Αυτή η χρονιά ήταν το κάτι άλλο! Ακραία καιρικά φαινόμενα, πλημμύρες, τυφώνες, καταιγίδες, καύσωνες, πρωτοφανής υποχώρηση των πάγων στον Αρκτικό κύκλο και η χειρότερη ξηρασία των τελευταίων γενεών να πλήττει την παραγωγή καλαμποκιού των ΗΠΑ. Όλα μαζί συνθέτουν την τέλεια καταιγίδα που φέρνει μαζί της το τσουνάμι της επερχόμενης διατροφικής κρίσης, με μειωμένη παραγωγή και αυξημένες τιμές παγκοσμίως των βασικών διατροφικών αγαθών, με σημαντικές επιπτώσεις για τον κόσμο και ειδικά για τους φτωχότερους.
«Κι εμάς τι μας κόφτει;» θα πει κάποιος. Κάνουμε λάθος αν πιστεύουμε ότι αυτό δεν αφορά εμάς και την Ελλάδα! Μια χώρα όπως η δική μας, με μεγάλο έλλειμμα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο και σε βαθιά οικονομική κρίση, έχει κάθε λόγο να βλέπει αυτές τις εξελίξεις με διπλή ανησυχία, αλλά και να επιβάλλεται να εφαρμόσει τις λύσεις που συμβάλλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας της.
Μια προσεκτική ανάγνωση στα αίτια που οδηγούν στην επικείμενη κρίση μάλλον θα μπερδέψει παρά θα αποσαφηνίσει τα πράγματα. Ειδικοί επιδίδονται στο αγαπημένο παιχνίδι τού «ποιος φταίει πιο πολύ». Είναι οι κλιματικές αλλαγές που επιτείνουν την ξηρασία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία – με τη σειρά τους – οδηγούν σε καταστροφή της σοδειάς; Μήπως η χρήση εντατικών μεθόδων γεωργίας και η επιλογή ασθενικών ποικιλιών (με μεγάλη απόδοση) έχει κάνει τη γεωργική παραγωγή ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ασθένειες ή ακραίες καιρικές πιέσεις; Μήπως οι αυξημένες απαιτήσεις για την παραγωγή βιοκαυσίμων έχουν οδηγήσει στη μείωση διαθέσιμης γης και αύξηση του κόστους παραγωγής τροφίμων (πεινάμε για να ταΐζουμε τα ντεπόζιτα δηλαδή); Μήπως η άνευ όρων κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο αγροτικών προϊόντων του Σικάγο (όπου πολυεθνικές και χρηματιστές κάνουν πάρτι, ανεβοκατεβάζοντας τις τιμές των βασικών διατροφικών προϊόντων) χτύπησε κόκκινο; Η απάντηση είναι «ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΖΙ και σε διαφορετικό βαθμό το καθένα»!
Το αποτέλεσμα είναι ότι συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά τρόφιμα. Γι’ αυτή την αλυσίδα της δυστυχίας δεν φταίει η κακή μας τύχη, αλλά ούτε η Μέρκελ! Η σημερινή πραγματικότητα αποκαλύπτει ένα οικονομικό σύστημα που, αντί να μετριάζει, επιταχύνει τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και κερδοσκοπεί πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία την οποία και τελικά διογκώνει.
Στην Ελλάδα, η εισαγωγή σόγιας – μεταλλαγμένης στο μεγαλύτερο μέρος της – που προορίζεται για ζωοτροφή αποτελεί μία οικονομική αιμορραγία εκατοντάδων εκατομμυρίων για τη χώρα. Το 2011 μόνο, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καταγράφηκε εισαγωγή 265.000 τόνων σογιόσπορου και 306.000 τόνων σογιόπιτας, εκ των οποίων το 70% (δηλαδή 400.000 τόνοι) ήταν μεταλλαγμένο.
Η προώθηση της καλλιέργειας ντόπιων κτηνοτροφικών φυτών για την παραγωγή ζωοτροφών μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας, εν ώρα οικονομικής κρίσης. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν τη σταδιακή αντικατάσταση της εισαγόμενης και πολύ συχνά μεταλλαγμένης σόγιας, από τα παραδοσιακά ελληνικά, πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά φυτά (όπως το ρεβίθι, το κουκί, το λούπινο και το μπιζέλι), που θα καλλιεργούν στην ελληνική γη οι αγρότες μας. Τα προτερήματα; Πολλά! Η στροφή στην καλλιέργεια ντόπιων κτηνοτροφικών φυτών:
– στηρίζει τη βιώσιμη γεωργία και τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα,
– ενισχύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ελληνικών προϊόντων στην εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά ζωικών προϊόντων
– βάζει φρένο στις εισαγωγές μεταλλαγμένων στη χώρα και
– προσφέρει σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων το έχει εξαγγείλει άλλωστε στις άμεσες προτεραιότητές του. Περιμένουμε έργα! Ελληνικές βιομηχανίες ζωικών προϊόντων (γάλα, κρέας, αβγά κ.ο.κ.) διαγκωνίζονται ήδη ως προς την ελληνικότητα των προϊόντων τους. Μέχρι τώρα, όμως, οι εταιρείες αυτές περιορίζονται σε διαφημιστικούς και μόνο ισχυρισμούς, χωρίς να έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες παραγωγής ντόπιων ζωοτροφών, καθαρών από μεταλλαγμένα. Είναι πια καιρός να γίνουν τα λόγια τους πράξη! Η ευθύνη των βιομηχανιών τροφίμων δεν αποδεικνύεται στους καταναλωτές με γαλανόλευκες στις συσκευασίες, αλλά από την πραγματική συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη, την απαραίτητη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος. Έλα, λοιπόν, πάμε!
*Ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι Διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace
«Κι εμάς τι μας κόφτει;» θα πει κάποιος. Κάνουμε λάθος αν πιστεύουμε ότι αυτό δεν αφορά εμάς και την Ελλάδα! Μια χώρα όπως η δική μας, με μεγάλο έλλειμμα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο και σε βαθιά οικονομική κρίση, έχει κάθε λόγο να βλέπει αυτές τις εξελίξεις με διπλή ανησυχία, αλλά και να επιβάλλεται να εφαρμόσει τις λύσεις που συμβάλλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας της.
Μια προσεκτική ανάγνωση στα αίτια που οδηγούν στην επικείμενη κρίση μάλλον θα μπερδέψει παρά θα αποσαφηνίσει τα πράγματα. Ειδικοί επιδίδονται στο αγαπημένο παιχνίδι τού «ποιος φταίει πιο πολύ». Είναι οι κλιματικές αλλαγές που επιτείνουν την ξηρασία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία – με τη σειρά τους – οδηγούν σε καταστροφή της σοδειάς; Μήπως η χρήση εντατικών μεθόδων γεωργίας και η επιλογή ασθενικών ποικιλιών (με μεγάλη απόδοση) έχει κάνει τη γεωργική παραγωγή ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ασθένειες ή ακραίες καιρικές πιέσεις; Μήπως οι αυξημένες απαιτήσεις για την παραγωγή βιοκαυσίμων έχουν οδηγήσει στη μείωση διαθέσιμης γης και αύξηση του κόστους παραγωγής τροφίμων (πεινάμε για να ταΐζουμε τα ντεπόζιτα δηλαδή); Μήπως η άνευ όρων κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο αγροτικών προϊόντων του Σικάγο (όπου πολυεθνικές και χρηματιστές κάνουν πάρτι, ανεβοκατεβάζοντας τις τιμές των βασικών διατροφικών προϊόντων) χτύπησε κόκκινο; Η απάντηση είναι «ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΖΙ και σε διαφορετικό βαθμό το καθένα»!
Το αποτέλεσμα είναι ότι συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά τρόφιμα. Γι’ αυτή την αλυσίδα της δυστυχίας δεν φταίει η κακή μας τύχη, αλλά ούτε η Μέρκελ! Η σημερινή πραγματικότητα αποκαλύπτει ένα οικονομικό σύστημα που, αντί να μετριάζει, επιταχύνει τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και κερδοσκοπεί πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία την οποία και τελικά διογκώνει.
Στην Ελλάδα, η εισαγωγή σόγιας – μεταλλαγμένης στο μεγαλύτερο μέρος της – που προορίζεται για ζωοτροφή αποτελεί μία οικονομική αιμορραγία εκατοντάδων εκατομμυρίων για τη χώρα. Το 2011 μόνο, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καταγράφηκε εισαγωγή 265.000 τόνων σογιόσπορου και 306.000 τόνων σογιόπιτας, εκ των οποίων το 70% (δηλαδή 400.000 τόνοι) ήταν μεταλλαγμένο.
Η προώθηση της καλλιέργειας ντόπιων κτηνοτροφικών φυτών για την παραγωγή ζωοτροφών μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας, εν ώρα οικονομικής κρίσης. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν τη σταδιακή αντικατάσταση της εισαγόμενης και πολύ συχνά μεταλλαγμένης σόγιας, από τα παραδοσιακά ελληνικά, πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά φυτά (όπως το ρεβίθι, το κουκί, το λούπινο και το μπιζέλι), που θα καλλιεργούν στην ελληνική γη οι αγρότες μας. Τα προτερήματα; Πολλά! Η στροφή στην καλλιέργεια ντόπιων κτηνοτροφικών φυτών:
– στηρίζει τη βιώσιμη γεωργία και τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα,
– ενισχύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ελληνικών προϊόντων στην εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά ζωικών προϊόντων
– βάζει φρένο στις εισαγωγές μεταλλαγμένων στη χώρα και
– προσφέρει σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων το έχει εξαγγείλει άλλωστε στις άμεσες προτεραιότητές του. Περιμένουμε έργα! Ελληνικές βιομηχανίες ζωικών προϊόντων (γάλα, κρέας, αβγά κ.ο.κ.) διαγκωνίζονται ήδη ως προς την ελληνικότητα των προϊόντων τους. Μέχρι τώρα, όμως, οι εταιρείες αυτές περιορίζονται σε διαφημιστικούς και μόνο ισχυρισμούς, χωρίς να έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες παραγωγής ντόπιων ζωοτροφών, καθαρών από μεταλλαγμένα. Είναι πια καιρός να γίνουν τα λόγια τους πράξη! Η ευθύνη των βιομηχανιών τροφίμων δεν αποδεικνύεται στους καταναλωτές με γαλανόλευκες στις συσκευασίες, αλλά από την πραγματική συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη, την απαραίτητη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος. Έλα, λοιπόν, πάμε!
*Ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι Διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου