Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Τα συνθήματα στους τοίχους

Tου Παναγιώτη Λογγινίδη
Η πόλη και τα συνθήματα είναι λέξεις παράλληλες που η μία τρέφει την άλλη ακόρεστα, σχεδόν ανταγωνιστικά, με μέτρο σύγκρισης την εξάπλωσή τους. Φυσικά και δε μιλάω για τις μουτζούρες, τα αθλητικά βαρετά μοτίβα που πια έχουν ξεφύγει από τους τοίχους και γράφονται ανεξίτηλα στις ψυχές των οπαδών ή ακόμα τις διάφορες ομάδες νέων που συνηθίζουν να μας υπενθυμίζουν στους τοίχους ότι πέρασαν από δω λες και μας ενδιαφέρει η ελλειμματική τους έκφραση σε κάθε είδους επιφάνεια που αν και δεν το ‘χει επιλέξει, πέφτει θύμα τέτοιων νυχτερινών δραστών.
Τα συνθήματα στους τοίχους είναι πινακίδες που αντί να μας υπαγορεύουν πού πρέπει να σταματάμε, πού απαγορεύεται να στρίψουμε ή σε ποιον πρέπει να παραχωρούμε προτεραιότητα, μας δίνουν μια σπρωξιά προς την ακαριαία σκέψη, παίζουν το ρόλο του πρωινού που πρέπει να είναι δυνατό ώστε να αντέξουμε τις δύσκολες ημέρες ή ακόμα ακόμα είναι το καθημερινό συνεχές ξυπνητήρι μας που εμείς που δε γράφουμε, επιτρέψαμε στο σύγχρονο αόρατο στοχαστή να το βάζει κάθε μέρα να χτυπά, μέχρι να αναγκαστούμε να το ακούσουμε και να ξυπνήσουμε.

Όχι δεν υπερβάλλω. Η γειτονιά μου είναι ένα ανοιχτό δημόσιο βιβλίο που όταν το πρωί κινώ για τη δουλειά μου κάποιος φροντίζει να μου κάνει παρέα, θυμίζοντάς μου ότι όσο εγώ κοιμάμαι, τα βράδια αυτός εργάζεται ώστε το πρωινό μου να ξεκινάει με ένα κλείσιμο ματιού στη σκέψη μου, μία ηλιαχτίδα ελπίδας στο ρημαγμένο τηλεοπτικό τοπίο που ξέφυγε από το γυαλί και κατέκλυσε με ορμή το αστικό τοπίο.

Για την ευκολία της αφήγησης παραθέτω συνθήματα που κατά καιρούς με έκαναν να σκάσω ένα χαμόγελο μέσα από το λεωφορείο, να αναρωτηθώ αλλά και να σκεφτώ ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ακόμα φαντασία και ότι η ποίηση μπορεί να έχει δημόσια έκφραση και μάλιστα σε τεράστιες επιφάνειες. «Κεντέρη, πρεζάκι μάθε μηχανάκι», «και οι χοντροί μπορούν να ερωτευτούν, το ‘πε η τηλεόραση», «ή με τους αριστερούς ή με τους εξεγερμένους. Και τα δύο μαζί, δε γίνεται» είναι συνθήματα που με μία πλούσια λακωνικότητα περιγράφουν ακριβώς την εξέλιξη της παχύσαρκης κοινωνίας μας. Αρχικά η συνειδητοποίηση ότι ο αθλητισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εικόνα του κενού που έσβησε με γομολάστιχα το ιδεώδες, έπειτα η παραδοχή ότι το ναρκωτικό της τηλεόρασης παραμένει ένα από τα λίγα νόμιμα δηλητήρια που επιβιώνει, διαλύοντας το συναίσθημα και τέλος η υποψία του φόβου για έναν ακόμη λαϊκισμό που βρίσκεται προ των πυλών. Έτσι η ετυμηγορία των συνθημάτων αποκαλύπτει ξεκάθαρα τις κοινωνικές προτεραιότητες, τις αγωνίες που σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο απασχολούν τις αστικές κοινωνίες, τους κινδύνους που κάθε φορά απειλούν τους πολίτες ή ταυτίζονται με το σάπιο σύστημα που μας τυραννά.

Ο παράγων τυχαιότητα μικρή συμμετοχή έχει στα συνθήματα. Τα συνθήματα, όπως θα λεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, απελευθερώνουν τη δημιουργία νέων σημασιών, άρα εκφράζουν μία κοινωνία βαθιά δημοκρατική, αφού θέτουν υπό αμφισβήτηση οποιοδήποτε εκ των προτέρων δεδομένο νόημα. Από την άλλη, ο Αξελός λέει ότι κάθε μεγάλη σκέψη έχει τη δύναμη της υπέρβασης και της αυτοϋπέρβασης. Και τα συνθήματα σίγουρα υπερβαίνουν το μέσο καθημερινό γραπτό του διαδικτύου και των επιστημόνων ενώ καταφέρουν να υπερβούν τον ίδιο το γραπτό χαρακτήρα τους αφού γράφονται με γράμματα όσο το ανάστημα του ανθρώπου και με σημασία μεγαλύτερη και από αυτή των λέξεων ή του τοίχου που δεν καταφέρνει να τα περιορίσει όπως κάνει με τις ανθρώπινες ζωές. Έτσι λοιπόν, η έκφραση «κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους» μάλλον υπερθετική έννοια έχει για ένα σύνθημα που σε αντίθεση με τον άνθρωπο, μεγαλώνει όσο μεγαλώνει και ο τοίχος.

Αφού λοιπόν τα συνθήματα είναι ο παλμογράφος κάθε εποχής, αυτές τις αποκριές δύο νέα συνθήματα εμπλούτισαν το βλέμμα μου και αυτόματα τη σκέψη μου, με το μοναδικό τρόπο που έχουν να συνδέουν τα μάτια με την ανατριχίλα, σχεδόν στιγμιαία και ασυναίσθητα. Μάλιστα, η επιμονή στα μονοθεματικά συνθήματα τον τελευταίο καιρό, αποκαλύπτει τη σοβαρότητα της κατάστασης που ήρθε για να μείνει και δεν ξέρω πώς και πότε θα απαλλαγούμε από αυτό το βραχνά. Από τη μια «Αυτή η νύχτα μένει που θα ‘σαστε ναζί», ήρθε σαν επισφράγιση του «ο φασισμός είναι σαν την κλανιά, βρωμάει και ανακουφίζει το σύστημα» που είχα δει το Μάιο του 2012. Όλα δείχνουν ότι οι μαχητές των συνθημάτων ενώνονται τον τελευταίο καιρό μπρος στην αρρώστια που αποκαλύφθηκε από τα συντρίμμια του υπερκαταναλωτισμού, το φασισμό. Ο Ελύτης είχε πει ότι «η ποίηση είναι το απολύτως πραγματικό» και γω λέω ότι αν τα συνθήματα δεν είναι από τα λίγα που αντιστέκονται στο ψέμα της εποχής τότε τι άλλο είναι εκτός από ποίηση;

Από την άλλη, τα συνθήματα δίνουν και την απάντηση. «Ήρθαν τα πάνω κάτω, χωρίς τα πάνω», μου απάντησε ένας τοίχος στα Γιάννενα, δείχνοντας το δρόμο της ιστορίας που κάποιος τον έγραψε στον τοίχο με μπογιά. Συλλογικότητες, ρεαλιστική αλληλεγγύη, συνεργατισμοί είναι η λύση στην απομόνωση και τη σκληρότητα του φασισμού. Τα πάνω πέφτουν στο λάκκο που έσκαψαν τα ίδια στον εαυτό τους και τα κάτω ήρθε η ώρα να αντεπιτεθούν με μεθόδους αντιιεραρχικές άμεσης δημοκρατίας, εγρήγορσης. Στο κάτω κάτω η επιμονή των συνθημάτων θα ξεκάνει τη νάρκωση του μπετονένιου ανθρώπου που για πρώτη φορά όσο ζω, τον βλέπω να στέκεται απέναντι στον τοίχο και να αναρωτιέται για το μέλλον των συνθημάτων και της κοινωνίας που δημιουργήθηκε ερήμην του. Το τελευταίο σύνθημα ψελλίζει δειλά δειλά την άνοδο των από τα κάτω, την κατάρρευση της ποπ εξουσίας που παραχωρεί τη θέση της σε πραγματικά και όχι τηλεοπτικά γεγονότα, έργα δηλαδή με πρωταγωνιστές τους αφτιασίδωτους πολίτες που η πούδρα της τηλεόρασης μάλλον θα έκρυβε την ομορφιά τους, παρά θα σουλούπωνε την αδιάφορη ασχήμια τους. Μένει να δούμε πόσες σελίδες θα γεμίσει ο συγγραφέας του τοίχου και πόσοι αναγνώστες θα καταφέρουν να φτάσουν ως την τελευταία σελίδα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου