Ακόμη και στην Ελλάδα, σε πολλά σχολεία το κλασικό βιβλίο τείνει να καταργηθεί. Η γεμάτη βιβλία, τετράδια και κασετίνες βαριά τσάντα, που τα παιδιά με κόπο κουβαλούσαν, εγκαταλείπεται για χάρη ενός πολύ μικρότερου και πρακτικότερου tablet ή e-reader όπως το Kindle.
Πολλοί γονείς εκτιμούν αυτή την εξέλιξη, θεωρώντας ότι τα παιδιά τους αφομοιώνουν από πολύ μικρή ηλικία την τεχνολογία και δεν χρειάζεται να κινδυνεύουν από σκολίωση, λόγω της βαριάς σάκας. Άλλοι σοκάρονται, ίσως επειδή φοβούνται την αλλαγή και την ανατροπή όσων γνωρίζουν. Γεγονός πάντως είναι ότι υπάρχει ένα μείζον ερώτημα: Πώς ακριβώς επηρεάζει η τεχνολογία τον τρόπο που διαβάζουμε; Πόσο και πώς διαφέρει το διάβασμα μέσω οθόνης από το διάβασμα σε χαρτί, ειδικότερα εάν πρόκειται για μελέτη αρκετών ωρών;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η τεχνολογία κερδίζει έδαφος, ότι πλέον μπορούμε να διαβάσουμε τα πάντα μέσω του tablet ή ακόμη και μέσω του κινητού μας. Μήπως όμως, έτσι δεν διαβάζουμε το ίδιο προσεκτικά και σε βάθος; Αντιδρά διαφορετικά ο εγκέφαλος όταν διαβάζει κανείς σε οθόνη από ότι σε χαρτί; Ή μήπως όλες αυτές οι ανησυχίες είναι υπερβολικές;
Επιστήμονες ασχολούνται με αυτό το θέμα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με εκατοντάδες έρευνες από ψυχολόγους, ειδικούς της πληροφορικής, κλπ. Η πλάστιγγα δεν έχει γείρει ακόμη. Οι έρευνες προ του 1992 κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι με την οθόνη διαβάζει κανείς πιο αργά, με λιγότερη προσοχή και συνοχή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως, οι έρευνες αρχίζουν να διχάζονται. Οι περισσότερες επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα συμπεράσματα, αλλά αρκετές πλέον διαφωνούν. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι αν και περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να προτιμά το χαρτί - ειδικότερα αν πρόκειται για εντατικό διάβασμα – η αντίδραση στα tablet και το ηλεκτρονικό διάβασμα αλλάζει. Στις ΗΠΑ, τα ηλεκτρονικά βιβλία αντιστοιχούν πλέον σχεδόν στο 20% των πωλήσεων βιβλίων.
Ακόμη κι έτσι όμως, τα πειράματα σε εργαστήρια, οι δημοσκοπήσεις και οι καταναλωτικές έρευνες υποδεικνύουν ότι οι οθόνες και το ηλεκτρονικό διάβασμα δεν δημιουργούν την ίδια εμπειρία διαβάσματος που δημιουργεί το χαρτί και που πολύς κόσμος αποζητά. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες δυσκολίες πλοήγησης μπορεί να εμποδίσουν την ανάγνωση και την κατανόηση του γραπτού λόγου. Οι οθόνες, σε σύγκριση με το χαρτί, ενδέχεται να απαιτούν περισσότερη νοητική προσπάθεια και να δυσκολεύουν την απομνημόνευση των όσων διαβάζουμε.
Ένας ακόμη παράγοντας έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα διαφορετικά μέσα. Συνειδητά ή όχι, πολύς κόσμος προσεγγίζει τους υπολογιστές και τα tablets με μία νοητική προδιάθεση λιγότερη ευνοϊκή για μάθηση από ότι το έντυπο βιβλίο.
Για να κατανοήσουμε τις διαφορές ανάμεσα στην ανάγνωση έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου, θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς μεταφράζει ο εγκέφαλος το γραπτό λόγο. Θεωρούμε ότι το διάβασμα είναι μία εγκεφαλική δραστηριότητα που ασχολείται με το αφηρημένο – με σκέψεις και ιδέες, τόνο και θέματα, μεταφορές και μοτίβα. Σε ό,τι αφορά τον εγκέφαλό μας όμως, το κείμενο είναι απτό μέρος του φυσικού κόσμου στον οποίο κατοικούμε. Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα γράμματα ως φυσικά αντικείμενα επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να τα κατανοήσει. Δεν γεννηθήκαμε με εγκεφαλικά κυκλώματα αφιερωμένα στο διάβασμα. Το ανθρώπινο είδος δεν ήξερε εξ' αρχής να διαβάζει. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αυτοσχεδιάζει δημιουργώντας νέα κυκλώματα για το διάβασμα, ενώνοντας διάφορες περιοχές του νευρολογικού ιστού που ήταν αφιερωμένες σε άλλες ικανότητες, όπως ο προφορικός λόγος, ο συντονισμός της κίνησης και η όραση.
Ορισμένες από αυτές τις αναδημιουργημένες περιοχές του εγκεφάλου εξειδικεύονται στην αναγνώριση αντικειμένων – είναι δίκτυα νευρώνων που μας βοηθούν , για παράδειγμα, να ξεχωρίζουμε αυτομάτως ένα μήλο από ένα πορτοκάλι, αλλά να τα κατηγοριοποιούμε και τα δύο ως φρούτα. Όπως ακριβώς μαθαίνουμε ότι ορισμένα στοιχεία – η στρογγυλάδα, η λεία φλούδα, το κόκκινο χρώμα – χαρακτηρίζουν το μήλο, έτσι μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα γράμματα από τον ειδικό σχηματισμό γραμμών, καμπύλων και κενών σημείων. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιλαμβάνεται λοιπόν τα γράμματα ως συγκεκριμένα αντικείμενα, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι σε ορισμένες από τις πρώτες μορφές γραφής, όπως στη σουμεριακή γλώσσα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τις εικόνες των αντικειμένων.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος χειρίζεται λοιπόν τα γράμματα ως αντικείμενα και ένα κείμενο συνολικά ως φυσικό τοπίο. Όταν διαβάζουμε, δημιουργούμε μία νοητική εκπροσώπηση του κειμένου όπου το νόημα συνδέεται με μία συγκεκριμένη μορφή/δομή. Δεν είναι ακόμη σαφές πώς δημιουργείται αυτή η δομή, αλλά είναι αντίστοιχη με τη διαδικασία που δημιουργείται για να αναγνωρίσουμε το έδαφος – όπως βουνά και λίμνες και χώρους που έχουν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο, όπως διαμερίσματα και γραφεία. Έρευνες αναφέρουν ότι όταν θέλουμε να θυμηθούμε μία συγκεκριμένη πληροφορία που πήραμε γραπτώς, προσπαθούμε να ανασύρουμε στη μνήμη μας σε ποιο ακριβώς σημείο τη διαβάσαμε. Όπως ακριβώς θυμόμαστε έναν δρόμο από τα «σημάδια» που βάζουμε, έτσι ακριβώς θυμόμαστε ότι διαβάσαμε, για παράδειγμα, μία πληροφορία στο αριστερό κάτω μέρος της σελίδας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα έντυπα βιβλία έχουν πιο εμφανή «τοπογραφία» από ότι το κείμενο της οθόνης. Σε ένα βιβλίο υπάρχει η αριστερή και η δεξιά σελίδα και 8 γωνίες που προσανατολίζουν τον αναγνώστη. Επίσης, ο αναγνώστης μπορεί να επικεντρώνεται σε μία σελίδα χωρίς να χάνει από τα μάτια του το σύνολο του κειμένου. Βλέπει που αρχίζει και που τελειώνει το κείμενο και σε ποιο σημείο διαβάζει σε σχέση με το σύνολο του βιβλίου. Μπορεί να αισθάνεται ακόμη και το πάχος των σελίδων που κρατά από τη μία πλευρά και να το συγκρίνει με το πάχος των σελίδων που του μένουν ακόμη να διαβάσει. Και το γύρισμα της κάθε σελίδας μπορεί να παρομοιαστεί με το ίχνος που αφήνουμε σε ένα μονοπάτι. Υπάρχει ρυθμός και ορατή καταγραφή του πόσο μακριά έχουμε προχωρήσει. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν το βιβλίο πιο εύκολα πλοηγήσιμο, καθώς δημιουργείται ένας συνεκτικός νοητικός χάρτης του κειμένου.
Αντιθέτως, στις περισσότερες οθόνες, τα ηλεκτρονικά βιβλία, τα tablets και τα smartphones η πλοήγηση του κειμένου γίνεται διαισθητικά, γεγονός που δεν επιτρέπει στους αναγνώστες να χαρτογραφήσουν νοητικά το ταξίδι τους στο γραπτό κείμενο. Ο αναγνώστης ενός ψηφιακού κειμένου μπορεί να κάνει scroll down σε μία απρόσκοπτη ροή λέξεων, να προχωρά μία σελίδα μπρος ή πίσω με ένα κλικ ή να χρησιμοποιήσει τη λειτουργία «αναζήτηση» για να εντοπίσει ένα συγκεκριμένο σημείο του κειμένου. Κατ’ αναλογία, φανταστείτε εάν το Google maps επέτρεπε στον επισκέπτη να πλοηγείται σε όλους τους δρόμους, να εντοπίζει συγκεκριμένες διευθύνσεις, αλλά δεν του επέτρεπε να ζουμάρει ώστε να δει τη συγκεκριμένη γειτονιά, πόλη ή χώρα. Αν και τα περισσότερα e-readers, όπως το Kindle, και tablets, όπως το iPad, αναπαράγουν τη σελιδοποίηση – ορισμένες φορές απολύτως ολοκληρωμένη, με αρίθμηση, επικεφαλίδα και φωτογραφία σε κάθε σελίδα – η οθόνη μπορεί να δείχνει μόνο μία εικονική σελίδα ανά φορά. Τη βλέπεις και μετά εξαφανίζεται. Αντί να χαράζεις μόνος σου το μονοπάτι στο ταξίδι του διαβάσματος, οι λεπτομέρειες σε προσπερνούν σε μια στιγμή, χωρίς να μένει κανένα ίχνος από ότι προηγήθηκε και κανένας τρόπος να μαντέψεις τι βρίσκεται μπροστά.
Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2013, η Anne Mangen, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Stavanger της Νορβηγίας και οι συνάδελφοί της, ζήτησαν από 72 μαθητές λυκείου να διαβάσουν ένα συγκεκριμένο κείμενο 1.500 λέξεων σε χαρτί και σε αρχείο pdf σε υπολογιστή με οθόνη LDC 15 ιντσών. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη διάβασε το κείμενο σε χαρτί και η δεύτερη ηλεκτρονικά. Η δεύτερη ομάδα είχε λίγο χειρότερες επιδόσεις στις μετέπειτα ερωτήσεις για την κατανόηση του κειμένου. Κατά τη Mangen, η ειδοποιός διαφορά είναι η ευκολία με την οποία στο έντυπο βιβλίο μπορεί κανείς να βρει την αρχή, το τέλος και όλα τα ενδιάμεσα στάδια, να αναζητήσει παραπομπές ή να ανατρέξει σε προηγούμενα κομμάτια του κειμένου για νέες αναφορές.
Άλλες έρευνες αναφέρουν δύο ακόμη στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτά τα συμπεράσματα: Το γεγονός της έκπληξης και την αίσθηση του ελέγχου. Οι περισσότεροι αναγνώστες θέλουν να ανατρέξουν σε προηγούμενες σελίδες του έντυπου βιβλίου όταν προκύψει μία σκηνή ή μία πρόταση που σχετίζεται με κάτι που διάβασαν νωρίτερα. Άλλοι πάλι, θέλουν να ρίξουν μια κλεφτή ματιά στις επόμενες σελίδες για να ξέρουν τις τους περιμένει. Σε ότι αφορά τον έλεγχο, αρκετοί αναγνώστες αναφέρουν ότι θέλουν να «πειράζουν» το έντυπο βιβλίο: Να μαρκάρουν με χρωματιστό μαρκαδόρο συγκεκριμένα σημεία, να γράφουν σημειώσεις στο περιθώριο του κειμένου ή ακόμη και να τσακίζουν κάποιες σελίδες. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι περισσότεροι αναφέρουν ότι όταν πραγματικά θέλουν να εντρυφήσουν σε ένα βιβλίο, προτιμούν να το διαβάσουν σε έντυπη μορφή. Έρευνα που έγινε το 2008 σε νεότερους ανθρώπους – που γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 2000 - από το Salve Regina University του Rhode Island των Η.Π.Α., καταλήγει ότι ακόμη και εκείνοι προτιμούν «το πατροπαράδοτο έντυπο» όταν πρόκειται για βιβλίο.
Ακόμη και η αίσθηση της αφής παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ότι θα νόμιζε κανείς. Ένα κείμενο που εμφανίζεται σε μία οθόνη υπολογιστή, είναι μία εικόνα εφήμερη που σε λίγο θα εξαφανιστεί. Στο έντυπο βιβλίο όμως, νιώθει κανείς το χαρτί, τη μυρωδιά του μελανιού, ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο όταν γυρίζει η σελίδα. Κι όταν μαρκάρει ή υπογραμμίζει μία πρόταση ή μια λέξη, γνωρίζει ότι είναι κάτι μόνιμο γιατί στο έντυπο δεν υπάρχει «undo». Ακόμη και το βάρος έχει σημασία. Με το ηλεκτρονικό διάβασμα, όλα τα βιβλία έχουν το ίδιο βάρος είτε πρόκειται για έπος, είτε για μικρό διήγημα.
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του έντυπου και του ηλεκτρονικού βιβλίου. Για κάποιους, ο τρόπος που δείχνουν, μυρίζουν, ζυγίζουν, νιώθουν τα βιβλία είναι πολύ σημαντικός. Για άλλους, η ευκολία του φορητού tablet είναι ανυπολόγιστη.
Πέρα από την κατανόηση του κειμένου, υπάρχει και το θέμα της μακροπρόθεσμης μνήμης.Σε μια μελέτη του 2003, η Kate Garland του Πανεπιστημίου του Leicester και οι συνεργάτες της ζήτησαν σε 50 Βρετανούς φοιτητές να διαβάσουν υλικό μελέτης από ένα εισαγωγικό μάθημα οικονομικών, είτε σε μια οθόνη υπολογιστή είτε σε έντυπο φυλλάδιο. Μετά από 20 λεπτά ανάγνωσης, η Garland και οι συνεργάτες της έθεσαν τους μαθητές σε διαδικασία ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών. Και οι δύο ομάδες απέδωσαν το ίδιο καλά. Υπήρχε, όμως, διαφορά στον τρόπο που θυμούνταν τις πληροφορίες.
Προβλήματα στην όραση
Υπάρχει βεβαίως και το θέμα των προβλημάτων στην όραση. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το ηλεκτρονικό διάβασμα είναι περισσότερο σωματικά και διανοητικά απαιτητικό. Υπάρχουν οθόνες που αντανακλούν το φως του περιβάλλοντος ακριβώς όπως ένα βιβλίο σε χαρτί, αλλά και οθόνες υπολογιστών, smartphones και tablets, οι οποίες εκπέμπουν φως απευθείας στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ανάλογα με το μοντέλο της συσκευής, το εκτυφλωτικό φως, που μπορεί και να τρεμοπαίζει μπορεί να κουράσει τα μάτια. Οι οθόνες LCD είναι σίγουρα πιο ήπιες στα μάτια από εκείνες με καθοδικούς σωλήνες (CRT), αλλά η παρατεταμένη ανάγνωση σε γυαλιστερές, αυτο-φωτιζόμενες οθόνες μπορεί να προκαλέσει καταπόνηση των ματιών, πονοκεφάλους και θολή όραση. Τέτοια συμπτώματα αναφέρουν περίπου το 70% των ανθρώπων που εργάζονται πολλές ώρες μπροστά από υπολογιστές, ενώ η Αμερικανική Ένωση Οπτομετρών αναγνωρίζει επίσημα το Σύνδρομο Υπολογιστή.
Όλα αυτά όμως, μπορεί να αλλάξουν καθώς η τεχνολογία βελτιώνεται. Μέχρι σήμερα, πολλοί μηχανικοί, σχεδιαστές και user-interface ειδικοί εργάζονται σκληρά για να κάνουν την ανάγνωση σε e-reader ή tablet να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με την ανάγνωση σε έντυπο. Το E-ink μοιάζει με χημικό μελάνι και η απλή διάταξη της οθόνης του Kindle μοιάζει με μια σελίδα σε ένα χαρτόδετο βιβλίο. Ομοίως, το iBook της Apple προσπαθεί να προσομοιώσει τη συνολική αισθητική των εντύπων βιβλίων. Ο Jaejeung Kim του ινστιτούτου πληροφορικής KAIST στη Νότια Κορέα και οι συνεργάτες του έχουν σχεδιάσει ένα καινοτόμο και ακυκλοφόρητο interface που κάνει τα iBook να μοιάζουν πρωτόγονα. Στο περιβάλλον εργασίας του, μπορεί κανείς να δει το πλήθος των σελίδων που έχει διαβάσει στην αριστερή πλευρά του και όλες τις μη αναγνωσμένες σελίδες στη δεξιά πλευρά, σαν να κρατά στα χέρια του ένα χαρτόδετο βιβλίο. Ο αναγνώστης μπορεί να γυρίσει επίσης δέσμες σελίδων με μια κίνηση του δακτύλου.
Η πρόοδος της τεχνολογίας
Γιατί όμως, να παλεύει η πληροφορική να αντιγράψει μία πανάρχαια δραστηριότητα, όπως η ανάγνωση σε έντυπο; Γιατί να μην διατηρηθεί το έντυπο βιβλίο και να εξελιχθεί η οθόνη ανάγνωσης σε κάτι εντελώς διαφορετικό;
Οι οθόνες, προφανώς, προσφέρουν μία αναγνωστική εμπειρία που το έντυπο δεν μπορεί να προσφέρει. Το scroll down μπορεί να μην είναι ο ιδανικός τρόπος για να περιηγηθεί κανείς σε ένα κείμενο τόσο πυκνό όπως ο Moby Dick, αλλά για έντυπα όπως οι New York Times, η Washington Post, το ESPN και άλλα ενημερωτικά μέσα, έχουν δημιουργηθεί καλαίσθητοι και εξαιρετικοί οπτικοί σχεδιασμοί που εξαρτώνται εξ' ολοκλήρου από το scroll down και δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν στο έντυπο. Υπάρχουν αμέτρητα εργαλεία και αναγνώσματα που δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν εξίσου καλά σε έντυπη μορφή, όπως ορισμένα Web κόμικς και infographics. Πλέον, υπάρχουν νέες εταιρείες ηλεκτρονικών εκδόσεων όπως η Atavist, για αναγνώστες tablet, με δημοσιογραφικά κείμενα στα οποία ενσωματώνονται διαδραστικά γραφικά, χάρτες, χρονοδιαγράμματα, κίνηση και ήχος. Και μερικοί συγγραφείς συνεργάζονται με τους προγραμματιστές υπολογιστών για να παράγουν όλο και πιο εξελιγμένη διαδραστική μυθοπλασία και πεζό λόγο στον οποίο επιλέγει κανείς τι διαβάζει, ακούει και βλέπει.
Όταν πρόκειται για εντατική ανάγνωση μεγάλων κειμένων το έντυπο και το μελάνι μπορεί να εξακολουθούν να έχουν το πλεονέκτημα. Αλλά το έντυπο σίγουρα δεν είναι πλέον ο μόνος τρόπος ανάγνωσης. Όσοι αγνοούν αυτή την πραγματικότητα στερούνται από σημαντικές πηγές ανάγνωσης, ενημέρωσης και… γιατί όχι… εκπαίδευσης.
Letsfamily.gr
Πολλοί γονείς εκτιμούν αυτή την εξέλιξη, θεωρώντας ότι τα παιδιά τους αφομοιώνουν από πολύ μικρή ηλικία την τεχνολογία και δεν χρειάζεται να κινδυνεύουν από σκολίωση, λόγω της βαριάς σάκας. Άλλοι σοκάρονται, ίσως επειδή φοβούνται την αλλαγή και την ανατροπή όσων γνωρίζουν. Γεγονός πάντως είναι ότι υπάρχει ένα μείζον ερώτημα: Πώς ακριβώς επηρεάζει η τεχνολογία τον τρόπο που διαβάζουμε; Πόσο και πώς διαφέρει το διάβασμα μέσω οθόνης από το διάβασμα σε χαρτί, ειδικότερα εάν πρόκειται για μελέτη αρκετών ωρών;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η τεχνολογία κερδίζει έδαφος, ότι πλέον μπορούμε να διαβάσουμε τα πάντα μέσω του tablet ή ακόμη και μέσω του κινητού μας. Μήπως όμως, έτσι δεν διαβάζουμε το ίδιο προσεκτικά και σε βάθος; Αντιδρά διαφορετικά ο εγκέφαλος όταν διαβάζει κανείς σε οθόνη από ότι σε χαρτί; Ή μήπως όλες αυτές οι ανησυχίες είναι υπερβολικές;
Επιστήμονες ασχολούνται με αυτό το θέμα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με εκατοντάδες έρευνες από ψυχολόγους, ειδικούς της πληροφορικής, κλπ. Η πλάστιγγα δεν έχει γείρει ακόμη. Οι έρευνες προ του 1992 κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι με την οθόνη διαβάζει κανείς πιο αργά, με λιγότερη προσοχή και συνοχή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως, οι έρευνες αρχίζουν να διχάζονται. Οι περισσότερες επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα συμπεράσματα, αλλά αρκετές πλέον διαφωνούν. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι αν και περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να προτιμά το χαρτί - ειδικότερα αν πρόκειται για εντατικό διάβασμα – η αντίδραση στα tablet και το ηλεκτρονικό διάβασμα αλλάζει. Στις ΗΠΑ, τα ηλεκτρονικά βιβλία αντιστοιχούν πλέον σχεδόν στο 20% των πωλήσεων βιβλίων.
Ακόμη κι έτσι όμως, τα πειράματα σε εργαστήρια, οι δημοσκοπήσεις και οι καταναλωτικές έρευνες υποδεικνύουν ότι οι οθόνες και το ηλεκτρονικό διάβασμα δεν δημιουργούν την ίδια εμπειρία διαβάσματος που δημιουργεί το χαρτί και που πολύς κόσμος αποζητά. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες δυσκολίες πλοήγησης μπορεί να εμποδίσουν την ανάγνωση και την κατανόηση του γραπτού λόγου. Οι οθόνες, σε σύγκριση με το χαρτί, ενδέχεται να απαιτούν περισσότερη νοητική προσπάθεια και να δυσκολεύουν την απομνημόνευση των όσων διαβάζουμε.
Ένας ακόμη παράγοντας έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα διαφορετικά μέσα. Συνειδητά ή όχι, πολύς κόσμος προσεγγίζει τους υπολογιστές και τα tablets με μία νοητική προδιάθεση λιγότερη ευνοϊκή για μάθηση από ότι το έντυπο βιβλίο.
Για να κατανοήσουμε τις διαφορές ανάμεσα στην ανάγνωση έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου, θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς μεταφράζει ο εγκέφαλος το γραπτό λόγο. Θεωρούμε ότι το διάβασμα είναι μία εγκεφαλική δραστηριότητα που ασχολείται με το αφηρημένο – με σκέψεις και ιδέες, τόνο και θέματα, μεταφορές και μοτίβα. Σε ό,τι αφορά τον εγκέφαλό μας όμως, το κείμενο είναι απτό μέρος του φυσικού κόσμου στον οποίο κατοικούμε. Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα γράμματα ως φυσικά αντικείμενα επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να τα κατανοήσει. Δεν γεννηθήκαμε με εγκεφαλικά κυκλώματα αφιερωμένα στο διάβασμα. Το ανθρώπινο είδος δεν ήξερε εξ' αρχής να διαβάζει. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αυτοσχεδιάζει δημιουργώντας νέα κυκλώματα για το διάβασμα, ενώνοντας διάφορες περιοχές του νευρολογικού ιστού που ήταν αφιερωμένες σε άλλες ικανότητες, όπως ο προφορικός λόγος, ο συντονισμός της κίνησης και η όραση.
Ορισμένες από αυτές τις αναδημιουργημένες περιοχές του εγκεφάλου εξειδικεύονται στην αναγνώριση αντικειμένων – είναι δίκτυα νευρώνων που μας βοηθούν , για παράδειγμα, να ξεχωρίζουμε αυτομάτως ένα μήλο από ένα πορτοκάλι, αλλά να τα κατηγοριοποιούμε και τα δύο ως φρούτα. Όπως ακριβώς μαθαίνουμε ότι ορισμένα στοιχεία – η στρογγυλάδα, η λεία φλούδα, το κόκκινο χρώμα – χαρακτηρίζουν το μήλο, έτσι μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα γράμματα από τον ειδικό σχηματισμό γραμμών, καμπύλων και κενών σημείων. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιλαμβάνεται λοιπόν τα γράμματα ως συγκεκριμένα αντικείμενα, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι σε ορισμένες από τις πρώτες μορφές γραφής, όπως στη σουμεριακή γλώσσα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τις εικόνες των αντικειμένων.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος χειρίζεται λοιπόν τα γράμματα ως αντικείμενα και ένα κείμενο συνολικά ως φυσικό τοπίο. Όταν διαβάζουμε, δημιουργούμε μία νοητική εκπροσώπηση του κειμένου όπου το νόημα συνδέεται με μία συγκεκριμένη μορφή/δομή. Δεν είναι ακόμη σαφές πώς δημιουργείται αυτή η δομή, αλλά είναι αντίστοιχη με τη διαδικασία που δημιουργείται για να αναγνωρίσουμε το έδαφος – όπως βουνά και λίμνες και χώρους που έχουν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο, όπως διαμερίσματα και γραφεία. Έρευνες αναφέρουν ότι όταν θέλουμε να θυμηθούμε μία συγκεκριμένη πληροφορία που πήραμε γραπτώς, προσπαθούμε να ανασύρουμε στη μνήμη μας σε ποιο ακριβώς σημείο τη διαβάσαμε. Όπως ακριβώς θυμόμαστε έναν δρόμο από τα «σημάδια» που βάζουμε, έτσι ακριβώς θυμόμαστε ότι διαβάσαμε, για παράδειγμα, μία πληροφορία στο αριστερό κάτω μέρος της σελίδας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα έντυπα βιβλία έχουν πιο εμφανή «τοπογραφία» από ότι το κείμενο της οθόνης. Σε ένα βιβλίο υπάρχει η αριστερή και η δεξιά σελίδα και 8 γωνίες που προσανατολίζουν τον αναγνώστη. Επίσης, ο αναγνώστης μπορεί να επικεντρώνεται σε μία σελίδα χωρίς να χάνει από τα μάτια του το σύνολο του κειμένου. Βλέπει που αρχίζει και που τελειώνει το κείμενο και σε ποιο σημείο διαβάζει σε σχέση με το σύνολο του βιβλίου. Μπορεί να αισθάνεται ακόμη και το πάχος των σελίδων που κρατά από τη μία πλευρά και να το συγκρίνει με το πάχος των σελίδων που του μένουν ακόμη να διαβάσει. Και το γύρισμα της κάθε σελίδας μπορεί να παρομοιαστεί με το ίχνος που αφήνουμε σε ένα μονοπάτι. Υπάρχει ρυθμός και ορατή καταγραφή του πόσο μακριά έχουμε προχωρήσει. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν το βιβλίο πιο εύκολα πλοηγήσιμο, καθώς δημιουργείται ένας συνεκτικός νοητικός χάρτης του κειμένου.
Αντιθέτως, στις περισσότερες οθόνες, τα ηλεκτρονικά βιβλία, τα tablets και τα smartphones η πλοήγηση του κειμένου γίνεται διαισθητικά, γεγονός που δεν επιτρέπει στους αναγνώστες να χαρτογραφήσουν νοητικά το ταξίδι τους στο γραπτό κείμενο. Ο αναγνώστης ενός ψηφιακού κειμένου μπορεί να κάνει scroll down σε μία απρόσκοπτη ροή λέξεων, να προχωρά μία σελίδα μπρος ή πίσω με ένα κλικ ή να χρησιμοποιήσει τη λειτουργία «αναζήτηση» για να εντοπίσει ένα συγκεκριμένο σημείο του κειμένου. Κατ’ αναλογία, φανταστείτε εάν το Google maps επέτρεπε στον επισκέπτη να πλοηγείται σε όλους τους δρόμους, να εντοπίζει συγκεκριμένες διευθύνσεις, αλλά δεν του επέτρεπε να ζουμάρει ώστε να δει τη συγκεκριμένη γειτονιά, πόλη ή χώρα. Αν και τα περισσότερα e-readers, όπως το Kindle, και tablets, όπως το iPad, αναπαράγουν τη σελιδοποίηση – ορισμένες φορές απολύτως ολοκληρωμένη, με αρίθμηση, επικεφαλίδα και φωτογραφία σε κάθε σελίδα – η οθόνη μπορεί να δείχνει μόνο μία εικονική σελίδα ανά φορά. Τη βλέπεις και μετά εξαφανίζεται. Αντί να χαράζεις μόνος σου το μονοπάτι στο ταξίδι του διαβάσματος, οι λεπτομέρειες σε προσπερνούν σε μια στιγμή, χωρίς να μένει κανένα ίχνος από ότι προηγήθηκε και κανένας τρόπος να μαντέψεις τι βρίσκεται μπροστά.
Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2013, η Anne Mangen, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Stavanger της Νορβηγίας και οι συνάδελφοί της, ζήτησαν από 72 μαθητές λυκείου να διαβάσουν ένα συγκεκριμένο κείμενο 1.500 λέξεων σε χαρτί και σε αρχείο pdf σε υπολογιστή με οθόνη LDC 15 ιντσών. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη διάβασε το κείμενο σε χαρτί και η δεύτερη ηλεκτρονικά. Η δεύτερη ομάδα είχε λίγο χειρότερες επιδόσεις στις μετέπειτα ερωτήσεις για την κατανόηση του κειμένου. Κατά τη Mangen, η ειδοποιός διαφορά είναι η ευκολία με την οποία στο έντυπο βιβλίο μπορεί κανείς να βρει την αρχή, το τέλος και όλα τα ενδιάμεσα στάδια, να αναζητήσει παραπομπές ή να ανατρέξει σε προηγούμενα κομμάτια του κειμένου για νέες αναφορές.
Άλλες έρευνες αναφέρουν δύο ακόμη στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτά τα συμπεράσματα: Το γεγονός της έκπληξης και την αίσθηση του ελέγχου. Οι περισσότεροι αναγνώστες θέλουν να ανατρέξουν σε προηγούμενες σελίδες του έντυπου βιβλίου όταν προκύψει μία σκηνή ή μία πρόταση που σχετίζεται με κάτι που διάβασαν νωρίτερα. Άλλοι πάλι, θέλουν να ρίξουν μια κλεφτή ματιά στις επόμενες σελίδες για να ξέρουν τις τους περιμένει. Σε ότι αφορά τον έλεγχο, αρκετοί αναγνώστες αναφέρουν ότι θέλουν να «πειράζουν» το έντυπο βιβλίο: Να μαρκάρουν με χρωματιστό μαρκαδόρο συγκεκριμένα σημεία, να γράφουν σημειώσεις στο περιθώριο του κειμένου ή ακόμη και να τσακίζουν κάποιες σελίδες. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι περισσότεροι αναφέρουν ότι όταν πραγματικά θέλουν να εντρυφήσουν σε ένα βιβλίο, προτιμούν να το διαβάσουν σε έντυπη μορφή. Έρευνα που έγινε το 2008 σε νεότερους ανθρώπους – που γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 2000 - από το Salve Regina University του Rhode Island των Η.Π.Α., καταλήγει ότι ακόμη και εκείνοι προτιμούν «το πατροπαράδοτο έντυπο» όταν πρόκειται για βιβλίο.
Ακόμη και η αίσθηση της αφής παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ότι θα νόμιζε κανείς. Ένα κείμενο που εμφανίζεται σε μία οθόνη υπολογιστή, είναι μία εικόνα εφήμερη που σε λίγο θα εξαφανιστεί. Στο έντυπο βιβλίο όμως, νιώθει κανείς το χαρτί, τη μυρωδιά του μελανιού, ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο όταν γυρίζει η σελίδα. Κι όταν μαρκάρει ή υπογραμμίζει μία πρόταση ή μια λέξη, γνωρίζει ότι είναι κάτι μόνιμο γιατί στο έντυπο δεν υπάρχει «undo». Ακόμη και το βάρος έχει σημασία. Με το ηλεκτρονικό διάβασμα, όλα τα βιβλία έχουν το ίδιο βάρος είτε πρόκειται για έπος, είτε για μικρό διήγημα.
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του έντυπου και του ηλεκτρονικού βιβλίου. Για κάποιους, ο τρόπος που δείχνουν, μυρίζουν, ζυγίζουν, νιώθουν τα βιβλία είναι πολύ σημαντικός. Για άλλους, η ευκολία του φορητού tablet είναι ανυπολόγιστη.
Πέρα από την κατανόηση του κειμένου, υπάρχει και το θέμα της μακροπρόθεσμης μνήμης.Σε μια μελέτη του 2003, η Kate Garland του Πανεπιστημίου του Leicester και οι συνεργάτες της ζήτησαν σε 50 Βρετανούς φοιτητές να διαβάσουν υλικό μελέτης από ένα εισαγωγικό μάθημα οικονομικών, είτε σε μια οθόνη υπολογιστή είτε σε έντυπο φυλλάδιο. Μετά από 20 λεπτά ανάγνωσης, η Garland και οι συνεργάτες της έθεσαν τους μαθητές σε διαδικασία ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών. Και οι δύο ομάδες απέδωσαν το ίδιο καλά. Υπήρχε, όμως, διαφορά στον τρόπο που θυμούνταν τις πληροφορίες.
Προβλήματα στην όραση
Υπάρχει βεβαίως και το θέμα των προβλημάτων στην όραση. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το ηλεκτρονικό διάβασμα είναι περισσότερο σωματικά και διανοητικά απαιτητικό. Υπάρχουν οθόνες που αντανακλούν το φως του περιβάλλοντος ακριβώς όπως ένα βιβλίο σε χαρτί, αλλά και οθόνες υπολογιστών, smartphones και tablets, οι οποίες εκπέμπουν φως απευθείας στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ανάλογα με το μοντέλο της συσκευής, το εκτυφλωτικό φως, που μπορεί και να τρεμοπαίζει μπορεί να κουράσει τα μάτια. Οι οθόνες LCD είναι σίγουρα πιο ήπιες στα μάτια από εκείνες με καθοδικούς σωλήνες (CRT), αλλά η παρατεταμένη ανάγνωση σε γυαλιστερές, αυτο-φωτιζόμενες οθόνες μπορεί να προκαλέσει καταπόνηση των ματιών, πονοκεφάλους και θολή όραση. Τέτοια συμπτώματα αναφέρουν περίπου το 70% των ανθρώπων που εργάζονται πολλές ώρες μπροστά από υπολογιστές, ενώ η Αμερικανική Ένωση Οπτομετρών αναγνωρίζει επίσημα το Σύνδρομο Υπολογιστή.
Όλα αυτά όμως, μπορεί να αλλάξουν καθώς η τεχνολογία βελτιώνεται. Μέχρι σήμερα, πολλοί μηχανικοί, σχεδιαστές και user-interface ειδικοί εργάζονται σκληρά για να κάνουν την ανάγνωση σε e-reader ή tablet να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με την ανάγνωση σε έντυπο. Το E-ink μοιάζει με χημικό μελάνι και η απλή διάταξη της οθόνης του Kindle μοιάζει με μια σελίδα σε ένα χαρτόδετο βιβλίο. Ομοίως, το iBook της Apple προσπαθεί να προσομοιώσει τη συνολική αισθητική των εντύπων βιβλίων. Ο Jaejeung Kim του ινστιτούτου πληροφορικής KAIST στη Νότια Κορέα και οι συνεργάτες του έχουν σχεδιάσει ένα καινοτόμο και ακυκλοφόρητο interface που κάνει τα iBook να μοιάζουν πρωτόγονα. Στο περιβάλλον εργασίας του, μπορεί κανείς να δει το πλήθος των σελίδων που έχει διαβάσει στην αριστερή πλευρά του και όλες τις μη αναγνωσμένες σελίδες στη δεξιά πλευρά, σαν να κρατά στα χέρια του ένα χαρτόδετο βιβλίο. Ο αναγνώστης μπορεί να γυρίσει επίσης δέσμες σελίδων με μια κίνηση του δακτύλου.
Η πρόοδος της τεχνολογίας
Γιατί όμως, να παλεύει η πληροφορική να αντιγράψει μία πανάρχαια δραστηριότητα, όπως η ανάγνωση σε έντυπο; Γιατί να μην διατηρηθεί το έντυπο βιβλίο και να εξελιχθεί η οθόνη ανάγνωσης σε κάτι εντελώς διαφορετικό;
Οι οθόνες, προφανώς, προσφέρουν μία αναγνωστική εμπειρία που το έντυπο δεν μπορεί να προσφέρει. Το scroll down μπορεί να μην είναι ο ιδανικός τρόπος για να περιηγηθεί κανείς σε ένα κείμενο τόσο πυκνό όπως ο Moby Dick, αλλά για έντυπα όπως οι New York Times, η Washington Post, το ESPN και άλλα ενημερωτικά μέσα, έχουν δημιουργηθεί καλαίσθητοι και εξαιρετικοί οπτικοί σχεδιασμοί που εξαρτώνται εξ' ολοκλήρου από το scroll down και δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν στο έντυπο. Υπάρχουν αμέτρητα εργαλεία και αναγνώσματα που δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν εξίσου καλά σε έντυπη μορφή, όπως ορισμένα Web κόμικς και infographics. Πλέον, υπάρχουν νέες εταιρείες ηλεκτρονικών εκδόσεων όπως η Atavist, για αναγνώστες tablet, με δημοσιογραφικά κείμενα στα οποία ενσωματώνονται διαδραστικά γραφικά, χάρτες, χρονοδιαγράμματα, κίνηση και ήχος. Και μερικοί συγγραφείς συνεργάζονται με τους προγραμματιστές υπολογιστών για να παράγουν όλο και πιο εξελιγμένη διαδραστική μυθοπλασία και πεζό λόγο στον οποίο επιλέγει κανείς τι διαβάζει, ακούει και βλέπει.
Όταν πρόκειται για εντατική ανάγνωση μεγάλων κειμένων το έντυπο και το μελάνι μπορεί να εξακολουθούν να έχουν το πλεονέκτημα. Αλλά το έντυπο σίγουρα δεν είναι πλέον ο μόνος τρόπος ανάγνωσης. Όσοι αγνοούν αυτή την πραγματικότητα στερούνται από σημαντικές πηγές ανάγνωσης, ενημέρωσης και… γιατί όχι… εκπαίδευσης.
Letsfamily.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου