Αυτό το ερώτημα το έθεσα σε έναν αρχιτέκτονα, τον Χάρη Σαββίδη. Το ζητούμενο στην κουβέντα ήταν πώς ένας Δήμος μπορεί να είναι αποτελεσματικός, και παράλληλα αυτόνομος, στη διαχείριση των εσόδων του και να κάνει πράξη όλα όσα χρειάζονται, χωρίς να έχει ανάγκη από το κρατικό χρήμα.
Δεν λέμε για μεγάλα έργα, άλλα για αυτά που στην ουσία αλλάζουν την εικόνα μιας μεγάλης πόλης. O κ. Σαββίδης πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό, άρχισε να μου σχεδιάζει την κάτοψη μιας μικρής πόλης και να μου απαντάει στο μεγάλο αυτό ερώτημα:
«Μερικά όχι απλά αλλά ουσιαστικά πράγματα.
Να διαχειρίζεται τον δημόσιο χώρο της πόλης του, ως ιδιοκτησία του, να τον συντηρεί και να τον βελτιώνει, ως κεφάλαιό του και να παλεύει τέλος για την υπεραξία του, ως καπιταλιστής.
Ο δημόσιος χώρος έχει όρια. Τα όριά του αρχίζουν και τελειώνουν στην πρόσοψη των ιδιοκτησιών του κάθε δρόμου. Η διαχείριση αυτού του πακέτου (πεζοδρόμιο, δρόμος, πλατεία, κ.λπ.) πρέπει να περάσει αποκλειστικά στον Δήμο (σήμερα είναι κάπου μεταξύ Δήμου, Υπουργείων, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας, κ.λπ.), ο οποίος μαζεύει έσοδα και πληρώνει έξοδα, προκειμένου να τον διατηρεί σε καλή κατάσταση, να τον εκμοντερνίζει διαρκώς και γενικώς να κάνει ό,τι απαιτείται ώστε ως κεφάλαιο να μη χάνει ποτέ την αξία του.
Να εξυπηρετεί και να προσέχει τους πολίτες και τους επισκέπτες της πόλης ως πελάτες, να τους παρέχει καλού επιπέδου υπηρεσίες ως να μπορούσαν να τις αγοράσουν και από άλλους φορείς (επιχειρήσεις) και τέλος να κερδίζει και κάτι (πουλώντας τες) διατηρώντας κατά το δυνατόν το κόστος σε ανταγωνιστικό επίπεδο. Στο σπίτι του ο καθένας παρέχει υπηρεσίες.
Η συλλογή των σκουπιδιών είναι μια υπηρεσία. Η διευκόλυνση της κίνησης των πολιτών είναι μια άλλη υπηρεσία. Η απόδοση έναντι ενοικίου χώρου τραπεζο-καθισμάτων είναι επίσης μια υπηρεσία. Από όλες αυτές τις υπηρεσίες ο Δήμος πρέπει να κερδίζει χρήματα. Πρέπει δηλαδή να τις πουλά λίγο ακριβότερα από αυτό που του κοστίζουν. Αν μέσα σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να υπάρξουν και ιδιωτικές εταιρείες (ας πούμε π.χ. για την συλλογή και εκμετάλλευση των σκουπιδιών), τότε θα πρέπει να ενδυναμώσουμε αυτό τον ανταγωνισμό και να επωφεληθούν οι πολίτες από αυτό.
Να αστυνομεύει το περιβάλλον μέσα στα όρια της πόλης, όπου κι αν υπάρχει δραστηριότητα, θεωρώντας περιβάλλον τις 5 διαστάσεις της δραστηριότητας αυτής (χώρος, χρόνος, χρήμα).
Είναι μεγάλο λάθος να θεωρούμε περιβαλλοντική προστασία την ποσότητα χτισμένου χώρου ή την απαγόρευση συγκεκριμένων χρήσεων. Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει καμία χρήση η οποία να μην απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, την μέτρηση των επιπτώσεων στα ζητήματα που απασχολούν την πόλη, όπως την επιβάρυνση του κυκλοφοριακού κ.λπ.
Για αυτούς τους λόγους είναι εντελώς άδικο να επιτρέπουμε ή να απαγορεύουμε εκ προοιμίου χρήσεις που στερούν την πόλη από ανάπτυξη χωρίς να εξετάζουμε το μέγεθος ή τα πιθανά θετικά που η χρήση αυτή θα αποφέρει. Θα μπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε τις πολεοδομικές και περιβαλλοντικές αρχές μιας πόλης ως μια «Περιβαλλοντική Αστυνομία», αποκομμένη από τις παντός τύπου αδειοδοτήσεις δραστηριοτήτων, αλλά που θα ελέγχει με την ίδια αυστηρότητα, καταπατήσεις δημοσίων χώρων ή οποιαδήποτε επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Να αντιμετωπίζει την κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ως υπεραξία για την πόλη του. Η ανθρώπινη δραστηριότητα δίνει αξία στην πόλη. Μόνο αυτή και τίποτε άλλο. Στα πλαίσια αυτά είναι εντελώς λάθος η αποτρεπτική πολιτική για οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο Δήμος έχει μόνο να κερδίσει από την επιτυχία της όποιας πρωτοβουλίας και οφείλει να την υποβοηθά και να την προστατεύει. Η αποτροπή χρήσεων, που για κάποιους θεωρούνται βεβαρυμμένες, έφεραν μεγάλο κακό σε σημεία της πόλης.
Ο διαχωρισμός της κατοικίας από το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη μεγαλύτερη παραγωγή έχουν κάνει περιοχές ανασφαλείς, αφού σε ορισμένες ώρες του 24ώρου νεκρώνουν, ενώ έχουν πολλαπλασιάσει τον κυκλοφοριακό φόρτο, λόγω της αναγκαστικής μετακίνησης από τα σημεία κατοικίας, στα σημεία εργασίας και διασκέδασης. Οι χρήσεις, όλες οι χρήσεις, πρέπει να είναι επιτρεπτές και ασφαλείς, όπου κι αν εκτελούνται. Να αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες με το σεβασμό που θα έδειχνε σε ένα υψηλό προσκεκλημένο. Να εξασφαλίζει για αυτούς τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, της υγείας και της αξιοπρέπειάς τους.
Η αξιοπρέπεια του πολίτη και ο σεβασμός των ελευθεριών του δεν είναι διαπραγματεύσιμο αγαθό, ούτε περιορίζεται σε νόμιμους και μη νόμιμους πολίτες. Δεν είναι δυνατόν οι μουσουλμανική πληθυσμοί της Αθήνας να μην έχουν τεμένη να προσευχηθούν (η σχετική ιστορία με το ένα και μοναδικό είναι τουλάχιστον αστεία…) και νεκροταφεία να ταφούν. Οι άστεγοι έχουν δικαίωμα στην καθαριότητα και την υγιεινή. Και οι εξαρτημένοι χρήστες ουσιών είναι ασθενείς και έχουν δικαίωμα στην περίθαλψη».
Τι προσδοκούμε λοιπόν από έναν δήμαρχο; Όχι να κάνει τα ακατόρθωτα, αλλά να μην κρύβεται πίσω από τη σκιά της συνήθειας και του σημερινού αυτοεξευτελισμού. Περιμένουμε από έναν δήμαρχο να δείξει το δρόμο της κανονικότητας -κανονικότητα είναι κατά τη γνώμη μου τα παραπάνω- και κάποτε να αρχίσει να σβήνει τους στόχους που πέτυχε. Και να θέτει νέους. Δεν έριξε πολύ μελάνι στο χαρτί, αλλά μου ακούστηκαν πολύ λογικά αυτά που εδώ και πολλά χρονιά κάποιοι τα θεωρούν ακατόρθωτα και πολύ δύσκολα να γίνουν πράξη.
ΥΓ.: Ο Χάρης Σαββίδης είναι ο αρχιτέκτονας δυο πολύ μεγάλων έργων της Αθήνας: της Όπερας και της νέας πτέρυγας του Ευαγγελισμού.
Δεν λέμε για μεγάλα έργα, άλλα για αυτά που στην ουσία αλλάζουν την εικόνα μιας μεγάλης πόλης. O κ. Σαββίδης πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό, άρχισε να μου σχεδιάζει την κάτοψη μιας μικρής πόλης και να μου απαντάει στο μεγάλο αυτό ερώτημα:
«Μερικά όχι απλά αλλά ουσιαστικά πράγματα.
Να διαχειρίζεται τον δημόσιο χώρο της πόλης του, ως ιδιοκτησία του, να τον συντηρεί και να τον βελτιώνει, ως κεφάλαιό του και να παλεύει τέλος για την υπεραξία του, ως καπιταλιστής.
Ο δημόσιος χώρος έχει όρια. Τα όριά του αρχίζουν και τελειώνουν στην πρόσοψη των ιδιοκτησιών του κάθε δρόμου. Η διαχείριση αυτού του πακέτου (πεζοδρόμιο, δρόμος, πλατεία, κ.λπ.) πρέπει να περάσει αποκλειστικά στον Δήμο (σήμερα είναι κάπου μεταξύ Δήμου, Υπουργείων, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας, κ.λπ.), ο οποίος μαζεύει έσοδα και πληρώνει έξοδα, προκειμένου να τον διατηρεί σε καλή κατάσταση, να τον εκμοντερνίζει διαρκώς και γενικώς να κάνει ό,τι απαιτείται ώστε ως κεφάλαιο να μη χάνει ποτέ την αξία του.
Να εξυπηρετεί και να προσέχει τους πολίτες και τους επισκέπτες της πόλης ως πελάτες, να τους παρέχει καλού επιπέδου υπηρεσίες ως να μπορούσαν να τις αγοράσουν και από άλλους φορείς (επιχειρήσεις) και τέλος να κερδίζει και κάτι (πουλώντας τες) διατηρώντας κατά το δυνατόν το κόστος σε ανταγωνιστικό επίπεδο. Στο σπίτι του ο καθένας παρέχει υπηρεσίες.
Η συλλογή των σκουπιδιών είναι μια υπηρεσία. Η διευκόλυνση της κίνησης των πολιτών είναι μια άλλη υπηρεσία. Η απόδοση έναντι ενοικίου χώρου τραπεζο-καθισμάτων είναι επίσης μια υπηρεσία. Από όλες αυτές τις υπηρεσίες ο Δήμος πρέπει να κερδίζει χρήματα. Πρέπει δηλαδή να τις πουλά λίγο ακριβότερα από αυτό που του κοστίζουν. Αν μέσα σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να υπάρξουν και ιδιωτικές εταιρείες (ας πούμε π.χ. για την συλλογή και εκμετάλλευση των σκουπιδιών), τότε θα πρέπει να ενδυναμώσουμε αυτό τον ανταγωνισμό και να επωφεληθούν οι πολίτες από αυτό.
Να αστυνομεύει το περιβάλλον μέσα στα όρια της πόλης, όπου κι αν υπάρχει δραστηριότητα, θεωρώντας περιβάλλον τις 5 διαστάσεις της δραστηριότητας αυτής (χώρος, χρόνος, χρήμα).
Είναι μεγάλο λάθος να θεωρούμε περιβαλλοντική προστασία την ποσότητα χτισμένου χώρου ή την απαγόρευση συγκεκριμένων χρήσεων. Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει καμία χρήση η οποία να μην απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, την μέτρηση των επιπτώσεων στα ζητήματα που απασχολούν την πόλη, όπως την επιβάρυνση του κυκλοφοριακού κ.λπ.
Για αυτούς τους λόγους είναι εντελώς άδικο να επιτρέπουμε ή να απαγορεύουμε εκ προοιμίου χρήσεις που στερούν την πόλη από ανάπτυξη χωρίς να εξετάζουμε το μέγεθος ή τα πιθανά θετικά που η χρήση αυτή θα αποφέρει. Θα μπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε τις πολεοδομικές και περιβαλλοντικές αρχές μιας πόλης ως μια «Περιβαλλοντική Αστυνομία», αποκομμένη από τις παντός τύπου αδειοδοτήσεις δραστηριοτήτων, αλλά που θα ελέγχει με την ίδια αυστηρότητα, καταπατήσεις δημοσίων χώρων ή οποιαδήποτε επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Να αντιμετωπίζει την κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ως υπεραξία για την πόλη του. Η ανθρώπινη δραστηριότητα δίνει αξία στην πόλη. Μόνο αυτή και τίποτε άλλο. Στα πλαίσια αυτά είναι εντελώς λάθος η αποτρεπτική πολιτική για οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο Δήμος έχει μόνο να κερδίσει από την επιτυχία της όποιας πρωτοβουλίας και οφείλει να την υποβοηθά και να την προστατεύει. Η αποτροπή χρήσεων, που για κάποιους θεωρούνται βεβαρυμμένες, έφεραν μεγάλο κακό σε σημεία της πόλης.
Ο διαχωρισμός της κατοικίας από το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη μεγαλύτερη παραγωγή έχουν κάνει περιοχές ανασφαλείς, αφού σε ορισμένες ώρες του 24ώρου νεκρώνουν, ενώ έχουν πολλαπλασιάσει τον κυκλοφοριακό φόρτο, λόγω της αναγκαστικής μετακίνησης από τα σημεία κατοικίας, στα σημεία εργασίας και διασκέδασης. Οι χρήσεις, όλες οι χρήσεις, πρέπει να είναι επιτρεπτές και ασφαλείς, όπου κι αν εκτελούνται. Να αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες με το σεβασμό που θα έδειχνε σε ένα υψηλό προσκεκλημένο. Να εξασφαλίζει για αυτούς τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, της υγείας και της αξιοπρέπειάς τους.
Η αξιοπρέπεια του πολίτη και ο σεβασμός των ελευθεριών του δεν είναι διαπραγματεύσιμο αγαθό, ούτε περιορίζεται σε νόμιμους και μη νόμιμους πολίτες. Δεν είναι δυνατόν οι μουσουλμανική πληθυσμοί της Αθήνας να μην έχουν τεμένη να προσευχηθούν (η σχετική ιστορία με το ένα και μοναδικό είναι τουλάχιστον αστεία…) και νεκροταφεία να ταφούν. Οι άστεγοι έχουν δικαίωμα στην καθαριότητα και την υγιεινή. Και οι εξαρτημένοι χρήστες ουσιών είναι ασθενείς και έχουν δικαίωμα στην περίθαλψη».
Τι προσδοκούμε λοιπόν από έναν δήμαρχο; Όχι να κάνει τα ακατόρθωτα, αλλά να μην κρύβεται πίσω από τη σκιά της συνήθειας και του σημερινού αυτοεξευτελισμού. Περιμένουμε από έναν δήμαρχο να δείξει το δρόμο της κανονικότητας -κανονικότητα είναι κατά τη γνώμη μου τα παραπάνω- και κάποτε να αρχίσει να σβήνει τους στόχους που πέτυχε. Και να θέτει νέους. Δεν έριξε πολύ μελάνι στο χαρτί, αλλά μου ακούστηκαν πολύ λογικά αυτά που εδώ και πολλά χρονιά κάποιοι τα θεωρούν ακατόρθωτα και πολύ δύσκολα να γίνουν πράξη.
ΥΓ.: Ο Χάρης Σαββίδης είναι ο αρχιτέκτονας δυο πολύ μεγάλων έργων της Αθήνας: της Όπερας και της νέας πτέρυγας του Ευαγγελισμού.
Νομίζω ότι ο Δήμαρχος της Λαμίας είναι εγκλωβισμένος σε ένα πολύ κακό διαχωριστικό καθεστώς που έχει κληρονομήσει . Το θέμα όμως δεν είναι η κληρονομιά που παρέλαβε αλλά η θέληση του να απαλλαγεί από αυτήν την κακή κληρονομιά. Η Λαμία των τελευταίων χρόνων αν εξαιρέσουμε την δημαρχεία του κ . Λ. Παπαδήμα δεν παρουσίασε τίποτα ουσιαστικό στον τομέα της ανάπτυξης της πόλης μας . Ο κ. Κοτρωνιάς είχε όλη την ευκαιρία να ανατρέψει όλο αυτό το κακό κατεστημένο και vα οδηγήσει την πόλη στην πρόοδο και στην ανάπτυξη . Δεν το έκανε όμως προτίμησε την τακτική του κουκουλώματος του ταξίματος και της ουσιαστικής αδιαφορίας απέναντι στα προβλήματα των πολιτών. Ενδιαφέρθηκε να βολέψει μόνο του ψηφοφόρους του και αυτούς όπως όπως διότι δεν υπήρχαν περιθώρια να τους βολέψει άλλους. Για τον κ. Κοτρωνιά δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τα χάλια της πολης . Είναι αδικαιολόγητος μετά από τόσα χρόνια στην δημαρχεία.
ΑπάντησηΔιαγραφή