Με αφορμή τη διάλεξη με θέμα « Οι εκπαιδευτικοί ως διανοούμενοι» με ομιλητή τον κ. Περικλή Παυλίδη, επίκουρο καθηγητή του Παιδαγωγικού τμήματος του Α.Π.Θ. την Παρασκευή 14 Μαρτίου στο ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, αναδημοσιεύουμε το άρθρο του για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και το ζήτημα της βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.
Στο προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρεται ως σκοπός του εγχειρήματος «η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού και του διοικητικού τους έργου μέσω της άμεσης σύνδεσής της με την επιμόρφωση, προς όφελος των ίδιων, των μαθητών και της κοινωνίας».
Οι συντάκτες του κειμένου, χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνικών όρων, προσπαθούν να προσδώσουν στην επιχειρούμενη αξιολόγηση διαστάσεις τυπικής διαδικασίας, η οποία πραγματοποιούμενη με όρους αξιοκρατίας αποβλέπει στο κοινό καλό. Του Περικλή Παυλίδη
Βεβαίως, αυτό που αντιλαμβάνονται πλέον οι πάντες είναι ότι στην εποχή μας κοινό καλό ως αποτέλεσμα των κυρίαρχων πολιτικών δεν υπάρχει κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. Ο λόγος μιας εξόχως αντιλαϊκής εξουσίας, η οποία διεξάγει ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων, δεν μπορεί παρά να είναι απατηλός και χειραγωγικός.
Η ορθή ανάγνωση του τεχνοκρατικά συγκροτημένου προεδρικού διατάγματος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα πρέπει να εκκινεί από το γεγονός ότι στην Ελλάδα και σε όλο σχεδόν το σύγχρονο κόσμο η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο χαρακτήρας και η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου, οι πραγματικές μορφωτικές δυνατότητες και προοπτικές των νέων θα επηρεάζονται ολοένα και πιο αποφασιστικά από τη χωρίς ορατό τέλος παγκόσμια οικονομική κρίση. Ζοφερά χαρακτηριστικά της, η εκτενής απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ιλιγγιώδης αύξηση της ανεργίας, ο σκληρός ανταγωνισμός, η φτώχια, η περιθωριοποίηση, οι εξαιρετικά αβέβαιες προοπτικές του βίου. Αυτό που καταμαρτυρούν οι στατιστικές, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις αλλά και τα καθημερινά βιώματα των ανθρώπων είναι ότι δουλειές δεν υπάρχουν κι ούτε θα υπάρχουν πολλές. Κι όσες δημιουργούνται θα είναι εν πολλοίς περιστασιακές και κακοπληρωμένες.
Εντός των εν λόγω συνθηκών, αυτό που διακρίνει τις παγκοσμίως κυρίαρχες πολιτικές μεταρρύθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης είναι η ποικιλότροπη ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών της, η υποβάθμιση της επαγγελματικής θέσης των εκπαιδευτικών με την εκτενέστατη εξάπλωση μορφών επισφαλούς, μερικής και χαμηλά αμειβόμενης απασχόλησης, η ενίσχυση του γραφειοκρατικού ελέγχου επί του έργου τους, η τυποποίηση της διδασκαλίας και η έμφαση σε διαρκείς, ανταγωνιστικού τύπου εξετάσεις των μαθητών. Αγγλοσαξονικές, νεοφιλελεύθερες πρακτικές, με αμφίβολα έως καταστροφικά αποτελέσματα εκεί όπου πρωτοεφαρμόστηκαν εισάγονται σε πολλές χώρες του πλανήτη για να υπονομεύσουν και να αποδομήσουν ό,τι έχει απομείνει από τα δημιουργηθέντα σε μια προγενέστερη εποχή μαζικά δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα.
Ο πανεπιστημιακός Andy Hargreaves στον πρόλογό του στο βιβλίο του Pasi Sahlberg, «Φιλανδικά μαθήματα», διαπιστώνει με καυστικό τρόπο: «κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, το επίπεδο και η επίδοση των Αμερικανών εκπαιδευτικών και των αμερικανικών σχολείων ακολουθούν σταθερά μια φθίνουσα πορεία σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα. Παρ’ όλα αυτά, για ένα διάστημα μεγαλύτερο από δύο δεκαετίες εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και άλλα αγγλο-αμερικανικά έθνη, αποτελούν τη επιτομή του ορισμού της τρέλας του Αϊνστάιν: να εξακολουθείς να κάνεις το ίδιο πράγμα περιμένοντας να έχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Επιβολή, πίεση, ντροπή, παρέμβαση από πάνω προς τα κάτω, αγορές, ανταγωνισμός, τυποποίηση, εξετάσεις [...] κλείσιμο σχολείων που αποτυγχάνουν, απόλυση αναποτελεσματικών εκπαιδευτικών και διευθυντών σχολείων [...] στρατηγικές μεταρρύθμισης που απέτυχαν με θλιβερό τρόπο για περισσότερο από δύο δεκαετίες σε πολλά αγγλοσαξονικά έθνη – επανεφευρέθηκαν και επιβλήθηκαν εκ νέου με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και αποφασιστικότητα.»
Στόχος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση είναι η ισχυρή μείωση του κόστους της, σε συνάρτηση με τη μείωση του κόστους όλων των δημόσιων υπηρεσιών, προκειμένου να «απεγκλωβιστούν» και να αξιοποιηθούν διαρκώς μεγαλύτεροι κοινωνικοί πόροι για την ενίσχυση και αναζωογόνηση μιας χρονίως τελματωμένης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Και βέβαια η μείωση αυτού του κόστους συνεπάγεται, συν τοις άλλοις, χαμηλά αμειβόμενους και επισφαλώς εργαζόμενους εκπαιδευτικούς. Σε αυτή την υπόθεση είναι αντικειμενικά και αναπόδραστα στρατευμένη η επιχειρούμενη εκ νέου στην Ελλάδα αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ως προς το περιεχόμενο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, το ελληνικό προεδρικό διάταγμα αποτελεί μνημείο γραφειοκρατικής αμετροέπειας και ασυναρτησίας. Διακρίνεται από την ανερμάτιστη αξίωση καταγραφής, αποτίμησης, σύγκρισης πληθώρας εξαιρετικά πολύπλοκων και εξαρτώμενων από μεγάλο αριθμό παραγόντων, εγγενώς μη μετρήσιμων πτυχών της εκπαιδευτικής πράξης.
Το προεδρικό διάταγμα είναι προβληματικό και επικίνδυνο, όχι γιατί τα στοιχεία του εκπαιδευτικού έργου τα οποία προβάλει ως αντικείμενο αξιολόγησης δεν είναι υπαρκτά (αν και συχνά ορίζονται με εμφανώς ασαφή τρόπο), αλλά γιατί θεωρεί ως δεδομένο ότι αυτά μπορούν να ελεγχθούν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, κυριολεκτικά εντός ελάχιστων στιγμιότυπων της σχολικής καθημερινότητας, και να υπολογισθούν με τρόπο που να παρουσιάζει την ατομική δραστηριότητα κάθε εκπαιδευτικού με τη μορφή μιας συνολικής βαθμολογίας.
Πέραν των παραπάνω, η ιδεολογία της επιχειρούμενης αξιολόγησης των εκπαιδευτικών διακρίνεται από την έμφαση στην ποσοτική αποτίμηση, κυριολεκτικά αριθμοποίηση του έργου τους και από την κραυγαλέα αδιαφορία για τις συγκεκριμένες συνθήκες υλοποίησής του, για τις ιδιομορφίες της κάθε σχολικής τάξης, της προσωπικής βιογραφίας των μαθητών, αλλά και της προσωπικής κατάστασης του κάθε εκπαιδευτικού. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την προσωπική κατάσταση των εκπαιδευτικών, τις περίπλοκες έως εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες στις οποίες αυτοί ζουν και εργάζονται, η στάση των ιδεολόγων της αξιολόγησης είναι ακριβώς αυτή της παντελούς αδιαφορίας.
Επιπροσθέτως, η επιχειρούμενη αξιολόγηση επιδιώκει να μεταθέσει στους εκπαιδευτικούς την ευθύνη για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές στην καθημερινότητά τους σε μια χώρα κοινωνικά κατεστραμμένη, τα οποία εισβάλλουν στο σχολείο και οριοθετούν αυστηρά τις μαθησιακές στάσεις, προσπάθειες και επιδόσεις.
Η επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, χωρίς να έχει καμία σχέση με την υλοποίηση πολιτικών πραγματικής υποστήριξης και βελτίωσης της επαγγελματικής και κοινωνικής τους θέσης, το μόνο που προβλέπει με σαφήνεια είναι η τιμωρία αυτών που θα κριθούν ελλιπείς, η θεσμοθέτηση της αποσταθεροποίησης των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, η ενίσχυση της εργασιακής επισφάλειας.
Δέον να σημειωθεί ότι το προεδρικό διάταγμα, καθώς και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αξιολόγησης διαπνέονται από εξαιρετική καχυποψία προς τους εκπαιδευτικούς. Τους αντιμετωπίζουν ως εκ προοιμίου ανεπαρκείς, ως εγγενώς ανώριμα –ετερόνομα άτομα, τα οποία χρήζουν διαρκούς επιτήρησης και καθοδήγησης. Οι θιασώτες της αξιολόγησης μεταφέρουν στην εκπαίδευση την κυρίαρχη στην κεφαλαιοκρατική οικονομία «λογική» των αφεντικών, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι είναι πάντα προβληματικοί, ανίκανοι και αναποτελεσματικοί, και συνακόλουθα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς υπό καθεστώς επιτήρησης και εξαναγκασμού.
Η επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διακατέχεται από τη νεοφιλελεύθερη έμμονη ιδέα του ανταγωνισμού. Θεωρεί αυτονόητο ότι δεν μπορούν και δεν πρόκειται όλοι να πετύχουν στο έργο τους, να εξελιχθούν και να προοδεύσουν συλλογικά. Μέσα από τις προβλεπόμενες πρακτικές ανταγωνιστικής σύγκρισης και διαφοροποίησης θεσμοθετείται η βαθύτατη διάσπαση και αποξένωση των εκπαιδευτικών, ενισχύονται οι εγωκεντρικές επιδιώξεις ατομικής επιτυχίας. Συνάμα ενθαρρύνονται η τυπολατρία και ο κομφορμισμός, η αποφυγή κριτικών και μαχητικών στάσεων απέναντι σε ιδέες και πολιτικές που είναι καταστροφικές για τους μαθητές και την κοινωνία. Πόσο εύκολο θα είναι άραγε να ορθώσει κανείς το ανάστημά του, όταν βρίσκεται διαρκώς υπό επιτήρηση και βαθμολόγηση;
Απορρίπτοντας αποφασιστικά την επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και όλες τις συγγενείς προς αυτή πολιτικές που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση (σε συνάρτηση με το σύνολο της κυρίαρχης πολιτικής), θα πρέπει να έχουμε υπόψη δύο κοινωνικές στρατηγικές, οι οποίες βρίσκονται σε σφοδρότατη σύγκρουση μεταξύ τους, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η μια είναι η κεφαλαιοκρατική κοινωνική στρατηγική, η οποία αντιλαμβάνεται τους εργαζόμενους μόνο ως μέσο (ει δυνατόν μηδαμινού κόστους και αναλώσιμο ανά πάσα στιγμή) για την επιτυχία των οικονομικών στόχων του κεφαλαίου και την αύξηση της κερδοφορίας του. Για την εν λόγω στρατηγική η βέλτιστη χρήση των εργασιακών ικανοτήτων των ανθρώπων συνάπτεται με το διαρκή εξαναγκασμό, τη διαρκή αποσταθεροποίηση των όρων επιβίωσης, το διαρκή ανταγωνισμό, τη διαρκή επιτήρηση και εντατικοποίηση του έργου τους.
Η άλλη στρατηγική είναι αυτή της χειραφέτησης της εργασίας, σύμφωνα με την οποία η εργασία και κυρίως η διανοητική - γνωσιακή δραστηριότητα (η εργασία της «γενικής διάνοιας» για την οποία έκανε λόγο ο Μαρξ), ιδιαίτερα δηλαδή η εργασία στους χώρους της επιστήμης, της τέχνης και της εκπαίδευσης, αναπτύσσεται και βελτιώνεται πραγματικά μόνο όταν υλοποιείται ως αυτοπραγμάτωση των εργαζόμενων και ως αυτοσκοπός. Επίσης, η εργασία στις εν λόγω περιπτώσεις αναπτύσσεται και βελτιώνεται πραγματικά μόνο όταν ο πλούτος εκάστης προσωπικότητας (διότι εδώ πραγματική «παραγωγική» δύναμη είναι ο πολιτισμικός πλούτος κάθε εργαζόμενου) τίθεται στη διάθεση του συνόλου, όταν δηλαδή κυριαρχούν συνεργατικές – κατεξοχήν συντροφικές σχέσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την κοινωνική στρατηγική, η εκπαίδευση δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς τη διαρκή και πολύπλευρη υποστήριξη της ανάπτυξης της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών (εντός και εκτός του συμβατικού χρόνου εργασίας) στις ηθικές, συναισθηματικές και διανοητικές πτυχές της. Ακριβώς η ανάπτυξη της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών αποτελεί κρίσιμο - αποφασιστικό παράγοντα πραγματικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.
Στην εκπαίδευση και σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας του πνεύματος οι γνωστές «λογικές» των αφεντικών, οι κεφαλαιοκρατικές πρακτικές χειραγώγησης της μισθωτής εργασίας (η εργασιακή επισφάλεια, ο ανταγωνισμός, το επαγγελματικό άγχος, συμπεριλαμβανομένων και των πρακτικών αξιολόγησης και γραφειοκρατικού ελέγχου) υπονομεύουν καίρια και καταστρέφουν τον ψυχισμό, τις διανοητικές ικανότητες, τη φαντασία και δημιουργικότητα των εργαζομένων της γνώσης.
Συνακόλουθα, οι προοπτικές αυθεντικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου, ενίσχυσης της κοινωνικής σημασίας της εκπαίδευσης και δημιουργίας αυθεντικής κοινωνίας της γνώσης μπορούν σήμερα να γίνουν αντιληπτές μόνο υπό το πρίσμα της στρατηγικής και προοπτικής χειραφέτησης της εργασίας.
http://tvxs.gr/
Στο προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρεται ως σκοπός του εγχειρήματος «η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού και του διοικητικού τους έργου μέσω της άμεσης σύνδεσής της με την επιμόρφωση, προς όφελος των ίδιων, των μαθητών και της κοινωνίας».
Οι συντάκτες του κειμένου, χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνικών όρων, προσπαθούν να προσδώσουν στην επιχειρούμενη αξιολόγηση διαστάσεις τυπικής διαδικασίας, η οποία πραγματοποιούμενη με όρους αξιοκρατίας αποβλέπει στο κοινό καλό. Του Περικλή Παυλίδη
Βεβαίως, αυτό που αντιλαμβάνονται πλέον οι πάντες είναι ότι στην εποχή μας κοινό καλό ως αποτέλεσμα των κυρίαρχων πολιτικών δεν υπάρχει κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. Ο λόγος μιας εξόχως αντιλαϊκής εξουσίας, η οποία διεξάγει ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων, δεν μπορεί παρά να είναι απατηλός και χειραγωγικός.
Η ορθή ανάγνωση του τεχνοκρατικά συγκροτημένου προεδρικού διατάγματος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα πρέπει να εκκινεί από το γεγονός ότι στην Ελλάδα και σε όλο σχεδόν το σύγχρονο κόσμο η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο χαρακτήρας και η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου, οι πραγματικές μορφωτικές δυνατότητες και προοπτικές των νέων θα επηρεάζονται ολοένα και πιο αποφασιστικά από τη χωρίς ορατό τέλος παγκόσμια οικονομική κρίση. Ζοφερά χαρακτηριστικά της, η εκτενής απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ιλιγγιώδης αύξηση της ανεργίας, ο σκληρός ανταγωνισμός, η φτώχια, η περιθωριοποίηση, οι εξαιρετικά αβέβαιες προοπτικές του βίου. Αυτό που καταμαρτυρούν οι στατιστικές, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις αλλά και τα καθημερινά βιώματα των ανθρώπων είναι ότι δουλειές δεν υπάρχουν κι ούτε θα υπάρχουν πολλές. Κι όσες δημιουργούνται θα είναι εν πολλοίς περιστασιακές και κακοπληρωμένες.
Εντός των εν λόγω συνθηκών, αυτό που διακρίνει τις παγκοσμίως κυρίαρχες πολιτικές μεταρρύθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης είναι η ποικιλότροπη ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών της, η υποβάθμιση της επαγγελματικής θέσης των εκπαιδευτικών με την εκτενέστατη εξάπλωση μορφών επισφαλούς, μερικής και χαμηλά αμειβόμενης απασχόλησης, η ενίσχυση του γραφειοκρατικού ελέγχου επί του έργου τους, η τυποποίηση της διδασκαλίας και η έμφαση σε διαρκείς, ανταγωνιστικού τύπου εξετάσεις των μαθητών. Αγγλοσαξονικές, νεοφιλελεύθερες πρακτικές, με αμφίβολα έως καταστροφικά αποτελέσματα εκεί όπου πρωτοεφαρμόστηκαν εισάγονται σε πολλές χώρες του πλανήτη για να υπονομεύσουν και να αποδομήσουν ό,τι έχει απομείνει από τα δημιουργηθέντα σε μια προγενέστερη εποχή μαζικά δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα.
Ο πανεπιστημιακός Andy Hargreaves στον πρόλογό του στο βιβλίο του Pasi Sahlberg, «Φιλανδικά μαθήματα», διαπιστώνει με καυστικό τρόπο: «κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, το επίπεδο και η επίδοση των Αμερικανών εκπαιδευτικών και των αμερικανικών σχολείων ακολουθούν σταθερά μια φθίνουσα πορεία σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα. Παρ’ όλα αυτά, για ένα διάστημα μεγαλύτερο από δύο δεκαετίες εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και άλλα αγγλο-αμερικανικά έθνη, αποτελούν τη επιτομή του ορισμού της τρέλας του Αϊνστάιν: να εξακολουθείς να κάνεις το ίδιο πράγμα περιμένοντας να έχεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Επιβολή, πίεση, ντροπή, παρέμβαση από πάνω προς τα κάτω, αγορές, ανταγωνισμός, τυποποίηση, εξετάσεις [...] κλείσιμο σχολείων που αποτυγχάνουν, απόλυση αναποτελεσματικών εκπαιδευτικών και διευθυντών σχολείων [...] στρατηγικές μεταρρύθμισης που απέτυχαν με θλιβερό τρόπο για περισσότερο από δύο δεκαετίες σε πολλά αγγλοσαξονικά έθνη – επανεφευρέθηκαν και επιβλήθηκαν εκ νέου με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και αποφασιστικότητα.»
Στόχος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση είναι η ισχυρή μείωση του κόστους της, σε συνάρτηση με τη μείωση του κόστους όλων των δημόσιων υπηρεσιών, προκειμένου να «απεγκλωβιστούν» και να αξιοποιηθούν διαρκώς μεγαλύτεροι κοινωνικοί πόροι για την ενίσχυση και αναζωογόνηση μιας χρονίως τελματωμένης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Και βέβαια η μείωση αυτού του κόστους συνεπάγεται, συν τοις άλλοις, χαμηλά αμειβόμενους και επισφαλώς εργαζόμενους εκπαιδευτικούς. Σε αυτή την υπόθεση είναι αντικειμενικά και αναπόδραστα στρατευμένη η επιχειρούμενη εκ νέου στην Ελλάδα αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ως προς το περιεχόμενο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, το ελληνικό προεδρικό διάταγμα αποτελεί μνημείο γραφειοκρατικής αμετροέπειας και ασυναρτησίας. Διακρίνεται από την ανερμάτιστη αξίωση καταγραφής, αποτίμησης, σύγκρισης πληθώρας εξαιρετικά πολύπλοκων και εξαρτώμενων από μεγάλο αριθμό παραγόντων, εγγενώς μη μετρήσιμων πτυχών της εκπαιδευτικής πράξης.
Το προεδρικό διάταγμα είναι προβληματικό και επικίνδυνο, όχι γιατί τα στοιχεία του εκπαιδευτικού έργου τα οποία προβάλει ως αντικείμενο αξιολόγησης δεν είναι υπαρκτά (αν και συχνά ορίζονται με εμφανώς ασαφή τρόπο), αλλά γιατί θεωρεί ως δεδομένο ότι αυτά μπορούν να ελεγχθούν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, κυριολεκτικά εντός ελάχιστων στιγμιότυπων της σχολικής καθημερινότητας, και να υπολογισθούν με τρόπο που να παρουσιάζει την ατομική δραστηριότητα κάθε εκπαιδευτικού με τη μορφή μιας συνολικής βαθμολογίας.
Πέραν των παραπάνω, η ιδεολογία της επιχειρούμενης αξιολόγησης των εκπαιδευτικών διακρίνεται από την έμφαση στην ποσοτική αποτίμηση, κυριολεκτικά αριθμοποίηση του έργου τους και από την κραυγαλέα αδιαφορία για τις συγκεκριμένες συνθήκες υλοποίησής του, για τις ιδιομορφίες της κάθε σχολικής τάξης, της προσωπικής βιογραφίας των μαθητών, αλλά και της προσωπικής κατάστασης του κάθε εκπαιδευτικού. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την προσωπική κατάσταση των εκπαιδευτικών, τις περίπλοκες έως εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες στις οποίες αυτοί ζουν και εργάζονται, η στάση των ιδεολόγων της αξιολόγησης είναι ακριβώς αυτή της παντελούς αδιαφορίας.
Επιπροσθέτως, η επιχειρούμενη αξιολόγηση επιδιώκει να μεταθέσει στους εκπαιδευτικούς την ευθύνη για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές στην καθημερινότητά τους σε μια χώρα κοινωνικά κατεστραμμένη, τα οποία εισβάλλουν στο σχολείο και οριοθετούν αυστηρά τις μαθησιακές στάσεις, προσπάθειες και επιδόσεις.
Η επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, χωρίς να έχει καμία σχέση με την υλοποίηση πολιτικών πραγματικής υποστήριξης και βελτίωσης της επαγγελματικής και κοινωνικής τους θέσης, το μόνο που προβλέπει με σαφήνεια είναι η τιμωρία αυτών που θα κριθούν ελλιπείς, η θεσμοθέτηση της αποσταθεροποίησης των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, η ενίσχυση της εργασιακής επισφάλειας.
Δέον να σημειωθεί ότι το προεδρικό διάταγμα, καθώς και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αξιολόγησης διαπνέονται από εξαιρετική καχυποψία προς τους εκπαιδευτικούς. Τους αντιμετωπίζουν ως εκ προοιμίου ανεπαρκείς, ως εγγενώς ανώριμα –ετερόνομα άτομα, τα οποία χρήζουν διαρκούς επιτήρησης και καθοδήγησης. Οι θιασώτες της αξιολόγησης μεταφέρουν στην εκπαίδευση την κυρίαρχη στην κεφαλαιοκρατική οικονομία «λογική» των αφεντικών, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι είναι πάντα προβληματικοί, ανίκανοι και αναποτελεσματικοί, και συνακόλουθα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς υπό καθεστώς επιτήρησης και εξαναγκασμού.
Η επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διακατέχεται από τη νεοφιλελεύθερη έμμονη ιδέα του ανταγωνισμού. Θεωρεί αυτονόητο ότι δεν μπορούν και δεν πρόκειται όλοι να πετύχουν στο έργο τους, να εξελιχθούν και να προοδεύσουν συλλογικά. Μέσα από τις προβλεπόμενες πρακτικές ανταγωνιστικής σύγκρισης και διαφοροποίησης θεσμοθετείται η βαθύτατη διάσπαση και αποξένωση των εκπαιδευτικών, ενισχύονται οι εγωκεντρικές επιδιώξεις ατομικής επιτυχίας. Συνάμα ενθαρρύνονται η τυπολατρία και ο κομφορμισμός, η αποφυγή κριτικών και μαχητικών στάσεων απέναντι σε ιδέες και πολιτικές που είναι καταστροφικές για τους μαθητές και την κοινωνία. Πόσο εύκολο θα είναι άραγε να ορθώσει κανείς το ανάστημά του, όταν βρίσκεται διαρκώς υπό επιτήρηση και βαθμολόγηση;
Απορρίπτοντας αποφασιστικά την επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και όλες τις συγγενείς προς αυτή πολιτικές που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση (σε συνάρτηση με το σύνολο της κυρίαρχης πολιτικής), θα πρέπει να έχουμε υπόψη δύο κοινωνικές στρατηγικές, οι οποίες βρίσκονται σε σφοδρότατη σύγκρουση μεταξύ τους, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η μια είναι η κεφαλαιοκρατική κοινωνική στρατηγική, η οποία αντιλαμβάνεται τους εργαζόμενους μόνο ως μέσο (ει δυνατόν μηδαμινού κόστους και αναλώσιμο ανά πάσα στιγμή) για την επιτυχία των οικονομικών στόχων του κεφαλαίου και την αύξηση της κερδοφορίας του. Για την εν λόγω στρατηγική η βέλτιστη χρήση των εργασιακών ικανοτήτων των ανθρώπων συνάπτεται με το διαρκή εξαναγκασμό, τη διαρκή αποσταθεροποίηση των όρων επιβίωσης, το διαρκή ανταγωνισμό, τη διαρκή επιτήρηση και εντατικοποίηση του έργου τους.
Η άλλη στρατηγική είναι αυτή της χειραφέτησης της εργασίας, σύμφωνα με την οποία η εργασία και κυρίως η διανοητική - γνωσιακή δραστηριότητα (η εργασία της «γενικής διάνοιας» για την οποία έκανε λόγο ο Μαρξ), ιδιαίτερα δηλαδή η εργασία στους χώρους της επιστήμης, της τέχνης και της εκπαίδευσης, αναπτύσσεται και βελτιώνεται πραγματικά μόνο όταν υλοποιείται ως αυτοπραγμάτωση των εργαζόμενων και ως αυτοσκοπός. Επίσης, η εργασία στις εν λόγω περιπτώσεις αναπτύσσεται και βελτιώνεται πραγματικά μόνο όταν ο πλούτος εκάστης προσωπικότητας (διότι εδώ πραγματική «παραγωγική» δύναμη είναι ο πολιτισμικός πλούτος κάθε εργαζόμενου) τίθεται στη διάθεση του συνόλου, όταν δηλαδή κυριαρχούν συνεργατικές – κατεξοχήν συντροφικές σχέσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την κοινωνική στρατηγική, η εκπαίδευση δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς τη διαρκή και πολύπλευρη υποστήριξη της ανάπτυξης της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών (εντός και εκτός του συμβατικού χρόνου εργασίας) στις ηθικές, συναισθηματικές και διανοητικές πτυχές της. Ακριβώς η ανάπτυξη της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών αποτελεί κρίσιμο - αποφασιστικό παράγοντα πραγματικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.
Στην εκπαίδευση και σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας του πνεύματος οι γνωστές «λογικές» των αφεντικών, οι κεφαλαιοκρατικές πρακτικές χειραγώγησης της μισθωτής εργασίας (η εργασιακή επισφάλεια, ο ανταγωνισμός, το επαγγελματικό άγχος, συμπεριλαμβανομένων και των πρακτικών αξιολόγησης και γραφειοκρατικού ελέγχου) υπονομεύουν καίρια και καταστρέφουν τον ψυχισμό, τις διανοητικές ικανότητες, τη φαντασία και δημιουργικότητα των εργαζομένων της γνώσης.
Συνακόλουθα, οι προοπτικές αυθεντικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου, ενίσχυσης της κοινωνικής σημασίας της εκπαίδευσης και δημιουργίας αυθεντικής κοινωνίας της γνώσης μπορούν σήμερα να γίνουν αντιληπτές μόνο υπό το πρίσμα της στρατηγικής και προοπτικής χειραφέτησης της εργασίας.
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου