Δέκα έφηβοι μεταξύ 13-17 ετών, από διάφορες περιοχές της Αθήνας, αποκαλύπτουν τι σημαίνει γι’ αυτούς οικονομική κρίση. Ο λόγος τους απρόβλεπτος, αποκαλυπτικός, σκληρός αλλά και ευαίσθητος… αποτελεί έκπληξη, συγκίνηση, πρόκληση, πρόσκληση, τροφή του νου και της ψυχής. Από την πτυχιακή εργασία της Αναστασίας Αδάμ στο τμήμα ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Φωτεινής Τσαλίκογλου. (Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη).
Σαν το θεό Ανταίο, που παίρνει δύναμη από το στέρεο πάτημα τον ποδιών του στο χώμα της μητέρας γης για να μπορέσει να πετάξει, ο έφηβος αναζητά και αυτός τη δύναμη εκείνη που θα τον απελευθερώσει και θα τον αφήσει να πετάξει, ελεύθερος και ευτυχισμένος στη ζωή του.
«Θέλω να μην είμαι εξαρτημένη από τους άλλους… και όχι μόνο από τους γονείς, γενικά…» (Λένια).
Το έδαφος από το οποίο ο έφηβος προσδοκά να αντλήσει δύναμη είναι αυτό των γονιών του, του σχολείου, των συνομηλίκων του και της ευρύτερης κοινωνίας. Έδαφος που στη παρούσα κοινωνική συγκυρία μοιάζει με κινούμενη άμμο.
«Νοιώθω ανασφάλεια... γιατί δεν θα υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες για όλους. Θα υπάρχει ανεργία πάντα και το να είσαι άνεργος είναι ό,τι πιο καταστροφικό πιστεύω και σε προσωπικό επίπεδο μετά. Δεν μπορώ να αυτονομηθώ!» (Σωτήρης).
Ο εφηβικός λόγος (ημι-δομημένες συνεντεύξεις) αναλύθηκε με τη μέθοδο της Ερμηνευτικής Φαινομενολογικής Ανάλυσης (IPA) αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων ότι:
Η ελληνική κοινωνία της οικονομικής κρίσης, δεν ενισχύει επαρκώς τις κατάλληλες συνθήκες για την ομαλή ανάπτυξη της ταυτότητας του εφήβου. Ο έφηβος καθρεφτίζεται στην κοινωνία για να συγκροτήσει ταυτότητα, όπως ανάλογα το βρέφος καθρεφτίζεται στο βλέμμα της μητέρας του. Όταν η κοινωνία αυτή είναι τραυματισμένη, και το είδωλο θα καθρεφτιστεί ανάλογα.
Κατά τον Feldman (2010) οι έφηβοι βιώνουν την εφηβεία ως μια περίοδο άκρως στρεσογόνο. Ενδιαφέρον προκαλεί ο λόγος της Μελίνας που δένει την εφηβεία με τις κοινωνικές συνθήκες, περιγράφοντας την έκρηξη που προκαλείται από αυτό το μείγμα ως ένα «φοβερό ΜΠΑΜ», όταν πρόκειται για «κρίση»:
«Γίνεται μια έκρηξη και εσύ δεν ξέρεις πού να κρυφτείς, πού να συμμαζευτείς. Τίποτα. Διότι εσύ που είσαι έφηβος και είναι η ηλικία που όλα θέλεις να είναι τέλεια, θέλεις δηλαδή να ζεις στο κόσμο που έχεις ονειρευτεί, και όταν ήδη είσαι επηρεασμένος εσωτερικά, που δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτό το όνειρο, είναι και έξω ακόμα χειρότερα από αυτό που μπορούσες ποτέ να φανταστείς … οπότε όλα αυτά συνδυάζονται μαζί και κάνουν ένα φοβερό… ΜΠΑΜ!... και μετά αυτό το ΜΠΑΜ δε συμμαζεύεται. Δηλαδή αυτή την έκρηξη δεν μπορείς να τη συμμαζέψεις εύκολα. Είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι αν ήσουν σε μια κοινωνία η οποία άνθιζε και ήτανε στο ζενίθ της. Αυτό το ΜΠΑΜ είναι αγανάκτηση! (παύση) Αγανακτώ!» (Μελίνα).
Φαίνεται λοιπόν ότι η οικονομική κρίση, βιώνεται από τους εφήβους ως παράγοντας άγχους, που έρχεται και επικάθεται σε εκείνο που αναδύεται έτσι και αλλιώς, εξαιτίας της εφηβείας.
Ο ένας παράγοντας έκλυσης άγχους, η εφηβεία, πυροδοτεί τον άλλον -οικονομική κρίση- και αντίστροφα. Στη συνέχεια μυριάδες συναισθήματα αναφύονται.
Το κοινωνικό μήνυμα όμως που δέχεται ο έφηβος είναι διπλόσημο και αντιφατικό. Ο νέος ακούει τη φράση «Δεν είσαι πια παιδί», γεγονός που το ίδιο του το σώμα μαρτυρεί, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνία τον κρατά σε μια παρασιτική, μη ανεξάρτητη θέση, που μοιάζει με εκείνη του παιδιού. Η κοινωνίαευνουχίζει το νέο, κοινωνικά και ψυχοσεξουαλικά αφού του «απαγορεύει» να ξεδιπλώσει την ψυχοκοινωνική του ωριμότητα.
Η διπλόσημη κατάσταση («double bind») που βιώνει, του προκαλεί σύγχυση, πόνο και όλα αυτά τα συναισθήματα και τις σκέψεις, που ο λόγος των εφήβων αποκάλυψε.
Η Λένια βλέπει τον εαυτό της μπερδεμένο, σε ένα μείγμα αντιφατικών συναισθημάτων μεταξύ τους, αναφέροντας χαρά και λύπη. Όλο αυτό το χαρακτηρίζει ως «τρέλα»:
«Και είμαι λίγο… μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι… αν είναι να χαρώ ή να στενοχωρηθώ. Είναι τρέλα. Τρέλα σε πιάνει…» (Λένια).
«Δε ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω. Αυτό είναι μπέρδεμα. Δε ξέρω. Με πιάνει… δε ξέρω… Χάνεσαι... […]… Δεν ξέρεις τι συναίσθημα έχεις. Είναι πολύ περίεργο (μειδιά θλιμμένα)… » (Λένια.)
«Πολλές φορές με πιάνουν τα κλάματα γιατί αγχώνομαι. Έχει τύχει να με πιάσουν τα κλάματα πολλές φορές μέσα στη μέρα και για πολλές μέρες συνεχόμενα.» (Λένια)
«είναι ένα χάος…. και εγώ με το παραμικρό πρόβλημα θέλω να αυτοκτονήσω ας πούμε (γελά)» (Κατερίνα).
Οι έφηβοι επίσης μίλησαν για μια ολική καταστροφή, μια ολική κατάρρευση. Αναφέρθηκαν στη θλίψη και στον πόνο που τους προκαλεί η απώλεια της ζωής που είχαν πριν τη κρίση, ακόμα και η απώλεια της προηγούμενης εικόνας της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ας ακούσουμε την Αριάδνη:
«Και κάποτε η Ελλάδα ήταν μια χώρα με ανθρώπους τίμιους, ηθικούς που πολεμούσανε… ήτανε χώρα σημαντική, χώρα που επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία, τον κόσμο όλο, που πέρασε την γλώσσα της. Που εμείς εδώ εμφυσήσαμε το θέατρο, τον πολιτισμό, και τώρα πού είμαστε;» (Αριάδνη).
Οι αναφορές των εφήβων στη παρούσα μελέτηεπιβεβαιώνουν τον Winnicott (1965) που τονίζει ότι ο έφηβος έχει απόλυτη ανάγκη να νοιώθει ότι το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται είναι άξιο της εμπιστοσύνης του, δηλαδή ούτε θα τον εκδικηθεί ούτε θα καταρρεύσει.
Όλοι οι έφηβοι ανεξαιρέτως εκφράσανε ότι βιώνουν κλονισμό της εμπιστοσύνης τους προς τη πατρίδα τους, τους κοινωνικούς θεσμούς και τα άτομα «δύναμης». Η απώλεια εμπιστοσύνης εκφράζεται με συναισθήματα θυμού, οργής και θλίψης.
Μερικά από τα παρακάτω αποσπάσματα, επιβεβαιώνουν την ανάγκη των παιδιών να νοιώσουν εμπιστοσύνη και από την άλλη μεριά την κοινωνική αδυναμία για να τους τη προσφέρει:
«Σε έναν άδικο κόσμο ζούμε. Αν είχαμε δημοκρατία, θα μπορούσαμε να κάναμε κάτι... (παύση) αλλά δεν έχουμε! (αλλαγή τόνου φωνής, σχεδόν ψιθυριστά) Τι έχουμε; Κεκαλυμμένη δικτατορία;!» (Αριάδνη).
«Σίγουρα νοιώθω αγανάκτηση και θυμό γιατί ξέρω ότι κάποιοι ανώτεροι ελέγχουν όλα αυτά και αυτοί οι ανώτεροι αντί να βελτιώσουν τη χώρα…» (Μελίνα).
«….πολιτικοί μέσα στη διαφθορά και στο σκάνδαλο που δεν θέλουν να καταλάβουν, να νοιαστούνε και κοιτάνε μόνο πως θα συνεχίσουν να έχουν αυτή την πορεία…» (Αριάδνη).
Σε ποια στέρεα κοινωνική βάση οι έφηβοι αυτοί θα μπορέσουν να διαμορφώσουν ατομική και κοινωνική ταυτότητα;
Σύμφωνα με τις απόψεις του Erikson (1990) και άλλων, η κλονισμένη εμπιστοσύνη των εφήβων στα σημαντικά πρόσωπα γι' αυτούς και την κοινωνία γενικότερα αποτελεί απειλή για την ομαλή ανάπτυξη της ταυτότητάς τους.
Από τον εφηβικό λόγο φάνηκε να υπάρχει έλλειμμα κοινωνικής νοηματοδότησης σε αυτό που κυρίως κάνουν οι έφηβοι, την κατάκτηση της γνώσης μέσα από τη σχολείο.
Από τη μια, η ανεργία που νοιώθουν ότι θα αντιμετωπίσουν και από την άλλη το βίωμα της οικονομικής κρίσης μέσα από τα πρόσωπα των καθηγητών και των γονιών τους, φαίνεται να τους θέτουν εμπόδια.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης φάνηκε να είναι το συναίσθημα της ματαιότητας. Ο Σωτήρης ως εξαιρετικός μαθητής αναρωτιέται αν κάνει το σωστό ή ασχολείται μάταια:
« Ό,τι εφόδια και να έχω σκέφτομαι μήπως πάω… ασχολούμαι τσάμπα;» (Σωτήρης).
«Νοιώθω αυτό το μάταιο λιγάκι. Ότι παίζει πολύ πια η τύχη, αν θα μπορέσεις να βρεις κάτι σταθερό και να πορευτείς με αυτό.» (Σωτήρης).
Οι έφηβοι θεώρησαν πως το άγχος των γονιών για τα οικονομικά, αποτελεί κύρια αιτία για τις φωνές, τους καυγάδες ακόμα και τις χειροδικίες ανάμεσα σε αυτούς και τους γονείς τους.
Η Κατερίνα και η Αριάδνη, λένε, χαρακτηριστικά: «έχει αγχωθεί περισσότερο η μάνα μου. Γενικά έρχεται σπίτι και όλο έχει άγχος… ε … τσακώνεται και με το πατέρα μου που δε βρίσκει λεφτά να στείλει… ε… γενικά η μάνα μου έχει επηρεαστεί πολύ.» (Κατερίνα).
Οι έφηβοι βίωσαν την οικονομική κρίση διαμέσου της κοινωνικής βίας που εισπράττει ο γονέας μεταφέροντάς την στο σπίτι και ξεσπώντας πάνω στα παιδιά. Το συσσωρευμένο του θυμό που ενδεχομένως αδυνατεί να εκφράσει στις πραγματικές πηγές του, τον βγάζει στη σχέση του με τα παιδιά μέσω λεκτικής και ακόμα και σωματικής βίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι έφηβοι πολύ καθαρά συνδέουν αυτή την «παραβατική» συμπεριφορά των γονιών τους με την υφιστάμενη κοινωνική συνθήκη της ανεργίας, την απώλεια στέγης, την οικονομική εξαθλίωση.
«Όπως και περιπτώσεις γονέων που χάνουν δουλειές, σπίτια και αυτά και αντί να προσπαθήσουν να βοηθήσουν τα παιδιά τους ξεσπάνε πάνω στα παιδιά τους, τα δέρνουν, τα χτυπάνε… γιατί ξόδεψες εκεί 2 € και ξεκινάνε να τα χτυπάνε… καλά εκεί μπορώ να σκοτώσω το γονιό αν κάνει κάτι τέτοιο.» (Μελίνα).
Τα μάτια της Μελίνας είναι γεμάτα από τρόμο, η φωνή της γεμάτη από απόγνωση. Η καθημερινότητά της στο δρόμο είναι από μόνη της μια απειλή. Όλοι για εκείνη έχουν μετατραπεί σε υπόπτους, σε δυνητικούς εγκληματίες. Κάθε σκιά, κάθε παράξενος θόρυβος, κάθε κίνηση είναι σημάδι εγκλήματος:
«…αν σταματήσει κάποιος να με ρωτήσει κάτι, ξεκινώ και τρέχω και λέω τι θέλει αυτός εδώ; να με πάρει μέσα; Δεν είναι τόσο εκνευριστικό, όσο ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ (η Μελίνα μιλά με ένταση και φόβο στα μάτια της)… και δε ξέρω…» (Μελίνα).
Τελικά, οι έφηβοι περιγράφουν το βίωμά τους γεμάτο από φόβο και τρόμο με οδυνηρές συνέπειες στη καθημερινότητά τους και την ομαλή ψυχική τους ανάπτυξη. Από τις περιγραφές τους φαίνεται ότι οι έφηβοι απειλούνται περισσότερο από τον ίδιο, τον καθημερινά βιωμένο φόβο, παρά από το καθαυτό έγκλημα.
Εκεί όμως που ο τόνος της φωνής τους δυναμώνει και τα παιδιά ορθώνουν το κορμί τους και το πρόσωπό τους λάμπει, είναι τότε που εκφράζουν θετικά συναισθήματα και ελπίδα για μια πιθανή ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης διατυπώνοντας την επιθυμία να πάρουν τη τύχη της ζωής τους στα χέρια τους.
Με τον τρόπο αυτό, ο εφηβικός λόγος μας θυμίζει ότι τα πάντα μπορούν να μεταλλαχτούν σε ευκαιρία αν η κρίση, μας οδηγήσει σε κρίση, σε σκέψη, και από εκεί σε αλλαγές προσωπικές και κοινωνικές.
«… αν μπορούσα… (σιωπή)… θα… (σιωπή)…. έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου και θα έφτιαχνα με το... , ελπίζω να μην ακουστεί κάπως αυτό… με το έτσι θέλω, μια καλύτερη κατάσταση.» (Αριάδνη).
Οι έφηβοι παρά το διάχυτο φόβο τους, απαλλαγμένοι από ενοχές, φάνηκε να δημιουργούν και να επινοούν τρόπους δημιουργικής θέασης του κόσμου. Αυτός ο τρόπος θέασης της πραγματικότητας τους δίνει περισσότερη ψυχραιμία και αισιοδοξία, στοιχεία που τους αυξάνουν την ανθεκτικότητά τους απέναντι στη κρίση.
«Μου αρέσει πολύ που τρώμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι. Είναι τόσο απλά πράγματα που μπορεί να σε κάνουν ευτυχισμένη… και είναι τα καλύτερα. (Γελάμε…)» (Αλίκη).
Η δημιουργία, για κάποιους από τους συμμετέχοντες, αποτελεί έναν ενεργητικό τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Έκφραση συναισθημάτων, ιδεών… ονειροπόληση. Η τέχνη για την Αριάδνη λειτουργεί ως αντίδοτο σ’ αυτόν τον κοινωνικό μαρασμό.
«Προσπαθώ μέσα από το γράψιμο. Μου αρέσει να γράφω ποιήματα που το εκφράζουν αυτό….τα συναισθήματα λύπης και εκνευρισμού…» (Αριάδνη).
Η Μ. Καραπάνου (Τσαλίκογλου, 2008) αναφέρει, «Το παιδί… δεν αντέχει τη βία των ενηλίκων. Τι πιο φοβερή πράξη από το να μη σε αγαπάνε;» Η οικονομική κρίση φάνηκε σαν μια απουσία κοινωνικής αγάπης και φροντίδας προς τις εφηβικές ανάγκες.
Οι συνεντεύξεις αποτέλεσαν ένα βίωμα πάνω στο βίωμα της κρίσης για τους εφήβους αλλά και για εμένα. Οι συμμετέχοντες εκφράσανε τη λυτρωτική δράση που είχε για αυτούς η διαδικασίατων συνεντεύξεων:
«… υπάρχει κάποιος που αλήθεια θέλει να μάθει πώς σκεφτόμαστε εμείς, γιατί δεν έρχεται κανένας να ρωτήσει, όχι μόνο εμένα αλλά και άλλα παιδιά. Το μοίρασμα είναι ανακουφιστικό.» (Αριάδνη)
«Ουφ! (βγάζει αέρα από μέσα της, έντονα). Νοιώθω ανακούφιση. Νοιώθω πολύ καλύτερα.» (Λένια).
«… ένοιωσα… ότι τα μοιράζομαι με κάποιον… που νοιάστηκε για μένα…» (Ιάσονας).
Τα λόγια των παιδιών επιβεβαιώνουν τη θέση του Erikson (1990) για τη θεραπευτική επίδραση της επίγνωσης και της αυτοπαρατήρησης, η οποία δυναμώνει την αντίληψη του ατόμου για τη κατάστασή του και τον κόσμο γύρω του.
Ο λόγος των εφήβων τολμηρός, δυνατός, αληθινός, περιέγραψε τη ιστορία, την πρόβλεψε, τη σχεδίασε και τη δημιούργησε!-
*Η Αναστασία Αδάμ (adamnatia@gmail.com) είναι ψυχολόγος (απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου) και βιοχημικός. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα πλαίσια της Έρευνας για την Κρίση, που ξεκίνησε ακτιβιστικά το 2010 η Κρυσταλία Πατούλη, με τη συμμετοχή προσώπων των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, που απαντούν για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης, σε έναν δημόσιο διάλογο στο tvxs.gr με πάνω από 260 άρθρα και συνεντεύξεις.
Βιβλιογραφία
Erikson, E. (1990). Η παιδική ηλικία και η κοινωνία. Αθήνα: Καστανιώτης.
Winnicott, D.W. (1965): Adolescence: Struggling through the doldrums. In “Adolescent Psychiatry”, Eds S.C. Feinstein, P. L. Giovacchini, A. A. Miller, Vol I, 1971, Basic Books, New York.
Τσαλίκογλου, Φ. (2008). Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Σαν το θεό Ανταίο, που παίρνει δύναμη από το στέρεο πάτημα τον ποδιών του στο χώμα της μητέρας γης για να μπορέσει να πετάξει, ο έφηβος αναζητά και αυτός τη δύναμη εκείνη που θα τον απελευθερώσει και θα τον αφήσει να πετάξει, ελεύθερος και ευτυχισμένος στη ζωή του.
«Θέλω να μην είμαι εξαρτημένη από τους άλλους… και όχι μόνο από τους γονείς, γενικά…» (Λένια).
Το έδαφος από το οποίο ο έφηβος προσδοκά να αντλήσει δύναμη είναι αυτό των γονιών του, του σχολείου, των συνομηλίκων του και της ευρύτερης κοινωνίας. Έδαφος που στη παρούσα κοινωνική συγκυρία μοιάζει με κινούμενη άμμο.
«Νοιώθω ανασφάλεια... γιατί δεν θα υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες για όλους. Θα υπάρχει ανεργία πάντα και το να είσαι άνεργος είναι ό,τι πιο καταστροφικό πιστεύω και σε προσωπικό επίπεδο μετά. Δεν μπορώ να αυτονομηθώ!» (Σωτήρης).
Ο εφηβικός λόγος (ημι-δομημένες συνεντεύξεις) αναλύθηκε με τη μέθοδο της Ερμηνευτικής Φαινομενολογικής Ανάλυσης (IPA) αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων ότι:
Η ελληνική κοινωνία της οικονομικής κρίσης, δεν ενισχύει επαρκώς τις κατάλληλες συνθήκες για την ομαλή ανάπτυξη της ταυτότητας του εφήβου. Ο έφηβος καθρεφτίζεται στην κοινωνία για να συγκροτήσει ταυτότητα, όπως ανάλογα το βρέφος καθρεφτίζεται στο βλέμμα της μητέρας του. Όταν η κοινωνία αυτή είναι τραυματισμένη, και το είδωλο θα καθρεφτιστεί ανάλογα.
Κατά τον Feldman (2010) οι έφηβοι βιώνουν την εφηβεία ως μια περίοδο άκρως στρεσογόνο. Ενδιαφέρον προκαλεί ο λόγος της Μελίνας που δένει την εφηβεία με τις κοινωνικές συνθήκες, περιγράφοντας την έκρηξη που προκαλείται από αυτό το μείγμα ως ένα «φοβερό ΜΠΑΜ», όταν πρόκειται για «κρίση»:
«Γίνεται μια έκρηξη και εσύ δεν ξέρεις πού να κρυφτείς, πού να συμμαζευτείς. Τίποτα. Διότι εσύ που είσαι έφηβος και είναι η ηλικία που όλα θέλεις να είναι τέλεια, θέλεις δηλαδή να ζεις στο κόσμο που έχεις ονειρευτεί, και όταν ήδη είσαι επηρεασμένος εσωτερικά, που δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτό το όνειρο, είναι και έξω ακόμα χειρότερα από αυτό που μπορούσες ποτέ να φανταστείς … οπότε όλα αυτά συνδυάζονται μαζί και κάνουν ένα φοβερό… ΜΠΑΜ!... και μετά αυτό το ΜΠΑΜ δε συμμαζεύεται. Δηλαδή αυτή την έκρηξη δεν μπορείς να τη συμμαζέψεις εύκολα. Είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι αν ήσουν σε μια κοινωνία η οποία άνθιζε και ήτανε στο ζενίθ της. Αυτό το ΜΠΑΜ είναι αγανάκτηση! (παύση) Αγανακτώ!» (Μελίνα).
Φαίνεται λοιπόν ότι η οικονομική κρίση, βιώνεται από τους εφήβους ως παράγοντας άγχους, που έρχεται και επικάθεται σε εκείνο που αναδύεται έτσι και αλλιώς, εξαιτίας της εφηβείας.
Ο ένας παράγοντας έκλυσης άγχους, η εφηβεία, πυροδοτεί τον άλλον -οικονομική κρίση- και αντίστροφα. Στη συνέχεια μυριάδες συναισθήματα αναφύονται.
Το κοινωνικό μήνυμα όμως που δέχεται ο έφηβος είναι διπλόσημο και αντιφατικό. Ο νέος ακούει τη φράση «Δεν είσαι πια παιδί», γεγονός που το ίδιο του το σώμα μαρτυρεί, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνία τον κρατά σε μια παρασιτική, μη ανεξάρτητη θέση, που μοιάζει με εκείνη του παιδιού. Η κοινωνίαευνουχίζει το νέο, κοινωνικά και ψυχοσεξουαλικά αφού του «απαγορεύει» να ξεδιπλώσει την ψυχοκοινωνική του ωριμότητα.
Η διπλόσημη κατάσταση («double bind») που βιώνει, του προκαλεί σύγχυση, πόνο και όλα αυτά τα συναισθήματα και τις σκέψεις, που ο λόγος των εφήβων αποκάλυψε.
Η Λένια βλέπει τον εαυτό της μπερδεμένο, σε ένα μείγμα αντιφατικών συναισθημάτων μεταξύ τους, αναφέροντας χαρά και λύπη. Όλο αυτό το χαρακτηρίζει ως «τρέλα»:
«Και είμαι λίγο… μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι… αν είναι να χαρώ ή να στενοχωρηθώ. Είναι τρέλα. Τρέλα σε πιάνει…» (Λένια).
«Δε ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω. Αυτό είναι μπέρδεμα. Δε ξέρω. Με πιάνει… δε ξέρω… Χάνεσαι... […]… Δεν ξέρεις τι συναίσθημα έχεις. Είναι πολύ περίεργο (μειδιά θλιμμένα)… » (Λένια.)
«Πολλές φορές με πιάνουν τα κλάματα γιατί αγχώνομαι. Έχει τύχει να με πιάσουν τα κλάματα πολλές φορές μέσα στη μέρα και για πολλές μέρες συνεχόμενα.» (Λένια)
«είναι ένα χάος…. και εγώ με το παραμικρό πρόβλημα θέλω να αυτοκτονήσω ας πούμε (γελά)» (Κατερίνα).
Οι έφηβοι επίσης μίλησαν για μια ολική καταστροφή, μια ολική κατάρρευση. Αναφέρθηκαν στη θλίψη και στον πόνο που τους προκαλεί η απώλεια της ζωής που είχαν πριν τη κρίση, ακόμα και η απώλεια της προηγούμενης εικόνας της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ας ακούσουμε την Αριάδνη:
«Και κάποτε η Ελλάδα ήταν μια χώρα με ανθρώπους τίμιους, ηθικούς που πολεμούσανε… ήτανε χώρα σημαντική, χώρα που επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία, τον κόσμο όλο, που πέρασε την γλώσσα της. Που εμείς εδώ εμφυσήσαμε το θέατρο, τον πολιτισμό, και τώρα πού είμαστε;» (Αριάδνη).
Οι αναφορές των εφήβων στη παρούσα μελέτηεπιβεβαιώνουν τον Winnicott (1965) που τονίζει ότι ο έφηβος έχει απόλυτη ανάγκη να νοιώθει ότι το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται είναι άξιο της εμπιστοσύνης του, δηλαδή ούτε θα τον εκδικηθεί ούτε θα καταρρεύσει.
Όλοι οι έφηβοι ανεξαιρέτως εκφράσανε ότι βιώνουν κλονισμό της εμπιστοσύνης τους προς τη πατρίδα τους, τους κοινωνικούς θεσμούς και τα άτομα «δύναμης». Η απώλεια εμπιστοσύνης εκφράζεται με συναισθήματα θυμού, οργής και θλίψης.
Μερικά από τα παρακάτω αποσπάσματα, επιβεβαιώνουν την ανάγκη των παιδιών να νοιώσουν εμπιστοσύνη και από την άλλη μεριά την κοινωνική αδυναμία για να τους τη προσφέρει:
«Σε έναν άδικο κόσμο ζούμε. Αν είχαμε δημοκρατία, θα μπορούσαμε να κάναμε κάτι... (παύση) αλλά δεν έχουμε! (αλλαγή τόνου φωνής, σχεδόν ψιθυριστά) Τι έχουμε; Κεκαλυμμένη δικτατορία;!» (Αριάδνη).
«Σίγουρα νοιώθω αγανάκτηση και θυμό γιατί ξέρω ότι κάποιοι ανώτεροι ελέγχουν όλα αυτά και αυτοί οι ανώτεροι αντί να βελτιώσουν τη χώρα…» (Μελίνα).
«….πολιτικοί μέσα στη διαφθορά και στο σκάνδαλο που δεν θέλουν να καταλάβουν, να νοιαστούνε και κοιτάνε μόνο πως θα συνεχίσουν να έχουν αυτή την πορεία…» (Αριάδνη).
Σε ποια στέρεα κοινωνική βάση οι έφηβοι αυτοί θα μπορέσουν να διαμορφώσουν ατομική και κοινωνική ταυτότητα;
Σύμφωνα με τις απόψεις του Erikson (1990) και άλλων, η κλονισμένη εμπιστοσύνη των εφήβων στα σημαντικά πρόσωπα γι' αυτούς και την κοινωνία γενικότερα αποτελεί απειλή για την ομαλή ανάπτυξη της ταυτότητάς τους.
Από τον εφηβικό λόγο φάνηκε να υπάρχει έλλειμμα κοινωνικής νοηματοδότησης σε αυτό που κυρίως κάνουν οι έφηβοι, την κατάκτηση της γνώσης μέσα από τη σχολείο.
Από τη μια, η ανεργία που νοιώθουν ότι θα αντιμετωπίσουν και από την άλλη το βίωμα της οικονομικής κρίσης μέσα από τα πρόσωπα των καθηγητών και των γονιών τους, φαίνεται να τους θέτουν εμπόδια.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης φάνηκε να είναι το συναίσθημα της ματαιότητας. Ο Σωτήρης ως εξαιρετικός μαθητής αναρωτιέται αν κάνει το σωστό ή ασχολείται μάταια:
« Ό,τι εφόδια και να έχω σκέφτομαι μήπως πάω… ασχολούμαι τσάμπα;» (Σωτήρης).
«Νοιώθω αυτό το μάταιο λιγάκι. Ότι παίζει πολύ πια η τύχη, αν θα μπορέσεις να βρεις κάτι σταθερό και να πορευτείς με αυτό.» (Σωτήρης).
Οι έφηβοι θεώρησαν πως το άγχος των γονιών για τα οικονομικά, αποτελεί κύρια αιτία για τις φωνές, τους καυγάδες ακόμα και τις χειροδικίες ανάμεσα σε αυτούς και τους γονείς τους.
Η Κατερίνα και η Αριάδνη, λένε, χαρακτηριστικά: «έχει αγχωθεί περισσότερο η μάνα μου. Γενικά έρχεται σπίτι και όλο έχει άγχος… ε … τσακώνεται και με το πατέρα μου που δε βρίσκει λεφτά να στείλει… ε… γενικά η μάνα μου έχει επηρεαστεί πολύ.» (Κατερίνα).
Οι έφηβοι βίωσαν την οικονομική κρίση διαμέσου της κοινωνικής βίας που εισπράττει ο γονέας μεταφέροντάς την στο σπίτι και ξεσπώντας πάνω στα παιδιά. Το συσσωρευμένο του θυμό που ενδεχομένως αδυνατεί να εκφράσει στις πραγματικές πηγές του, τον βγάζει στη σχέση του με τα παιδιά μέσω λεκτικής και ακόμα και σωματικής βίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι έφηβοι πολύ καθαρά συνδέουν αυτή την «παραβατική» συμπεριφορά των γονιών τους με την υφιστάμενη κοινωνική συνθήκη της ανεργίας, την απώλεια στέγης, την οικονομική εξαθλίωση.
«Όπως και περιπτώσεις γονέων που χάνουν δουλειές, σπίτια και αυτά και αντί να προσπαθήσουν να βοηθήσουν τα παιδιά τους ξεσπάνε πάνω στα παιδιά τους, τα δέρνουν, τα χτυπάνε… γιατί ξόδεψες εκεί 2 € και ξεκινάνε να τα χτυπάνε… καλά εκεί μπορώ να σκοτώσω το γονιό αν κάνει κάτι τέτοιο.» (Μελίνα).
Τα μάτια της Μελίνας είναι γεμάτα από τρόμο, η φωνή της γεμάτη από απόγνωση. Η καθημερινότητά της στο δρόμο είναι από μόνη της μια απειλή. Όλοι για εκείνη έχουν μετατραπεί σε υπόπτους, σε δυνητικούς εγκληματίες. Κάθε σκιά, κάθε παράξενος θόρυβος, κάθε κίνηση είναι σημάδι εγκλήματος:
«…αν σταματήσει κάποιος να με ρωτήσει κάτι, ξεκινώ και τρέχω και λέω τι θέλει αυτός εδώ; να με πάρει μέσα; Δεν είναι τόσο εκνευριστικό, όσο ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ (η Μελίνα μιλά με ένταση και φόβο στα μάτια της)… και δε ξέρω…» (Μελίνα).
Τελικά, οι έφηβοι περιγράφουν το βίωμά τους γεμάτο από φόβο και τρόμο με οδυνηρές συνέπειες στη καθημερινότητά τους και την ομαλή ψυχική τους ανάπτυξη. Από τις περιγραφές τους φαίνεται ότι οι έφηβοι απειλούνται περισσότερο από τον ίδιο, τον καθημερινά βιωμένο φόβο, παρά από το καθαυτό έγκλημα.
Εκεί όμως που ο τόνος της φωνής τους δυναμώνει και τα παιδιά ορθώνουν το κορμί τους και το πρόσωπό τους λάμπει, είναι τότε που εκφράζουν θετικά συναισθήματα και ελπίδα για μια πιθανή ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης διατυπώνοντας την επιθυμία να πάρουν τη τύχη της ζωής τους στα χέρια τους.
Με τον τρόπο αυτό, ο εφηβικός λόγος μας θυμίζει ότι τα πάντα μπορούν να μεταλλαχτούν σε ευκαιρία αν η κρίση, μας οδηγήσει σε κρίση, σε σκέψη, και από εκεί σε αλλαγές προσωπικές και κοινωνικές.
«… αν μπορούσα… (σιωπή)… θα… (σιωπή)…. έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου και θα έφτιαχνα με το... , ελπίζω να μην ακουστεί κάπως αυτό… με το έτσι θέλω, μια καλύτερη κατάσταση.» (Αριάδνη).
Οι έφηβοι παρά το διάχυτο φόβο τους, απαλλαγμένοι από ενοχές, φάνηκε να δημιουργούν και να επινοούν τρόπους δημιουργικής θέασης του κόσμου. Αυτός ο τρόπος θέασης της πραγματικότητας τους δίνει περισσότερη ψυχραιμία και αισιοδοξία, στοιχεία που τους αυξάνουν την ανθεκτικότητά τους απέναντι στη κρίση.
«Μου αρέσει πολύ που τρώμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι. Είναι τόσο απλά πράγματα που μπορεί να σε κάνουν ευτυχισμένη… και είναι τα καλύτερα. (Γελάμε…)» (Αλίκη).
Η δημιουργία, για κάποιους από τους συμμετέχοντες, αποτελεί έναν ενεργητικό τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Έκφραση συναισθημάτων, ιδεών… ονειροπόληση. Η τέχνη για την Αριάδνη λειτουργεί ως αντίδοτο σ’ αυτόν τον κοινωνικό μαρασμό.
«Προσπαθώ μέσα από το γράψιμο. Μου αρέσει να γράφω ποιήματα που το εκφράζουν αυτό….τα συναισθήματα λύπης και εκνευρισμού…» (Αριάδνη).
Η Μ. Καραπάνου (Τσαλίκογλου, 2008) αναφέρει, «Το παιδί… δεν αντέχει τη βία των ενηλίκων. Τι πιο φοβερή πράξη από το να μη σε αγαπάνε;» Η οικονομική κρίση φάνηκε σαν μια απουσία κοινωνικής αγάπης και φροντίδας προς τις εφηβικές ανάγκες.
Οι συνεντεύξεις αποτέλεσαν ένα βίωμα πάνω στο βίωμα της κρίσης για τους εφήβους αλλά και για εμένα. Οι συμμετέχοντες εκφράσανε τη λυτρωτική δράση που είχε για αυτούς η διαδικασίατων συνεντεύξεων:
«… υπάρχει κάποιος που αλήθεια θέλει να μάθει πώς σκεφτόμαστε εμείς, γιατί δεν έρχεται κανένας να ρωτήσει, όχι μόνο εμένα αλλά και άλλα παιδιά. Το μοίρασμα είναι ανακουφιστικό.» (Αριάδνη)
«Ουφ! (βγάζει αέρα από μέσα της, έντονα). Νοιώθω ανακούφιση. Νοιώθω πολύ καλύτερα.» (Λένια).
«… ένοιωσα… ότι τα μοιράζομαι με κάποιον… που νοιάστηκε για μένα…» (Ιάσονας).
Τα λόγια των παιδιών επιβεβαιώνουν τη θέση του Erikson (1990) για τη θεραπευτική επίδραση της επίγνωσης και της αυτοπαρατήρησης, η οποία δυναμώνει την αντίληψη του ατόμου για τη κατάστασή του και τον κόσμο γύρω του.
Ο λόγος των εφήβων τολμηρός, δυνατός, αληθινός, περιέγραψε τη ιστορία, την πρόβλεψε, τη σχεδίασε και τη δημιούργησε!-
*Η Αναστασία Αδάμ (adamnatia@gmail.com) είναι ψυχολόγος (απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου) και βιοχημικός. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα πλαίσια της Έρευνας για την Κρίση, που ξεκίνησε ακτιβιστικά το 2010 η Κρυσταλία Πατούλη, με τη συμμετοχή προσώπων των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, που απαντούν για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης, σε έναν δημόσιο διάλογο στο tvxs.gr με πάνω από 260 άρθρα και συνεντεύξεις.
Βιβλιογραφία
Erikson, E. (1990). Η παιδική ηλικία και η κοινωνία. Αθήνα: Καστανιώτης.
Winnicott, D.W. (1965): Adolescence: Struggling through the doldrums. In “Adolescent Psychiatry”, Eds S.C. Feinstein, P. L. Giovacchini, A. A. Miller, Vol I, 1971, Basic Books, New York.
Τσαλίκογλου, Φ. (2008). Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου