Όταν τα κόμματα κολακεύουν τους πολίτες – κι εκείνοι αποδέχονται την κολακεία.
Ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι απλά αδαής. Πάνω από όλα, είναι συστηματικά μεροληπτικός στις πολιτικές του θέσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν ξέρει, το πρόβλημα είναι ότι προκρίνει συστηματικά μία πολιτική θέση δίχως πραγματικά να γνωρίζει τις επιπτώσεις της.
Έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι οι ψηφοφόροι συστηματικά υποτιμούν τα οφέλη του εμπορίου με άλλες χώρες και τις αντιμετωπίζουν εχθρικά. Επίσης, έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τα τρέχοντα προβλήματα της οικονομίας και να υποτιμούν τις μελλοντικές προοπτικές της. Παράλληλα, συχνά υποτιμούν τα οφέλη της ελεύθερης οικονομίας και πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι περισσότερο θύματα παρά συμμετέχοντες στην οικονομία. Αν υιοθετούνταν οι πολιτικές τους θέσεις, που είναι ουσιαστικά αντίθετες με τις γνώμες των επιστημόνων, οι συνέπειες θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες για την οικονομία και τη ζωή τους.
Κάποιος μπορεί να πει ότι δεν έχει σημασία ο ψηφοφόρος να καταλαβαίνει τις πολιτικές και να τις κρίνει. Αρκεί να μπορεί να κρίνει τα τελικά αποτελέσματα, να επικροτεί την επιτυχία και να τιμωρεί την αποτυχία τους. Ας αποφασίζουν άλλοι τις πολιτικές και ας κρίνει απλά το διά ταύτα.
Η κρίση εκ του αποτελέσματος όμως είναι κι αυτή προβληματική. Για να μπορέσει ο ψηφοφόρος να τιμωρήσει την αποτυχία, πρέπει να καταλάβει ποιος είναι υπεύθυνος. Διόλου εύκολη αποστολή, αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη μάχη των εντυπώσεων που στήνεται για την εύνοιά του.
Η ΝΔ, για παράδειγμα,
ρίχνει ευθύνες για τις οικονομικές δυσχέρειες στο ΠΑΣΟΚ και το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ. Και οι δύο πολιτικές δυνάμεις καταλογίζουν μερίδιο ευθύνης στους κομμουνιστές και οι κομμουνιστές με τη σειρά τους καταλογίζουν αποκλειστική ευθύνη στις πάλαι ποτέ μεγάλες δυνάμεις.
Το μεγαλύτερο διακύβευμα όμως για τους πιο πονηρούς είναι η απαλλαγή του ψηφοφόρου από όλες τις ευθύνες. Τη μάχη για την εύνοια του ψηφοφόρου δεν θα την κερδίσει απαραίτητα αυτός που θα πείσει ότι έχει λιγότερες ευθύνες ο ίδιος. Θα κερδίσει αυτός που θα απαλλάξει τον ψηφοφόρο από τις δικές του.
Βλέπετε, υπάρχει μία ολόκληρη ομάδα μεροληψιών που έχουν να κάνουν με την ανάγκη του ατόμου για θετική αυτοεκτίμηση. Ο ψηφοφόρος θέλει να ξεχάσει ότι υποστήριζε συστηματικά κόμματα και πολιτικούς που δεν έπρεπε. Δεν θέλει τις ενοχές που συνεπάγεται μία τέτοια αποδοχή και, κυρίως, δεν θέλει να χρειάζεται να επανορθώσει. Δέχεται λοιπόν ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις είναι υπεύθυνες, αλλά ο ίδιος απόλυτα ανεύθυνος.
Εις το όνομα του λαού
Εις το όνομα του λαού
Δεν είναι λίγοι αυτοί που επενδύουν στη συγκεκριμένη μεροληψία πετυχημένα. Αρκεί να δει κανείς ποια κυριακάτικη εφημερίδα έρχεται πρώτη σε κυκλοφορία, ποιος ραδιοφωνικός σταθμός είναι πρώτος σε ακροαματικότητα ή ποιο κόμμα είναι πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Χωρίς εξαίρεση, είναι τα μέσα και τα κόμματα που κραυγάζουν για τις ευθύνες των πολιτικών και κανακεύουν τον ακροατή-αναγνώστη–ψηφοφόρο τους.
Πόσες φορές ακούμε: «Δε φταις εσύ ψηφοφόρε, που φοροδιέφευγες τόσα χρόνια, για την οικονομική κρίση. Ο Τσοχατζόπουλος φταίει». Βέβαια τα ποσά που καταλογίζονται στον Τσοχατζόπουλο φτάνουν το –ιλιγγιώδες, είναι αλήθεια– ποσό των δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αλλά η παραοικονομία το ποσό των 50 δισ. ευρώ. Η ζημιά από τη φοροδιαφυγή είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τις ζημιές από τις ατασθαλίες των επίορκων δημόσιων λειτουργών.
Αυτό που συχνά δεν γίνεται κατανοητό από τον ψηφοφόρο είναι ότι ακόμα κι αν μπουν στη φυλακή τα «λαμόγια» και επιστραφούν τα κλεμμένα, πάλι με άδεια τσέπη θα παραμείνει ο ίδιος. Αν θέλει να διορθώσει την οικονομία πρέπει να καταπολεμήσει επιπρόσθετα και τα δικά του λάθη, να αναγνωρίσει και τις δικές του ευθύνες.
Αδυνατεί όμως να αναγνωρίσει τα λάθη του και να τα διορθώσει. Δεν αναφέρομαι μόνο σε κυρίως ατομικά λάθη όπως τη φοροδιαφυγή και τα φακελάκια, αλλά και σε πιο συλλογικά λάθη, όπως τα συστηματικά προνόμια που απολαμβάνουν συγκεκριμένες ομάδες εις βάρος των υπολοίπων.
Τελικά, κανείς δεν αποδέχεται τα προσωπικά του λάθη και καμία κοινωνική ομάδα δεν κάνει ένα βήμα πίσω. Οι φαρμακοποιοί, οι ταξιτζήδες, οι υπάλληλοι της Βουλής, οι παραγωγοί, οι γιατροί, οι δικηγόροι αρνούνται να υποχωρήσουν εκατοστό από τις διεκδικήσεις τους. Σχεδόν κανείς δεν αποδέχεται μέρος της ευθύνης, ακόμα κι αν είναι εμφανές ότι έχει ευνοηθεί συστηματικά από το κράτος.
Στη δημοκρατία, το γεγονός αυτό είναι αδιανόητο. Μόνο στη χούντα δεν έχει ευθύνες ο λαός για τις πολιτικές της χώρας. Εκεί, έχει ευθύνη μόνο η εξουσία. Ίσως γι’ αυτό βολεύει το λαό να αποκαλεί την κυβέρνηση χούντα. Νιώθει καλύτερα γιατί έτσι καταφέρνει να ρίξει το φταίξιμο στους πολιτικούς.
Τα πονηρά μέσα «ενημέρωσης» παίζουν το παιχνίδι της υποτιθέμενης χούντας για να πουλάνε, ενώ τα πονηρά κόμματα της αντιπολίτευσης κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος για να εκλεγούν. Ο ψηφοφόρος συνεχίζει να χορεύει στους ρυθμούς τους γιατί απλούστατα δεν έχει το σθένος και τη διαύγεια να παραδεχτεί τα λάθη του – και να κάνει αντίστοιχα τις θυσίες που πρέπει.
Στο τέλος, οι αλλαγές επιβάλλονται από την τρόικα, αντί να τις επιβάλλει ο λαός. Απαλλαγμένος από τις ευθύνες ο ψηφοφόρος ίσως αντλεί κάποια στιγμιαία ικανοποίηση ρίχνοντας την ευθύνη σε άλλους. Όπως πάντα όμως, έρχεται η ώρα που πληρώνει το λογαριασμό, ανεξάρτητα από το αν αναγνώρισε τα λάθη του ή όχι.
Δυστυχώς, λόγω των καθυστερήσεων και των υπεκφυγών, ο λογαριασμός είναι «τσιμπημένος» και σχεδόν πάντα άδικα κατανεμημένος. Αυτό πληρώνουμε για τη συντήρηση της ψευδούς αυτοεκτίμησης του ανεύθυνου ψηφοφόρου.
Αλέξιος Αρβανίτης
Πηγή: http://booksjournal.gr
Ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι απλά αδαής. Πάνω από όλα, είναι συστηματικά μεροληπτικός στις πολιτικές του θέσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν ξέρει, το πρόβλημα είναι ότι προκρίνει συστηματικά μία πολιτική θέση δίχως πραγματικά να γνωρίζει τις επιπτώσεις της.
Έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι οι ψηφοφόροι συστηματικά υποτιμούν τα οφέλη του εμπορίου με άλλες χώρες και τις αντιμετωπίζουν εχθρικά. Επίσης, έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τα τρέχοντα προβλήματα της οικονομίας και να υποτιμούν τις μελλοντικές προοπτικές της. Παράλληλα, συχνά υποτιμούν τα οφέλη της ελεύθερης οικονομίας και πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι περισσότερο θύματα παρά συμμετέχοντες στην οικονομία. Αν υιοθετούνταν οι πολιτικές τους θέσεις, που είναι ουσιαστικά αντίθετες με τις γνώμες των επιστημόνων, οι συνέπειες θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες για την οικονομία και τη ζωή τους.
Κάποιος μπορεί να πει ότι δεν έχει σημασία ο ψηφοφόρος να καταλαβαίνει τις πολιτικές και να τις κρίνει. Αρκεί να μπορεί να κρίνει τα τελικά αποτελέσματα, να επικροτεί την επιτυχία και να τιμωρεί την αποτυχία τους. Ας αποφασίζουν άλλοι τις πολιτικές και ας κρίνει απλά το διά ταύτα.
Η κρίση εκ του αποτελέσματος όμως είναι κι αυτή προβληματική. Για να μπορέσει ο ψηφοφόρος να τιμωρήσει την αποτυχία, πρέπει να καταλάβει ποιος είναι υπεύθυνος. Διόλου εύκολη αποστολή, αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη μάχη των εντυπώσεων που στήνεται για την εύνοιά του.
Η ΝΔ, για παράδειγμα,
ρίχνει ευθύνες για τις οικονομικές δυσχέρειες στο ΠΑΣΟΚ και το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ. Και οι δύο πολιτικές δυνάμεις καταλογίζουν μερίδιο ευθύνης στους κομμουνιστές και οι κομμουνιστές με τη σειρά τους καταλογίζουν αποκλειστική ευθύνη στις πάλαι ποτέ μεγάλες δυνάμεις.
Το μεγαλύτερο διακύβευμα όμως για τους πιο πονηρούς είναι η απαλλαγή του ψηφοφόρου από όλες τις ευθύνες. Τη μάχη για την εύνοια του ψηφοφόρου δεν θα την κερδίσει απαραίτητα αυτός που θα πείσει ότι έχει λιγότερες ευθύνες ο ίδιος. Θα κερδίσει αυτός που θα απαλλάξει τον ψηφοφόρο από τις δικές του.
Βλέπετε, υπάρχει μία ολόκληρη ομάδα μεροληψιών που έχουν να κάνουν με την ανάγκη του ατόμου για θετική αυτοεκτίμηση. Ο ψηφοφόρος θέλει να ξεχάσει ότι υποστήριζε συστηματικά κόμματα και πολιτικούς που δεν έπρεπε. Δεν θέλει τις ενοχές που συνεπάγεται μία τέτοια αποδοχή και, κυρίως, δεν θέλει να χρειάζεται να επανορθώσει. Δέχεται λοιπόν ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις είναι υπεύθυνες, αλλά ο ίδιος απόλυτα ανεύθυνος.
Εις το όνομα του λαού
Εις το όνομα του λαού
Δεν είναι λίγοι αυτοί που επενδύουν στη συγκεκριμένη μεροληψία πετυχημένα. Αρκεί να δει κανείς ποια κυριακάτικη εφημερίδα έρχεται πρώτη σε κυκλοφορία, ποιος ραδιοφωνικός σταθμός είναι πρώτος σε ακροαματικότητα ή ποιο κόμμα είναι πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Χωρίς εξαίρεση, είναι τα μέσα και τα κόμματα που κραυγάζουν για τις ευθύνες των πολιτικών και κανακεύουν τον ακροατή-αναγνώστη–ψηφοφόρο τους.
Πόσες φορές ακούμε: «Δε φταις εσύ ψηφοφόρε, που φοροδιέφευγες τόσα χρόνια, για την οικονομική κρίση. Ο Τσοχατζόπουλος φταίει». Βέβαια τα ποσά που καταλογίζονται στον Τσοχατζόπουλο φτάνουν το –ιλιγγιώδες, είναι αλήθεια– ποσό των δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αλλά η παραοικονομία το ποσό των 50 δισ. ευρώ. Η ζημιά από τη φοροδιαφυγή είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τις ζημιές από τις ατασθαλίες των επίορκων δημόσιων λειτουργών.
Αυτό που συχνά δεν γίνεται κατανοητό από τον ψηφοφόρο είναι ότι ακόμα κι αν μπουν στη φυλακή τα «λαμόγια» και επιστραφούν τα κλεμμένα, πάλι με άδεια τσέπη θα παραμείνει ο ίδιος. Αν θέλει να διορθώσει την οικονομία πρέπει να καταπολεμήσει επιπρόσθετα και τα δικά του λάθη, να αναγνωρίσει και τις δικές του ευθύνες.
Αδυνατεί όμως να αναγνωρίσει τα λάθη του και να τα διορθώσει. Δεν αναφέρομαι μόνο σε κυρίως ατομικά λάθη όπως τη φοροδιαφυγή και τα φακελάκια, αλλά και σε πιο συλλογικά λάθη, όπως τα συστηματικά προνόμια που απολαμβάνουν συγκεκριμένες ομάδες εις βάρος των υπολοίπων.
Τελικά, κανείς δεν αποδέχεται τα προσωπικά του λάθη και καμία κοινωνική ομάδα δεν κάνει ένα βήμα πίσω. Οι φαρμακοποιοί, οι ταξιτζήδες, οι υπάλληλοι της Βουλής, οι παραγωγοί, οι γιατροί, οι δικηγόροι αρνούνται να υποχωρήσουν εκατοστό από τις διεκδικήσεις τους. Σχεδόν κανείς δεν αποδέχεται μέρος της ευθύνης, ακόμα κι αν είναι εμφανές ότι έχει ευνοηθεί συστηματικά από το κράτος.
Στη δημοκρατία, το γεγονός αυτό είναι αδιανόητο. Μόνο στη χούντα δεν έχει ευθύνες ο λαός για τις πολιτικές της χώρας. Εκεί, έχει ευθύνη μόνο η εξουσία. Ίσως γι’ αυτό βολεύει το λαό να αποκαλεί την κυβέρνηση χούντα. Νιώθει καλύτερα γιατί έτσι καταφέρνει να ρίξει το φταίξιμο στους πολιτικούς.
Τα πονηρά μέσα «ενημέρωσης» παίζουν το παιχνίδι της υποτιθέμενης χούντας για να πουλάνε, ενώ τα πονηρά κόμματα της αντιπολίτευσης κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος για να εκλεγούν. Ο ψηφοφόρος συνεχίζει να χορεύει στους ρυθμούς τους γιατί απλούστατα δεν έχει το σθένος και τη διαύγεια να παραδεχτεί τα λάθη του – και να κάνει αντίστοιχα τις θυσίες που πρέπει.
Στο τέλος, οι αλλαγές επιβάλλονται από την τρόικα, αντί να τις επιβάλλει ο λαός. Απαλλαγμένος από τις ευθύνες ο ψηφοφόρος ίσως αντλεί κάποια στιγμιαία ικανοποίηση ρίχνοντας την ευθύνη σε άλλους. Όπως πάντα όμως, έρχεται η ώρα που πληρώνει το λογαριασμό, ανεξάρτητα από το αν αναγνώρισε τα λάθη του ή όχι.
Δυστυχώς, λόγω των καθυστερήσεων και των υπεκφυγών, ο λογαριασμός είναι «τσιμπημένος» και σχεδόν πάντα άδικα κατανεμημένος. Αυτό πληρώνουμε για τη συντήρηση της ψευδούς αυτοεκτίμησης του ανεύθυνου ψηφοφόρου.
Αλέξιος Αρβανίτης
Πηγή: http://booksjournal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου