Είναι να απορεί κανείς με την αδυναμία της κυβέρνησης να περιορίσει το κράτος. Στον τομέα του πολιτισμού, υπάρχουν θέματα που ζητούν εξηγήσεις. Εχει άραγε ποτέ δημοσιοποιηθεί, π.χ., η αξιολόγηση φορέων που εξακολουθούν και επιχορηγούνται από το κράτος, όταν το έργο τους είναι είτε περιορισμένης εμβέλειας είτε άνευ ουσιαστικού αντικειμένου;Eξηγούμαι. Υπάρχει, από το 1994, η Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ) υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ξαρχάκου. Η ορχήστρα επιχορηγείται με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ετησίως. Γνωρίζει κανείς ποια είναι η προσφορά της; Και αν συμβαίνει να έχω ελλιπή ενημέρωση και να αδικώ τον καθόλα άξιο κ. Στ. Ξαρχάκο, πώς θα ενημερωθώ ως φορολογούμενος πολίτης, όταν η επίσημη ιστοσελίδα της ορχήστρας (στην οποία με παραπέμπει το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού) έχει να ενημερωθεί από το 2002;
Σε μια χώρα, όπως η δική μας, στην οποία η πολιτική για τη μουσική είναι ανύπαρκτη, με την παραπαιδεία να θεριεύει ελλείψει Μουσικής Ακαδημίας (που έχουν ακόμη και τα Τίρανα), επιβάλλεται αν μη τι άλλο ένας σοβαρός εξορθολογισμός. Οταν δεν περισσεύουν για την Ορχήστρα των Χρωμάτων, πώς περισσεύουν για την ΚΟΕΜ;
Αλλο μείζον θέμα είναι το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού (ΕΙΠ), που ξεκίνησε με άριστες προδιαγραφές το 1992 για να γίνει το «Ινστιτούτο Γκαίτε» της Ελλάδας. Σέβομαι και εκτιμώ τον καθηγητή κ. Γεώργιο Μπαμπινιώτη που προΐσταται του ΕΙΠ. Με εξαίρεση, όμως, το παράρτημα του Βερολίνου, τα υπόλοιπα καθώς και οι εστίες περιορίζονται σε μαθήματα ελληνικών (όχι ότι είναι αμελητέο) και εκθέσεις χωρίς σημασία (διότι είναι «περιθωριακές» στις χώρες όπου γίνονται). Αν δούμε, όμως, τη δράση (και τη στελέχωση) του ΕΙΠ σε ένα διεθνή χάρτη και αν εξετάσουμε την αντίστοιχη δράση ανταγωνιστριών χωρών σε θέματα επιρροής στα Βαλκάνια, π.χ., όπου επαιρόμαστε ότι οι πόρτες είναι ανοιχτές, θα δούμε ότι η Ελλάδα είναι «επαρχία». Και ας δούμε, μετά, για ποιο λόγο έχουμε αφήσει διακοσμητικό, όπου δεν έχουμε καταργήσει εντελώς, τον μορφωτικό ρόλο των πρεσβειών μας.
Είναι ερωτήματα που ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις. Ολοι επιθυμούμε το καλό αυτής της χώρας, αλλά οφείλουμε να προχωράμε κάνοντας τις σωστές ρήξεις.
Tου Nικου Bατοπουλου
http://news.kathimerini.gr
Σε μια χώρα, όπως η δική μας, στην οποία η πολιτική για τη μουσική είναι ανύπαρκτη, με την παραπαιδεία να θεριεύει ελλείψει Μουσικής Ακαδημίας (που έχουν ακόμη και τα Τίρανα), επιβάλλεται αν μη τι άλλο ένας σοβαρός εξορθολογισμός. Οταν δεν περισσεύουν για την Ορχήστρα των Χρωμάτων, πώς περισσεύουν για την ΚΟΕΜ;
Αλλο μείζον θέμα είναι το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού (ΕΙΠ), που ξεκίνησε με άριστες προδιαγραφές το 1992 για να γίνει το «Ινστιτούτο Γκαίτε» της Ελλάδας. Σέβομαι και εκτιμώ τον καθηγητή κ. Γεώργιο Μπαμπινιώτη που προΐσταται του ΕΙΠ. Με εξαίρεση, όμως, το παράρτημα του Βερολίνου, τα υπόλοιπα καθώς και οι εστίες περιορίζονται σε μαθήματα ελληνικών (όχι ότι είναι αμελητέο) και εκθέσεις χωρίς σημασία (διότι είναι «περιθωριακές» στις χώρες όπου γίνονται). Αν δούμε, όμως, τη δράση (και τη στελέχωση) του ΕΙΠ σε ένα διεθνή χάρτη και αν εξετάσουμε την αντίστοιχη δράση ανταγωνιστριών χωρών σε θέματα επιρροής στα Βαλκάνια, π.χ., όπου επαιρόμαστε ότι οι πόρτες είναι ανοιχτές, θα δούμε ότι η Ελλάδα είναι «επαρχία». Και ας δούμε, μετά, για ποιο λόγο έχουμε αφήσει διακοσμητικό, όπου δεν έχουμε καταργήσει εντελώς, τον μορφωτικό ρόλο των πρεσβειών μας.
Είναι ερωτήματα που ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις. Ολοι επιθυμούμε το καλό αυτής της χώρας, αλλά οφείλουμε να προχωράμε κάνοντας τις σωστές ρήξεις.
Tου Nικου Bατοπουλου
http://news.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου