Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Πληρώσαμε ακριβά τους «πεφωτισμένους»

– Ζητείται ορθός λόγος
Το τελευταίο διάστημα η κοινωνία βρίσκεται σε αναταραχή, σχεδόν σε πανικό. Η οικονομική κρίση (όχι μόνο στο εσωτερικό) έχει δημιουργήσει συνθήκες αναβρασμού, αβεβαιότητας και φόβου. Οι προφορικές και γραπτές αναφορές και αποτυπώσεις απόψεων διακρίνονται πολλές φορές από ένταση, έλλειψη ψυχραιμίας και νηφαλιότητας. Η αμφισβήτηση για τα πάντα κυριαρχεί και, δυστυχώς, συχνά διατυπώνονται απόλυτες απόψεις και βγαίνουν λανθασμένα συμπεράσματα (θετικά ή αρνητικά) με βάση ατεκμηρίωτες γενικεύσεις. Οι κραυγές σκεπάζουν τις χαμηλόφωνες φωνές και πολλές φορές δεν έχει σημασία τι λέγεται αλλά από ποιον λέγεται (όχι ότι κι’ αυτό είναι άνευ σημασίας).

Όμως, ιδιαίτερα τώρα, που η κρίση και η παρακμή είναι μεγάλη, (σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής) και η αμφισβήτηση αγγίζει τα πάντα, ακόμα και τους πυλώνες της κοινωνίας (Πολιτικό σύστημα, Παιδεία/Εκπαίδευση, Θρησκεία), απαιτείται ο ορθός λόγος, δηλαδή ο λόγος που με τεκμηριωμένα επιχειρήματα (όχι κραυγές και συνθήματα) θα προσπαθήσει να πείσει υπέρ της μιας άποψης ή της άλλης. Απαιτείται ο σεβασμός της άλλης άποψης και όχι η συκοφάντηση και ακύρωσή της με ατεκμηρίωτη ενοχοποίηση της και με βάση μη αποδεικνυόμενες γενικεύσεις και λαϊκισμούς. Μπορείς να απορρίψεις μια άποψη αναλύοντας την και τεκμηριώνοντας ορθολογικά την αντίθεσή σου, κάνοντας εξ αρχής γνωστά τις αναφορές και τα κριτήρια σου (ιδεολογικά, οικονομικά κλπ.).
Για παράδειγμα, τώρα που πολύς λόγος γίνεται για το νέο θεσμικό πλαίσιο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ακούγονται και γράφονται γενικόλογες, ατεκμηρίωτες, απόλυτες και αφοριστικές απόψεις και εκτιμήσεις του τύπου «…οι διεφθαρμένοι και ανεπαρκείς Πανεπιστημιακοί έχουν καταστρέψει τα Πανεπιστήμια και πρέπει να δεχθούν χωρίς αντίρρηση το νέο νόμο» ή «…το διεφθαρμένο υπουργείο Παιδείας καταστρέφει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με το νέο νόμο».
Δεν είναι, λοιπόν, λογικό, αλλά κυρίως χρήσιμο, να υπάρχει μια συστηματική και σοβαρή ανάλυση (αν πρόκειται για τόσο σοβαρό θέμα, όπως ο νέος νόμος, ανάλυση για κάθε άρθρο του), ώστε με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (πχ. αυτοδιοίκηση, κοινωνική λογοδοσία, ποιότητα σπουδών, εξωστρέφεια, χρηματοδότηση) -που, βεβαίως, η προσέγγιση τους ποικίλλει από αναλυτή σε αναλυτή (πχ. ανάλογα με την ιδεολογική του αφετηρία, τη συγκεκριμένη γνώση και εμπειρία του επί του θέματος κλπ.)- να τεκμηριώνεται η αξιολόγηση του νόμου αυτού και, άρα, η αποδοχή ή η απόρριψη μέρους ή όλου του;
Ως ένα τέτοιο παράδειγμα τεκμηριωμένου λόγου για τον νέο νόμο θεωρώ τα άρθρα των Αλιβιζάτου και Μανιτάκη στην «Καθημερινή» (Πανεπιστήμια: Ας κατεβάσουμε λίγο τους τόνους) και Τσουκαλά στο «ΒΗΜΑ» (Τα αδιέξοδα της μεταρρύθμισης), τα οποία προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, καταλήγουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά με σοβαρότητα και νηφαλιότητα προσφέρουν ουσιαστικά στον σχετικό διάλογο.
Τι εξυπηρετούν οι ατεκμηρίωτες γενικόλογες αναφορές, οι κραυγές και οι έξαλλες τοποθετήσεις και, μάλιστα, επί παντός επιστητού; Εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (προσωπικών, συλλογικών), εντυπωσιασμό, ανούσια δημοσιότητα (που ενθαρρύνουν σκόπιμα πολλά ΜΜΕ), έλλειψη ουσιαστικής γνώσης των πραγμάτων;
Τι χρειάζεται σήμερα η κοινωνία που στενάζει, αμφισβητεί, φοβάται, ζητά μια διέξοδο, επιζητεί λύσεις που ίσως κάποιοι άλλοι τις έχουν βρει ήδη. (Πρέπει να) περιμένει ν’ ακούσει προτάσεις επεξεργασμένες και τεκμηριωμένες που θα πείθουν για την ορθότητα και αποτελεσματικότητά τους. Κουράστηκε από τα συνθήματα και τον λαϊκισμό. Λυπάμαι που θα το αναφέρω ως ένα άλλο παράδειγμα, αλλά η παρακολούθηση του καναλιού της Βουλής πολλές φορές προκαλεί μεγάλη θλίψη και απογοήτευση.
Απαιτείται, λοιπόν, ουσιαστική συζήτηση και διάλογος με βάση τον ορθό λόγο, όπου θα υπάρχει “αυτός” που μιλά και “αυτός” που ακούει. Παρ’ ότι αυτό είναι αυτονόητο, δυστυχώς παραμένει πολλές φορές ζητούμενο, δηλαδή αυτός που “μιλά” αδιαφορεί για το αν ακούγεται και αυτός που “ακούει” αδιαφορεί γι’ αυτά που λέγονται. Δεν είναι, δε, λίγες οι φορές όπου η “δύναμη” αντικαθιστά τον λόγο, δηλαδή επιδιώκεται να επιβληθεί μια άποψη όχι με επιχειρήματα αλλά με φυσική ή άλλης μορφής βία, που καταργεί ουσιαστικά τη δημοκρατική λειτουργία, π.χ. δεν θα φύγετε αν δεν δεχθείτε την άποψη μου(μας), γιατί εγώ(εμείς) γνωρίζω(ουμε) την αλήθεια και έχω(ουμε) τη δύναμη να την επιβάλλουμε.
Αυτή, όμως, η πραγματικά δημοκρατική λειτουργία διαλόγου δε μπορεί παρά να βασίζεται στη διάθεση των διαλεγομένων να δεχθούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της “άλλης” πλευράς, εφ’ όσον τα επιχειρήματα αυτά είναι τεκμηριωμένα και ουσιαστικά. Η πεποίθηση “εγώ έχω δίκιο ό,τι και να πει ο άλλος” δεν μπορεί να έχει θέση σήμερα στη δημόσια συζήτηση.
Η κοινωνία πλήρωσε ακριβά τους “καθαρούς” και “πεφωτισμένους” όλων των αποχρώσεων. Επιτέλους, ας θυμηθούμε το “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”, ας μη φοβόμαστε να ακούσουμε τους άλλους, ας είμαστε έτοιμοι να παραδεχθούμε τα λάθη μας και ας είμαστε αρκετά γενναίοι να δεχθούμε τον ορθό λόγο.
* Ο Σταύρος Κουμπιάς είναι καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών και πρώην Πρύτανης.
www.aixmi.g

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου