Το παραλιακό σπίτι με τις πικροδάφνες του Ανδρέα Καρκαβίτσα στην παραλία των Λεχαινών ισοπεδώθηκε πριν από δύο ημέρες. Το γκρέμισαν οι άνθρωποι του Συλλόγου Οικιστών(αυθαιρέτων), με απόφαση της γενικής τους συνέλευσης, καθώς όπως υποστηρίζουν επρόκειτο για «ένα ερείπιο-εστία μόλυνσης για την περιοχή τους». Εδώ ο κόσμος χάνεται βαρκούλες αρμενίζουν θα μου πείτε! Ο ενδημικός «κίτρινος πυρετός» εξαπλώνεται μεσούντος του αγίου ελληνικού θέρους. Η «επανάσταση των Ταξί» (πήρε λοιπόν …το ταξί η επανάσταση και δεν το πήραμε είδηση; Και συνεχίζουμε οι ανόητοι «πεζή»;) τελεί σε πλήρη εξέλιξη. Και καθώς η «επιλεκτική χρεωκοπία» είναι πια δηλωμένο καθεστώς (ενώ η ειλικρινής και καθ’ ολοκληρίαν χρεοκοπία έχει προ πολλού παγιωθεί σε ολόκληρη την -πάντοτε ανήξερη, ανύποπτη και άμοιρη- κοινωνική διαστρωμάτωση …) καθόμαστε κι ασχολούμαστε τώρα με «το σπίτι του Καρκαβίτσα»;
Δεν θα είχα καθόλου ασχοληθεί με το θέμα -σάμπως είναι η πρώτη φορά που θ’ αντικρίσουμε ασχημίες τέτοιας λογής στην απέραντη «παράγκα του χειμώνα»;- αν δεν με είχαν απασχολήσει τρία θέματα: Πρώτα, αυτή ή εξοργιστική χειρονομία των «οικιστών» των Λεχαινών που αποκτά έναν «πανεθνικά» συμβολικό θαρρείς χαρακτήρα. Ύστερα, η παράσυρση για μια ακόμα φορά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων (ακόμη και εγκρίτων: http://www.tziantzi.gr/2011/07/blog-post_24.html) από μη καλώς διασταυρωμένες πληροφορίες. Και έπειτα, η πασιφανής κατάργηση στην πράξη του ρόλου της λεγόμενης «τοπικής αυτοδιοίκησης». αυτού του εσμού ερασιτεχνών που με τις συγκεκαλυμένες συμφεροντολογικές βλέψεις συσπειρώνεται -δυστυχώς στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων- κάθε φορά γύρω από τον άξονα της εξουσίας προκειμένου να ασχοληθεί με τα κοινά ενός τόπου.
Δήλωσε λοιπόν η εκπρόσωπος τους συλλόγου των (παρανόμων) οικιστών ονόματι Ζωή Τσουράπα ότι : «ο χρόνος είχε κατεδαφίσει το σπίτι και ότι είχε απομείνει μια μικρή γωνία-ένα μέτρο από τη μία και εκατοστά από την άλλη» και ότι «στη συνέχεια ο Σύλλογος Οικιστών σκοπεύει να φτιάξει μια τιμητική αναμνηστική πλακέτα για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα». Ο «σύλλογος οικιστών Λεχαινών» είναι -προφανώς- αναγνωρισμένος από το ελληνικό κράτος σύλλογος πολιτών οι οποίοι αγάλι-αγάλι έχτισαν στον αιγιαλό της περιοχής εδώ και πάρα πολλά χρόνια και αναμένουν (και ασφαλώς θα επιτύχουν κάποτε) την δικαίωση των θυσιών που κατέβαλαν για την αυθαίρετη και κουλοβάχατη διάπλαση της παραλίας της περιοχής αυτής της Ηλείας, εις δόξαν του αιώνος της ανίκητης ελληνική πειρατείας. Αφού όμως ο σύλλογος θα ευαρεστηθεί να στήσει και την (sic) αναμνηστική πλακέτα (που θα την τοποθετήσει άραγε;) σχεδόν δεν μας πέφτει λόγος πια. Έχουμε αποστομωθεί οριστικά κι αμετάκλητα (αλλά και αποσβoλωθεί) με το μέγεθος της αναίδειας.
Οι (επιεικώς) θρασύτατοι οικιστές, αφού ολοκλήρωσαν το έργο της κατεδάφισης «του σπιτιού με τις πικροδάφνες» κάλεσαν τους αγράμματους του δήμου να απομακρύνουν τα μπάζα. Διαβάζουμε (πάλι στις εφημερίδες): «Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών στον Δήμο Ανδραβίδας Κυλλήνης (...), ο οποίος αμέσως μετά το γκρέμισμα του σπιτιού εμφανίστηκε να μαζεύει τα μπάζα από την παραλία, εξήγησε ότι ο Δήμος δεν εμπλέκεται στην κατεδάφιση του σπιτιού, ενώ η παρουσία του στον καθαρισμό της παραλίας ήταν ιδιωτική». «Με φώναξαν οι οικιστές να καθαρίσω την παραλία. Δεν γνώριζα, ότι το ερείπιο ήταν το παραλιακό σπίτι του Καρκαβίτσα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα αντιδρούσα διαφορετικά» υποστήριξε κατηγορηματικά και διευκρίνισε ότι η πρόεδρος των Οικιστών Ζωή Τσουράπα τον κάλεσε να πετάξει τα μπάζα σαν ιδιώτης».
Δεν είχαμε καμιά απολύτως αμφιβολία ότι ως …ιδιώτης -με την αρχαία, και επιβαρυντική λίαν για την νοητική του κατάσταση, σημασία της λέξεως- προσέτρεξε ο αντιδήμαρχος στον «τόπο του εγκλήματος». («Ιδιώτευε μες στο ανερυθρίαστο» που θα ’λεγε κι ο μακαρίτης ο Ελύτης…). Η πάνδηλη «εγκεφαλική μαλάκυνση» και η εμφανής κολοκυνθοποίηση στον δημόσιο βίο των σύγχρονων ελλήνων δεν εκπλήσσει πια κανέναν.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1866. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε ενεργά μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της Κρήτης στα 1897 καθώς και στις διαδικασίες του κινήματος του 1909 στο Γουδί . Για τους λόγους αυτούς και «ανταμείφθηκε» από την πατρίδα με εξορία το 1916 στη Γέρα στης Λέσβου. Πέθανε από φυματίωση στο Μαρούσι της Αθήνας στα 1922. Θεωρείται από τους κορυφαίους διηγηματογράφους της εποχής. Το σπίτι στη θέση Μαλκάς της παραλίας των Λεχαινών ή σπίτι με τις πικροδάφνες δεν ανήκει στον ίδιο τον συγγραφέα. Ανήκει βέβαια στην οικογένεια του καθώς πιο συγκεκριμένα έχει κτιστεί από τον, επίσης (πλην όμως ελάσσονα) διηγηματογράφο, αδερφό του Κώστα Καρκαβίτσα. Το σπίτι -σχεδόν ένα ετοιμοθάνατο χθαμαλό καλύβι- κρίνοντας από τις τελευταίες φωτογραφίες που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Ίσως οι πικροδάφνες ν’ άξιζαν πιότερο στο μέρος εκείνο. Το σπίτι αυτό όμως, επί σειράν ετών υπήρξε σχεδόν το μόνιμο επιχείρημα για την νομιμοποίηση (ή ανοχή εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας) κάθε αυθαιρεσίας που προέκυπτε στην περιοχή από το μέρος των οικιστών: «Αφού υπάρχει και το σπίτι του Καρκαβίτσα εδώ … ορίστε, σαν θεματοφύλακες της ιερής του μνήμης ήρθαμε και μείς!» και δώστου οι «δίκαιες απαιτήσεις» στη συνέχεια πότε για τα γεωργικά ή άλλα λύματα που εκβάλλουν στη θάλασσά τους και νά και οι (πάντοτε) λογικές διεκδικήσεις, για τον πολιτισμό που θέσπιζε η παρουσία των «οικιστών» (πλήν όμως …βαρβάρων) εκεί.
Γράφει ο συγγραφέας Διονύσης Κράγκαρης που εκδίδει μεταξύ άλλων και το περιοδικό «Ανδρέας Καρκαβίτσας» στο -πολύ καλό του- «Ημερολόγιον πεδιάδος»:
«Επ’ ευκαιρία: Το σπιτάκι στη παραλία του Αϊ Θανάση είναι του επίσης διηγηματογράφου , Κώστα Καρκαβίτσα, αδελφού του διάσημου Ανδρέα. Αυτός το έφτιαξε, όπως και το χωμένο τώρα πια αρτεσιανό και παραθέριζε εκεί φιλοξενώντας τον αδελφό του Γρηγορίου Ξενόπουλου, τον Στέφανο, ζωγράφο αυτόν. Επόμενο είναι μερικοί να μπερδεύουν τα αδέλφια, όπως μπερδεμένες είναι και οι απόψεις τους περί νομιμότητας. Π.χ. Τί είναι πιο παράνομο, το αντλιοστάσιο ή ο οικισμός;
Και καταλήγει στο κείμενό του: (…) Ως πότε άραγε κάποιοι θα μπερδεύουν τον Κώστα με τον Ανδρέα και τα αυθαίρετα με τα απόβλητα;». 2
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και το (υποτιθέμενο) σπίτι του χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι για τις ασχημίες και απρέπειες των Ηλείων έξη σχεδόν γενιές μετά από τον συγγραφέα. Θα ήταν όμως σπουδαίο να τον θυμούνται οι συντοπίτες του όχι από το ρημαγμένο -κι ανύπαρκτο τώρα πια- καλύβι του αδερφού του μα από «Το γιούσουρι» από «Τα λόγια της πλώρης» που εκείνος έγραφε στα 1899. Το ωραίο κείμενο κλείνει:
«Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυο χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου! Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σα στοιχειό.
Κ' εγώ Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άγιος Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κ' ετοιμόρροπος τώρα δεν θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!». 3
Το παραπάνω τολμώ να το αντιπαραβάλλω με απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε μισόν αιώνα μετά, στα 1952, και σχεδόν πραγματεύεται το ίδιο θέμα:
«Στο τέλος, ήρθε ένας, και ρίχτηκε στο κεφάλι , και τότε πια κατάλαβε πως όλα τελειώσανε. Κατέβασε τη λαγουδέρα κατακέφαλα στον καρχαρία, τη στιγμή που τα σαγόνια του είχανε σφηνωθεί στο κεφάλι του ψαριού, επειδή δεν μπόραγε να το ξεσχίσει. Την κατέβασε ξανά, και ξανά. Άκουσε τη λαγουδέρα να σπάζει, κι εκείνος ακόμα χτύπαγε με το σπασμένο κομμάτι. Τόνοιωσε να χώνεται στο κεφάλι, και ξέροντας πως ήτανε σουβλερό μπροστά, χτύπαγε με μανία. Ο καρχαρίας παράτησε το ψάρι, και κυλίστηκε μακριά. Αυτός ήταν ο τελευταίος καρχαρίας από το κοπάδι που ήρθε. Δεν απόμεινε τίποτα πια για φάγωμα.
Ο γέρος ανάσαινε με δυσκολία, και στο στόμα του ένιωθε μια παράξενη γεύση. Μια αγανάδα και μια γλύκα μαζί, και για μια στιγμή τρόμαξε. Μα αυτά ήτανε ψιλοπράγματα.
Έφτυσε στον ωκεανό, και είπε:
-Φάτε το galanos. Και ιδέστε στον ύπνο σας, πως σκοτώσατε έναν άνθρωπο. Ήξερε πως νικήθηκε ανεπανόρθωτα και για πάντα». 4
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Ο γέρος και η θάλασσα» και ο συγγραφέας του Έρνεστ Χεμινγουέι τιμήθηκε με το νόμπελ Λογοτεχνίας στα 1954.
Να πώς παντρεύεται η υψηλή λογοτεχνία. Και να πώς οι τόποι υπάρχουν και ξανά-υπάρχουν μέσα από τους πνευματικούς δημιουργούς. Αν απόμεναν μονάχα οι «οικιστές» και οι ασήμαντες λεπτομέρειες του ανθρώπινου βίου τότε, δυστυχώς θα ήσαν:
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες. 5
A ν α φ ο ρ έ ς
1. Εφημ. «Καθημερινή» 15.7.2011
2. Διονύσης Κράγκαρης, «Ημερολόγιον Πεδιάδος», Οροπέδιο 2010
3. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Λόγια της Πλώρης» , ΑΣΕ 1978
4. Έρνεστ Χεμινγουέϊ, «Ο γέρος και η θάλασσα», μτφρ. Γ. Αλεξίου, Ζαχαρόπουλος 1986
5. T.S. Eliot από την «Έρημη χώρα», μετφρ. Γ. Σεφέρη , Ίκαρος 2009
PRESSINACTION.GR
Δεν θα είχα καθόλου ασχοληθεί με το θέμα -σάμπως είναι η πρώτη φορά που θ’ αντικρίσουμε ασχημίες τέτοιας λογής στην απέραντη «παράγκα του χειμώνα»;- αν δεν με είχαν απασχολήσει τρία θέματα: Πρώτα, αυτή ή εξοργιστική χειρονομία των «οικιστών» των Λεχαινών που αποκτά έναν «πανεθνικά» συμβολικό θαρρείς χαρακτήρα. Ύστερα, η παράσυρση για μια ακόμα φορά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων (ακόμη και εγκρίτων: http://www.tziantzi.gr/2011/07/blog-post_24.html) από μη καλώς διασταυρωμένες πληροφορίες. Και έπειτα, η πασιφανής κατάργηση στην πράξη του ρόλου της λεγόμενης «τοπικής αυτοδιοίκησης». αυτού του εσμού ερασιτεχνών που με τις συγκεκαλυμένες συμφεροντολογικές βλέψεις συσπειρώνεται -δυστυχώς στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων- κάθε φορά γύρω από τον άξονα της εξουσίας προκειμένου να ασχοληθεί με τα κοινά ενός τόπου.
Δήλωσε λοιπόν η εκπρόσωπος τους συλλόγου των (παρανόμων) οικιστών ονόματι Ζωή Τσουράπα ότι : «ο χρόνος είχε κατεδαφίσει το σπίτι και ότι είχε απομείνει μια μικρή γωνία-ένα μέτρο από τη μία και εκατοστά από την άλλη» και ότι «στη συνέχεια ο Σύλλογος Οικιστών σκοπεύει να φτιάξει μια τιμητική αναμνηστική πλακέτα για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα». Ο «σύλλογος οικιστών Λεχαινών» είναι -προφανώς- αναγνωρισμένος από το ελληνικό κράτος σύλλογος πολιτών οι οποίοι αγάλι-αγάλι έχτισαν στον αιγιαλό της περιοχής εδώ και πάρα πολλά χρόνια και αναμένουν (και ασφαλώς θα επιτύχουν κάποτε) την δικαίωση των θυσιών που κατέβαλαν για την αυθαίρετη και κουλοβάχατη διάπλαση της παραλίας της περιοχής αυτής της Ηλείας, εις δόξαν του αιώνος της ανίκητης ελληνική πειρατείας. Αφού όμως ο σύλλογος θα ευαρεστηθεί να στήσει και την (sic) αναμνηστική πλακέτα (που θα την τοποθετήσει άραγε;) σχεδόν δεν μας πέφτει λόγος πια. Έχουμε αποστομωθεί οριστικά κι αμετάκλητα (αλλά και αποσβoλωθεί) με το μέγεθος της αναίδειας.
Οι (επιεικώς) θρασύτατοι οικιστές, αφού ολοκλήρωσαν το έργο της κατεδάφισης «του σπιτιού με τις πικροδάφνες» κάλεσαν τους αγράμματους του δήμου να απομακρύνουν τα μπάζα. Διαβάζουμε (πάλι στις εφημερίδες): «Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών στον Δήμο Ανδραβίδας Κυλλήνης (...), ο οποίος αμέσως μετά το γκρέμισμα του σπιτιού εμφανίστηκε να μαζεύει τα μπάζα από την παραλία, εξήγησε ότι ο Δήμος δεν εμπλέκεται στην κατεδάφιση του σπιτιού, ενώ η παρουσία του στον καθαρισμό της παραλίας ήταν ιδιωτική». «Με φώναξαν οι οικιστές να καθαρίσω την παραλία. Δεν γνώριζα, ότι το ερείπιο ήταν το παραλιακό σπίτι του Καρκαβίτσα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα αντιδρούσα διαφορετικά» υποστήριξε κατηγορηματικά και διευκρίνισε ότι η πρόεδρος των Οικιστών Ζωή Τσουράπα τον κάλεσε να πετάξει τα μπάζα σαν ιδιώτης».
Δεν είχαμε καμιά απολύτως αμφιβολία ότι ως …ιδιώτης -με την αρχαία, και επιβαρυντική λίαν για την νοητική του κατάσταση, σημασία της λέξεως- προσέτρεξε ο αντιδήμαρχος στον «τόπο του εγκλήματος». («Ιδιώτευε μες στο ανερυθρίαστο» που θα ’λεγε κι ο μακαρίτης ο Ελύτης…). Η πάνδηλη «εγκεφαλική μαλάκυνση» και η εμφανής κολοκυνθοποίηση στον δημόσιο βίο των σύγχρονων ελλήνων δεν εκπλήσσει πια κανέναν.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1866. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε ενεργά μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της Κρήτης στα 1897 καθώς και στις διαδικασίες του κινήματος του 1909 στο Γουδί . Για τους λόγους αυτούς και «ανταμείφθηκε» από την πατρίδα με εξορία το 1916 στη Γέρα στης Λέσβου. Πέθανε από φυματίωση στο Μαρούσι της Αθήνας στα 1922. Θεωρείται από τους κορυφαίους διηγηματογράφους της εποχής. Το σπίτι στη θέση Μαλκάς της παραλίας των Λεχαινών ή σπίτι με τις πικροδάφνες δεν ανήκει στον ίδιο τον συγγραφέα. Ανήκει βέβαια στην οικογένεια του καθώς πιο συγκεκριμένα έχει κτιστεί από τον, επίσης (πλην όμως ελάσσονα) διηγηματογράφο, αδερφό του Κώστα Καρκαβίτσα. Το σπίτι -σχεδόν ένα ετοιμοθάνατο χθαμαλό καλύβι- κρίνοντας από τις τελευταίες φωτογραφίες που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Ίσως οι πικροδάφνες ν’ άξιζαν πιότερο στο μέρος εκείνο. Το σπίτι αυτό όμως, επί σειράν ετών υπήρξε σχεδόν το μόνιμο επιχείρημα για την νομιμοποίηση (ή ανοχή εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας) κάθε αυθαιρεσίας που προέκυπτε στην περιοχή από το μέρος των οικιστών: «Αφού υπάρχει και το σπίτι του Καρκαβίτσα εδώ … ορίστε, σαν θεματοφύλακες της ιερής του μνήμης ήρθαμε και μείς!» και δώστου οι «δίκαιες απαιτήσεις» στη συνέχεια πότε για τα γεωργικά ή άλλα λύματα που εκβάλλουν στη θάλασσά τους και νά και οι (πάντοτε) λογικές διεκδικήσεις, για τον πολιτισμό που θέσπιζε η παρουσία των «οικιστών» (πλήν όμως …βαρβάρων) εκεί.
Γράφει ο συγγραφέας Διονύσης Κράγκαρης που εκδίδει μεταξύ άλλων και το περιοδικό «Ανδρέας Καρκαβίτσας» στο -πολύ καλό του- «Ημερολόγιον πεδιάδος»:
«Επ’ ευκαιρία: Το σπιτάκι στη παραλία του Αϊ Θανάση είναι του επίσης διηγηματογράφου , Κώστα Καρκαβίτσα, αδελφού του διάσημου Ανδρέα. Αυτός το έφτιαξε, όπως και το χωμένο τώρα πια αρτεσιανό και παραθέριζε εκεί φιλοξενώντας τον αδελφό του Γρηγορίου Ξενόπουλου, τον Στέφανο, ζωγράφο αυτόν. Επόμενο είναι μερικοί να μπερδεύουν τα αδέλφια, όπως μπερδεμένες είναι και οι απόψεις τους περί νομιμότητας. Π.χ. Τί είναι πιο παράνομο, το αντλιοστάσιο ή ο οικισμός;
Και καταλήγει στο κείμενό του: (…) Ως πότε άραγε κάποιοι θα μπερδεύουν τον Κώστα με τον Ανδρέα και τα αυθαίρετα με τα απόβλητα;». 2
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και το (υποτιθέμενο) σπίτι του χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι για τις ασχημίες και απρέπειες των Ηλείων έξη σχεδόν γενιές μετά από τον συγγραφέα. Θα ήταν όμως σπουδαίο να τον θυμούνται οι συντοπίτες του όχι από το ρημαγμένο -κι ανύπαρκτο τώρα πια- καλύβι του αδερφού του μα από «Το γιούσουρι» από «Τα λόγια της πλώρης» που εκείνος έγραφε στα 1899. Το ωραίο κείμενο κλείνει:
«Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυο χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου! Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σα στοιχειό.
Κ' εγώ Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άγιος Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κ' ετοιμόρροπος τώρα δεν θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!». 3
Το παραπάνω τολμώ να το αντιπαραβάλλω με απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε μισόν αιώνα μετά, στα 1952, και σχεδόν πραγματεύεται το ίδιο θέμα:
«Στο τέλος, ήρθε ένας, και ρίχτηκε στο κεφάλι , και τότε πια κατάλαβε πως όλα τελειώσανε. Κατέβασε τη λαγουδέρα κατακέφαλα στον καρχαρία, τη στιγμή που τα σαγόνια του είχανε σφηνωθεί στο κεφάλι του ψαριού, επειδή δεν μπόραγε να το ξεσχίσει. Την κατέβασε ξανά, και ξανά. Άκουσε τη λαγουδέρα να σπάζει, κι εκείνος ακόμα χτύπαγε με το σπασμένο κομμάτι. Τόνοιωσε να χώνεται στο κεφάλι, και ξέροντας πως ήτανε σουβλερό μπροστά, χτύπαγε με μανία. Ο καρχαρίας παράτησε το ψάρι, και κυλίστηκε μακριά. Αυτός ήταν ο τελευταίος καρχαρίας από το κοπάδι που ήρθε. Δεν απόμεινε τίποτα πια για φάγωμα.
Ο γέρος ανάσαινε με δυσκολία, και στο στόμα του ένιωθε μια παράξενη γεύση. Μια αγανάδα και μια γλύκα μαζί, και για μια στιγμή τρόμαξε. Μα αυτά ήτανε ψιλοπράγματα.
Έφτυσε στον ωκεανό, και είπε:
-Φάτε το galanos. Και ιδέστε στον ύπνο σας, πως σκοτώσατε έναν άνθρωπο. Ήξερε πως νικήθηκε ανεπανόρθωτα και για πάντα». 4
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Ο γέρος και η θάλασσα» και ο συγγραφέας του Έρνεστ Χεμινγουέι τιμήθηκε με το νόμπελ Λογοτεχνίας στα 1954.
Να πώς παντρεύεται η υψηλή λογοτεχνία. Και να πώς οι τόποι υπάρχουν και ξανά-υπάρχουν μέσα από τους πνευματικούς δημιουργούς. Αν απόμεναν μονάχα οι «οικιστές» και οι ασήμαντες λεπτομέρειες του ανθρώπινου βίου τότε, δυστυχώς θα ήσαν:
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες. 5
A ν α φ ο ρ έ ς
1. Εφημ. «Καθημερινή» 15.7.2011
2. Διονύσης Κράγκαρης, «Ημερολόγιον Πεδιάδος», Οροπέδιο 2010
3. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Λόγια της Πλώρης» , ΑΣΕ 1978
4. Έρνεστ Χεμινγουέϊ, «Ο γέρος και η θάλασσα», μτφρ. Γ. Αλεξίου, Ζαχαρόπουλος 1986
5. T.S. Eliot από την «Έρημη χώρα», μετφρ. Γ. Σεφέρη , Ίκαρος 2009
PRESSINACTION.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου