Toυ Δημητριου X. Παξινου*
«Πρόσεξε, θα σε δώσω στους τσιγγάνους», ήταν μία από τις απειλές των γονιών στα άτακτα παιδιά, μαζί δε με μια σειρά άλλων προκαταλήψεων, υψώθηκε τείχος αδιαπέραστο, ακόμη αξεπέραστο. Σε κάθε πόλη, μικρή ή μεγάλη, υπήρχε και μία ομάδα τσιγγάνων που αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς και που συνήθως έστηνε τη σκηνή, τα τσαντίρια σε ανοιχτούς χώρους, εκτός κέντρου, μέχρις ότου εκδιωχθούν και μεταφέρουν όλα τα υπάρχοντά τους και την πραμάτεια τους αλλού.
Δύσκολη η επαφή μαζί τους, αφού εκτός από ανέστιοι, δεν εγγράφονταν στα δημοτολόγια, πόσω μάλλον στα σχολεία και στην ουσία ήταν ανύπαρκτοι για την Πολιτεία. Μία άλλη ξεχωριστή κοινωνία, αποκλεισμένη, ακόμη και τώρα σε μεγάλο βαθμό από τον υπόλοιπο κόσμο. Εχουν βέβαια γίνει βήματα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσής τους, της στέγασής τους, της φροντίδας, της εκπαίδευσής τους, της περίθαλψής τους, αλλά ακόμη εξακολουθούν να υπάρχουν οι διαχωριστικές γραμμές, τα τείχη και η προκατάληψη.
«Δεν μπορούν να ενταχθούν». Τους αρέσει να ζουν «έτσι», λένε όσοι βολεύονται από την κατάσταση αυτή και όσοι (είναι πολλοί) εξακολουθούν να βλέπουν κατώτερες φυλές για να ανεβάζουν το εγώ τους και την φιλαυτία τους. Προσπαθείς να τους πείσεις ότι κι αυτοί που τους αρέσει η περιπλάνηση, θα προτιμούσαν αντί να ζουν μέσα στην βρωμιά και τη δυστυχία, να έχουν τα στοιχειώδη, τα απαραίτητα, να μάθουν γράμματα, να ζουν σε υγιεινές συνθήκες. Αλλά ματαίως. Η έλλειψη ενημέρωσης, παιδείας, δημιουργεί και ενισχύει, ιδιαίτερα σε χαλεπούς οικονομικά καιρούς, αυτούς τους διαχωρισμούς, την περιθωριοποίηση. Τους θυμούνται όμως παραμονές εκλογών οι υποψήφιοι άρχοντες, εξαγοράζοντας την ψήφο τους, περιχαρείς που πρόλαβαν τους άλλους υποψήφιους, αφού ο λόγος τους, ιδιαίτερα του αρχηγού, είναι ισχυρός.
Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι και πλέον, ένας ικανός αριθμός τσιγγάνων έχει οργανωθεί, έχει προκόψει και δεν διαφέρει από τους υπόλοιπους συμπολίτες. Είναι δίπλα μας και πιθανότατα διατηρούν κάποια από τα έθιμα της φυλής τους. Εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, στρατιωτικές και μη, και διεκδικούν τα δικαιώματά τους, ως οργανωμένη κοινωνία. Υπάρχει όμως ακόμη η άλλη μεγάλη κατηγορία που εξακολουθεί να είναι «γκετοποιημένη», κοινωνικά ανασφαλής και ρέπουσα συνήθως στην μικροεγκληματικότητα, αλλά και στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, σ’ ορισμένες άβατες περιοχές.
Κάθε κοινωνική κατηγορία, κάθε φυλή, έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τις αρετές και τα ελαττώματά της, τα συν και τα πλην και το θέμα είναι οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, αυτές που μειονεκτούν, να τυγχάνουν ειδικής μέριμνας έτσι ώστε σταδιακά να εντάσσονται ομαλά στο κοινωνικό σύνολο και να προσφέρουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες.
Προς την κατεύθυνση αυτή, η Ε. Ε. έχει διαθέσει τεράστια κονδύλια για την αποκατάστασή τους, την εκπαίδευσή τους, την εγκατάστασή τους σε οικισμούς. Συγκεκριμένα, για την κοινωνικοοικονομική τους ένταξη διατέθηκαν 12,5 εκατ. ευρώ, ενώ κάθε χρόνο διατίθενται 30 εκατ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό τα οποία προφανώς κατασπαταλώνται. Ευτυχώς υπάρχουν λίγοι δήμαρχοι που αξιοποίησαν τα ποσά αυτά για τους σκοπούς αυτούς, όμως το πρόβλημα παραμένει, όπως και σ’ άλλες χώρες, αφού αντιμετωπίζονται ως παρίες, απόβλητοι, επικίνδυνοι. Είναι όμως λιγότερο επικίνδυνοι, απ’ όλους αυτούς που με τον «καθωσπρεπισμό» τους κατόρθωσαν μέσα από το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα να διαπράξουν σωρεία ποινικών αδικημάτων, αρπάζοντας και λεηλατώντας τεράστια κοινοτικά ποσά, που δόθηκαν για την ανάπτυξη του τόπου και κατέληξαν στις τσέπες όλων αυτών που σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές μας.
Παντού και πάντα υπήρχε μια προκατάληψη για άλλες φυλές, άλλες εθνότητες, άλλες θρησκείες, που θεριεύει σε δύσκολες εποχές, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και αναζητούμε εναγωνίως εξιλαστήρια θύματα, αποδιοπομπαίους τράγους, λησμονώντας τις πραγματικές αιτίες, τη σήψη και τη διαφθορά που έχει διαπεράσει τον κοινωνικό ιστό με κύρια την ευθύνη όσων ανέλαβαν να μας σώσουν κατά διαστήματα, σε αγαστή σύμπνοια και πολυπλόκαμη διαπλοκή με παντός είδους «επιχειρηματίες».
Με την απαραίτητη αλλά ξεχασμένη ενδοσκόπηση, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τις αιτίες της τόσο άσχημης κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, για την οποία βεβαίως δεν φταίνε οι τσιγγάνοι, και να αποπειραθούμε την διόρθωσή τους.
* Ο κ. Δημήτριος Χ. Παξινός είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_31/10/2010_420692
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου