; Ίσως, γιατί ορισμένοι δεν θέλησαν να ακούσουν και να μεταφράσουν πολιτικά αυτά που οι πολίτες φοβούνται, τονίζουν και διεκδικούν καιρό τώρα. Ίσως γιατί κάποιοι άλλοι φρόντισαν να απονομιμοποιήσουν για καιρό την όποια φωνή διαμαρτυρίας, καταλογίζοντας μεγάλο μερίδιο ευθύνης στους ίδιους τους πολίτες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Ίσως, τελικά, γιατί οι ψευδαισθήσεις διατηρήθηκαν περισσότερο από το επιτρεπτό εξ΄ αιτίας της παροιμιώδους αισιοδοξίας του Έλληνα.
Ίσως για όλα αυτά, αλλά και για ένα ακόμα λόγο: Η κρίση εμπεριέχει μία κατεξοχήν πολιτική χρήση για τα ίδια τα πολιτικά υποκείμενα που τη διαχειρίζονται, γιατί προσφέρει ένα λόγο προοπτικό, μία νέα αλήθεια. Αυτή η αλήθεια, όπως μας έχει δείξει, με άλλες αφορμές, ο Φουκώ, δεν χρειάζεται να επαληθευθεί. Υπάρχει γιατί αντλεί το ηθικό της υπόβαθρο από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που βιώνει η χώρα, από την τριβή με τα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα, από τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν επειγόντως, αλλά και από τον ευαγγελισμό μίας ελπίδας για το μέλλον. Υπάρχει, γιατί καταλαμβάνει μια αυτονόητη πολιτική θέση ενόψει του διλλήματος «επιβίωση ή χρεοκοπία». Η νέα αλήθεια και ο κίνδυνος του χάους φαίνεται να έχουν καταδικάσει τους πολίτες σε αφωνία.
Εντούτοις, στη συλλογική συνείδηση αρχίζει και καταγράφεται με σαφήνεια ότι δεν ζούμε όλοι στην ίδια Ελλάδα ή καλύτερα ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει η Ελλάδα όσων για χρόνια συμμετείχαν στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου και από την άλλη, όσων σιτίζονταν από τα ψιχία μιας δάνειας ανάπτυξης. Η Ελλάδα όσων επί δεκαετίες πλημμύρισαν τους ανά τον κόσμο φορολογικούς παραδείσους, αποφεύγοντας την εγχώρια φορολόγηση και η άλλη, αυτή των πολλών που ανέμεναν το εκκαθαριστικό της εφορίας για να προγραμματίσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους. Η Ελλάδα όσων παρήγαγαν την κρίση και η άλλη Ελλάδα όσων υπηρέτησαν το δημόσιο συμφέρον. Η Ελλάδα των ομοτράπεζων της όποιας εναλλασσόμενης εξουσίας και ηγεσίας και η Ελλάδα όσων δεν πήγαν ποτέ σε κανένα «πάρτυ». Η Ελλάδα των θεωρητικών της θυσίας και η άλλη Ελλάδα, η οποία μεταβλήθηκε σε λίγους μήνες σε Ιφιγένεια της κρίσης. Η Ελλάδα των επαγγελματιών των πάσης φύσεως κονδυλίων και προγραμμάτων και η άλλη Ελλάδα της «μαθητείας» και της υποκατάστασης της ανεργίας με βραχύχρονες πελατειακές υποσχέσεις. Η Ελλάδα, τέλος, των υπουργών και των αξιωματούχων, οι οποίοι ακόμη και σήμερα σχολιάζουν ως παρατηρητές την πραγματικότητα αντί να την αλλάζουν και η άλλη Ελλάδα των μισθωτών και των συνταξιούχων που την υφίστανται.
Τη στιγμή που πολλές από τις βεβαιότητες του παρελθόντος καταρρέουν, το σίγουρο είναι ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο αυτές Ελλάδες παραμένει, βαθαίνει και μεγαλώνει. Είναι αυτή που σπάει καθημερινά την αφωνία των πολιτών και μετατρέπει την αγανάκτηση σε πολιτική συνειδητοποίηση. Αν κάποιοι επένδυσαν στην πολιτική αφασία της κοινωνίας για την επιβίωση του συστήματος, η κοινωνία τους αποδεικνύει ότι έχει αρχίσει να αντιδρά. Και φαίνεται ότι αυτή τη φορά θα αναγκαστούν να την ακούσουν.
O Θοδωρής Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
http://www.aixmi.gr
Στα παραπάνω υπάρχει ένα «μικρό» πρόβλημα. Σε όλη αυτή την περίοδο της κρίσης δεν (εισ)ακούστηκε ο λόγος των πολιτών, αλλά καταγράφηκε μόνο ο πολιτικός ή ο δημόσιος λόγος, ένας λόγος προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τα χειρότερα. Η φωνή της κοινωνίας σε κρίση διαμεσολαβήθηκε από τα πλέον απίθανα ηχεία, αλλά δεν αρθρώθηκε με δύναμη τελικά, παρά το γεγονός ότι είναι τόσο έντονη και διάχυτη στην καθημερινή ζωή.
Αναρωτιέμαι γιατί; Ίσως, γιατί ορισμένοι δεν θέλησαν να ακούσουν και να μεταφράσουν πολιτικά αυτά που οι πολίτες φοβούνται, τονίζουν και διεκδικούν καιρό τώρα. Ίσως γιατί κάποιοι άλλοι φρόντισαν να απονομιμοποιήσουν για καιρό την όποια φωνή διαμαρτυρίας, καταλογίζοντας μεγάλο μερίδιο ευθύνης στους ίδιους τους πολίτες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Ίσως, τελικά, γιατί οι ψευδαισθήσεις διατηρήθηκαν περισσότερο από το επιτρεπτό εξ΄ αιτίας της παροιμιώδους αισιοδοξίας του Έλληνα.
Ίσως για όλα αυτά, αλλά και για ένα ακόμα λόγο: Η κρίση εμπεριέχει μία κατεξοχήν πολιτική χρήση για τα ίδια τα πολιτικά υποκείμενα που τη διαχειρίζονται, γιατί προσφέρει ένα λόγο προοπτικό, μία νέα αλήθεια. Αυτή η αλήθεια, όπως μας έχει δείξει, με άλλες αφορμές, ο Φουκώ, δεν χρειάζεται να επαληθευθεί. Υπάρχει γιατί αντλεί το ηθικό της υπόβαθρο από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που βιώνει η χώρα, από την τριβή με τα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα, από τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν επειγόντως, αλλά και από τον ευαγγελισμό μίας ελπίδας για το μέλλον. Υπάρχει, γιατί καταλαμβάνει μια αυτονόητη πολιτική θέση ενόψει του διλλήματος «επιβίωση ή χρεοκοπία». Η νέα αλήθεια και ο κίνδυνος του χάους φαίνεται να έχουν καταδικάσει τους πολίτες σε αφωνία.
Εντούτοις, στη συλλογική συνείδηση αρχίζει και καταγράφεται με σαφήνεια ότι δεν ζούμε όλοι στην ίδια Ελλάδα ή καλύτερα ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει η Ελλάδα όσων για χρόνια συμμετείχαν στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου και από την άλλη, όσων σιτίζονταν από τα ψιχία μιας δάνειας ανάπτυξης. Η Ελλάδα όσων επί δεκαετίες πλημμύρισαν τους ανά τον κόσμο φορολογικούς παραδείσους, αποφεύγοντας την εγχώρια φορολόγηση και η άλλη, αυτή των πολλών που ανέμεναν το εκκαθαριστικό της εφορίας για να προγραμματίσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους. Η Ελλάδα όσων παρήγαγαν την κρίση και η άλλη Ελλάδα όσων υπηρέτησαν το δημόσιο συμφέρον. Η Ελλάδα των ομοτράπεζων της όποιας εναλλασσόμενης εξουσίας και ηγεσίας και η Ελλάδα όσων δεν πήγαν ποτέ σε κανένα «πάρτυ». Η Ελλάδα των θεωρητικών της θυσίας και η άλλη Ελλάδα, η οποία μεταβλήθηκε σε λίγους μήνες σε Ιφιγένεια της κρίσης. Η Ελλάδα των επαγγελματιών των πάσης φύσεως κονδυλίων και προγραμμάτων και η άλλη Ελλάδα της «μαθητείας» και της υποκατάστασης της ανεργίας με βραχύχρονες πελατειακές υποσχέσεις. Η Ελλάδα, τέλος, των υπουργών και των αξιωματούχων, οι οποίοι ακόμη και σήμερα σχολιάζουν ως παρατηρητές την πραγματικότητα αντί να την αλλάζουν και η άλλη Ελλάδα των μισθωτών και των συνταξιούχων που την υφίστανται.
Τη στιγμή που πολλές από τις βεβαιότητες του παρελθόντος καταρρέουν, το σίγουρο είναι ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο αυτές Ελλάδες παραμένει, βαθαίνει και μεγαλώνει. Είναι αυτή που σπάει καθημερινά την αφωνία των πολιτών και μετατρέπει την αγανάκτηση σε πολιτική συνειδητοποίηση. Αν κάποιοι επένδυσαν στην πολιτική αφασία της κοινωνίας για την επιβίωση του συστήματος, η κοινωνία τους αποδεικνύει ότι έχει αρχίσει να αντιδρά. Και φαίνεται ότι αυτή τη φορά θα αναγκαστούν να την ακούσουν.
O Θοδωρής Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
http://www.aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου