Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ψήφισμα του Δ.Σ.Λαμίας ''για το απαράδεκτο θεατρικό έργο'' «Αθανάσιος Διάκος: Η Επιστροφή»

Ψήφισμα Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Λαμιέων 27-8-2012

Αρρωστημένη απόπειρα εξευτελισμού του εθνομάρτυρα ήρωα Αθανασίου Διάκου έγινε από κάποια συγγραφέα ονόματι Λένα Κιτσοπούλου, με την θετική στάση του Διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Γιώργου Λούκου. Η κυρία Κιτσοπούλου συνέγραψε το απαράδεκτο θεατρικό έργο με τίτλο: «Αθανάσιος Διάκος: Η Επιστροφή» το όποιο εγκρίθηκε από τον κ. Λούκο και παίχτηκε στο προαναφερθέν Φεστιβάλ.

Πιο συγκεκριμένα η υπόθεση του έργου (σε περίληψη) είναι περίπου η εξής:
«Ο Αθανάσιος Διάκος ξανάρχεται στην ζωή. Ζει στη σημερινή Αθήνα, δουλεύει σε ψησταριά όπου σουβλίζει αρνιά και κοτόπουλα (σ.σ. ας προσεχθεί η ειρωνεία στο ρήμα «σουβλίζει» για τον ανασκολοπισθέντα Διάκο!). Έχει υπαλλήλους Κούρδους ντελιβεράδες, ενώ είναι παντρεμένος με την Κρυστάλλω την οποία ζηλεύει και ξυλοφορτώνει. Αυτή τον απατά με τον μετανάστη υπάλληλο του, οποίος και την αφήνει έγκυο. Ο απατημένος Διάκος το μαθαίνει και σφάζει τη γυναίκα του».

Όλα αυτά με την ανοχή μιας δήθεν κουλτουριάρικης δοτής ακριβοπληρωμένης διοίκησης. Όλα αυτά με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου που εν μέσω σκληρής κρίσης - και ερήμην του - χρηματοδοτεί τις διαστροφές κάποιων. Όλα αυτά με σκοπό την απεθνικοποίηση, την αποϊεροποίηση και τον εθνομηδενισμό.

Για μας, ο Αθανάσιος Διάκος είναι ο ήρωας, ο γενναίος, το σύμβολο της αυτοθυσίας, ο ορισμός της αυταπάρνησης, ο πατριώτης, ο Έλληνας, ο Ορθόδοξος. Για μας, ο Αθανάσιος Διάκος είναι αυτός για τον οποίο κάθε χρόνο οργανώνουμε τα «Διάκεια» ως ελάχιστο φόρο τιμής στην μνήμη του. Για μας, ο Αθανάσιος Διάκος είναι παντού: Στην πλατεία Διάκου στη Λαμία ο ανδριάντας του, στην πλατεία Λαού το κενοτάφιο του, στην Αλαμάνα το ψηφιδωτό και η προτομή του, στα τιμητικά αναμνηστικά της Ι.Μ. Φθιώτιδας η μορφή του. Κυρίως όμως, είναι στην καρδιά, στο μυαλό και στην ψυχή κάθε Λαμιώτη, κάθε Φθιώτη, κάθε Στερεοελλαδίτη, κάθε Ρουμελιώτη, κάθε Έλληνα, κάθε Πανέλληνα!

-Καταγγέλλουμε την Λένα Κιτσοπούλου για το προσβλητικό έργο που συνέγραψε.
-Καταγγέλλουμε τον Γιώργο Λούκο για την έγκριση αυτού του απαράδεκτου «έργου». Είναι άλλο πράγμα ο σεβασμός της ελευθερίας λόγου και έκφρασης και η αγάπη για την τέχνη και άλλο η προσβολή εθνικών ηρώων και η δομική επίθεση στα συστατικά στοιχεία του Έθνους.
-Ζητούμε από το Υπουργείο Πολιτισμού να λάβει άμεσα τα κατάλληλα μέτρα.
-Καλούμε την Ι.Μ. Φθιώτιδας, τους πέντε Βουλευτές της Φθιώτιδας και όλα τα Κόμματα να καταδικάσουν το απαράδεκτο «έργο».
-Ζητούμε από τους Συλλόγους και τους φορείς του τόπου μας να αντιδράσουν.

Ως εδώ και μη παρέκει!

Το ψήφισμα υπέβαλλε ο δημοτικός σύμβουλος Γεώργιος Σαγιάς και εγκρίθηκε ομοφώνως από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Λαμιέων στις 27 Αυγούστου 2012.

6 σχόλια:

  1. Παναγιώτης5/9/12, 2:16 μ.μ.

    Υποτίθεται πως η τέχνη σοκάροντας προβληματίζει, αλλά επιτέλους υπάρχουν και όρια!
    Αυτό πάντως που με προβληματίζει είναι οι θετικές κριτικές των θεατράνθρωπων και η μεγάλη προσέλευση του κοινού.

    Φαίνεται πως το ''έργο'' έβγαλε τον Ελληναρά στην επιφάνεια (από κάθε άποψη)..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διαχειριστής5/9/12, 3:29 μ.μ.

    «Ήρωας είναι αυτός που μπορεί να ηττηθεί τελικά από τη ζωή με μια ταπεινότητα»

    Η ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης Λένα Κιτσοπούλου στη νέα της παράσταση με τίτλο «Αθανάσιος Διάκος - Η επιστροφή», διακτινίζει τον Αθανάσιο Διάκο και την Κρουστάλω στο σήμερα.
    Με αφορμή την παρουσία της στο Φεστιβάλ Αθηνών μίλησε στη Μαρία Κρύου στο athinorama.gr

    Ο Αθανάσιος Διάκος μπήκε στη μηχανή του χρόνου. Ένας από μηχανής θεός τον έσωσε από το σούβλισμα και τον έφερε στο 2012 μαζί με τη μνηστή του, την Κρουστάλω. Τον βλέπουμε να έχει ψησταριά σου Ψυρρή και να βιώνει ένα άγριο χωρισμό από τη στιγμή που η αγαπημένη του τον απατά με ένα Κούρδο ντιλιβερά. Ο χωρισμός μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας ασχημαίνει και πιέζει την κατάσταση που βιώνει.

    Βλέποντας την παράσταση ξεχνάς γρήγορα ότι το κεντρικό πρόσωπο είναι ο γνωστός ήρωας της επανάστασης γιατί τα πράγματα είναι οικεία, βγαλμένα από την καθημερινότητα μας.

    Ήθελα να μιλήσω για το δικό μας μαρτύριο, γι’ αυτό διάλεξα τον Αθανάσιο Διάκο, ένα σύμβολο, έναν άνθρωπο που μαρτύρησε. Με απασχόλησε το βασανιστήριο που υπέστη, ο ανασκολοπισμός, και μπήκα σε σκέψεις για το πως ο άνθρωπος μπορεί να βασανίζει τον άνθρωπο σωματικά ή ασκώντας ψυχολογική βία. Ο Διάκος είχε ένα ηρωισμό, μια αυτοθυσία την οποία εμείς δεν μπορούμε να την έχουμε σήμερα ακόμα και σε απλά πράγματα ...Το γεγονός αυτό με ενεργοποίησε για να μιλήσω για το σήμερα

    Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα κυριαρχεί η μοναξιά. Όλα δείχνουν τόσο άσχημα, χωρίς ελπίδα για το μέλλον... Ο καθένας κουβαλά τον εαυτό του και κάνει ότι μπορεί. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που προχωρούν τα πράγματα από τη γωνία στην οποία βρίσκονται χωρίς να το φωνάζουν. Δεν υπάρχει όμως ο «ήρωας» που θα κάνει κάτι για το σύνολο.

    Για μένα, ήρωας είναι αυτός που δεν φοβάται να αντιμετωπίζει την αλήθεια, αυτό που του συμβαίνει. Είναι αυτός που μπορεί να ηττηθεί τελικά από τη ζωή με μια ταπεινότητα.

    Θυσία είναι το να μην προδώσεις τον εαυτό σου, να μην τον καταπιέσεις. Θυσία είναι η αντίσταση σε αυτό που συμβαίνει γύρω και θέλει να σε παρασύρει.

    Κάθε εξουσία σε υποτάσσει. Υποτίθεται πως ζούμε σε μια δημοκρατία…Και μόνο το γεγονός ότι κάποιοι έχουν κατακλέψει αυτή τη χώρα και ο κόσμος ζει στην ανέχεια και στα σκατά, σε κάνει να σκέφτεσαι πως δεν απέχει η δημοκρατία από το φασισμό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος5/9/12, 9:24 μ.μ.

    Μια "άλλη" άποψη..http://lamiatoday.blogspot.gr/2012/09/copyright.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Διαχειριστής5/9/12, 10:42 μ.μ.

    Η αλεπού στο παζάρι - «Αθανάσιος Διάκος» στο Φεστιβάλ Αθηνών

    Ημερομηνία δημοσίευσης: 05/08/2012 στην "ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"

    Του Λέανδρου Πολενάκη

    Η κ. Λένα Κιτσοπούλου, παρότι νέα σε ηλικία, δεν είναι καινούργια στο θέατρο. Παίζει, γράφει και σκηνοθετεί τα έργα της εδώ και πολλά χρόνια. Βραβεύεται, μετέχει σε διεθνή φεστιβάλ κ.ά. Γενικά, είναι «μέσα». Αυτό της δημιουργεί, όμως, και κάποιες υποχρεώσεις. Δεν επιτρέπεται να «ξεπετά» αβασάνιστα διάφορα έργα στο πόδι, που αμέσως εγκρίνονται, χρηματοδοτούνται, παίζονται μάλιστα στο Φεστιβάλ Αθηνών, σκηνοθετημένα όπως-όπως από την ίδια, με δαπάνες του Έλληνα φορολογούμενου.

    Το έργο της με τον τίτλο Αθανάσιος Διάκος - Η επιστροφή φέρνει τον κριτικό σε δύσκολη θέση. Τι να πεις για ένα έργο που δεν λέει τίποτα στην ουσία και δεν έχεις από πού να το πιάσεις για να το κρίνεις; Ένα συνονθύλευμα από κοινοτοπίες, σαν εκείνες που λένε σχολιαρόπαιδα ακριβών ιδιωτικών λυκείων για να διασκεδάσουν την πλήξη τους και για κάνουν «πλάκα». Θα δοκιμάσω, ωστόσο, να κατατοπίσω, όσο μπορώ, τον αναγνώστη. Η κ. Κιτσοπούλου ίσως να νομίζει ότι με αυτό το έργο της «βγάζει γλώσσα» στον ανδρικό μύθο και στην Ιστορία, γραμμένη από άνδρες. Καλά κάνει και το νομίζει, δεν πιστεύω όμως ότι είναι έτσι. Μάλιστα, το «έργο», αν το εξετάσει κάποιος προσεκτικά, χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη. Αρχίζει με μια προσπάθεια να καταρρίψει τον μύθο του ηρωικού Θανάση Διάκου, καταγγέλλοντας τον αληθινό «macho» χαρακτήρα του. Έτσι τον βάζει, π.χ., σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους... να σακατεύει στο ξύλο «δι’ ασήμαντον αφορμήν» την ταλαίπωρη Κρουστάλω. Όταν διαπιστώνει, επειδή είναι εξαιρετικά ευφυής, ότι ο μύθος τού ήρωα είναι ισχυρότερος κι αυτό δεν της «βγαίνει», τότε περνά στο «παρασύνθημα», στη γνωστή «καραμέλα» της «αντιηρωικής, χωρίς πίστη, χωρίς ιδανικά, σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας», που αυτή φταίει για όλα! Ακόμα και για το ξύλο, αναδρομικά, που έριχνε ο Θανάσης στην Κρουστάλω, πριν ακόμα τον πάρει από κάτω η σύγχρονη πραγματικότητα! Ένα καραμπινάτο, δηλαδή, μελό, με «θεωρία επισκόπου κ.λπ.» Προς ενίσχυση των πιο πάνω μεταφέρω κάποια αποσπάσματα από το εισαγωγικό σημείωμα της συγγραφέως στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ:
    «Ο Αθανάσιος Διάκος, εδώ, επιστρέφει στην Ελλάδα του 2012 ως σύμβολο και όχι ως πραγματικό πρόσωπο (...) Είναι ένας Διάκος ο οποίος, λίγο πριν από τον ανασκολοπισμό του, σώζεται από έναν από μηχανής θεό και ταξιδεύει στον χρόνο μαζί με τη μνηστή του την Κρουστάλω, για να καταλήξει στην Αθήνα του σήμερα (...)

    Ο Αθανάσιος Διάκος, σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, εδώ μετατρέπεται σε σύμβολο της πραγματικότητας του 2012. Ο ήρωας πια δεν χωράει πουθενά, ο μάρτυρας δεν έχει τη δύναμη να θυσιαστεί. Η ανθρώπινη φύση του, έξω από το πλαίσιο μιας, έστω ψευδούς, πίστης, ξεβράζει αδυναμίες και αντιφάσεις: ο φασισμός απέχει ελάχιστα από τη δημοκρατία, η βία συναντά την αγάπη και τελικά το ανθρώπινο είδος αυτοανυψώνεται και αυτοκαταστρέφεται την ίδια στιγμή, βασανίζει και βασανίζεται, παίρνει το φονικό όπλο στο χέρι και μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ξέρει πού να το στρέψει: στον εαυτό ή στον διπλανό του; Τα δωμάτια της ζωής, το διαμέρισμα, η τουαλέτα, το όνειρο, ο έρωτας, ο ρατσισμός, η απελπισία συνθέτουν τη δική μας ελληνική επανάσταση, όπου εκεί μέσα θα αναζητήσουμε την ιδεολογία που συμβαδίζει με τις πράξεις και όχι αυτή που γράφεται με ωραία λόγια στα βιβλία».

    Καταλάβατε τίποτα; Εγώ, πολλά.
    Ο Θανάσης Διάκος, πείτε τον Αθανάσιο αν προτιμάτε, είναι ένα σύμβολο λαϊκού αγωνιστή. Δεν τον καθιέρωσαν στη λαϊκή συνείδηση τα βιβλία της Ιστορίας, αλλά η συλλογική μνήμη και, ακόμη, η άδολη συμμετοχή του στα ηρωικά έργα του Καραγκιόζη. Του έχει αφιερώσει ένα υπέροχο ποίημα ο Καρυωτάκης, και «τα λέει όλα», γι' αυτόν και για εμάς, μέσα σε μόνο δέκα αράδες, η Λούλα Αναγνωστάκη στην έξοχη Νίκη της.

    Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Διαχειριστής5/9/12, 10:50 μ.μ.

    Ο Αθανάσιος Διάκος σουβλίζεται/σουβλίζει υπέροχα

    Μερικές σκέψεις σχετικά με την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου όπως διαμορφώθηκαν ύστερα από συζητήσεις με φίλους:

    1. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ εμμονής και μανιέρας. Για παράδειγμα, μια αυτοκτονία δεν κολλάει παντού. Ενώ στο «Χαίρε Νύμφη» (την προηγούμενη δουλειά της σκηνοθέτιδας πάνω σε ένα κείμενο του Ξενόπουλου) η αυτοκτονία στηριζόταν από ολόκληρη την εξέλιξη του κειμένου και της παράστασης, στον «Αθανάσιο Διάκο» συμβαίνει περισσότερο ως εικόνα παρά ως δράμα, εκβιάζοντας συναισθηματικές αντιδράσεις.

    2. Δεν καταλαβαίνω (και αυτό δεν αφορά μόνο τη συγκριμένη σκηνοθέτιδα) γιατί οι σκηνές σεξ και βίας αποδίδονται κάνοντας χρήση παμπάλαιων θεατρικών τεχνασμάτων – που ξεπερασμένα καθώς είναι από τον κινηματογράφο φαντάζουν γελοία- ενώ το γυμνό σώμα αποδίδεται ως έχει. Μήπως επειδή είναι εύκολο και το δέχονται ηθοποιοί και κοινό; Εγώ πάντως λυπάμαι (και ντρέπομαι λες και βρίσκομαι εγώ στη θέση του) έναν ηθοποιό που είναι γυμνός στην σκηνή δίχως αυτή η επιλογή να με έχει πείσει ότι ήταν θεατρικά αναγκαία. Αν οι σκηνές σεξ και βίας συνέβαιναν όπως και στην εκτός θεάτρου πραγματικότητα (με σωματικές εκκρίσεις και αίμα) τότε θα καταλάβαινα την «σαν να μην τρέχει τίποτα» γυμνότητα. Από τη στιγμή που δεν γίνεται κάτι τέτοιο – και καλώς, καθώς διαφορετικά θα οδηγούμασταν στα αδιέξοδα της θεατρικής ουτοπίας- η ακολουθούμενη μέθοδος είναι αντιφατική έως υποκριτική.

    3. Ένα μέρος της σκηνοθετικής ορμής της Κιτσοπούλου βασίζεται στο «κάψιμο» καλλιτεχνικών ταμπού, στο γκρέμισμα συνόρων μεταξύ υψηλού και χαμηλού. Ανεβάζει στη σκηνή ήρωες, τα συναισθήματά τους και τη μουσική που αυτοί ακούνε, για τα οποία το θεωρούμενο «ποιοτικό θέατρο» συνήθως αδιαφορεί και κάνει σαν να μην υπάρχουν. Το ισοδύναμο του αισθητικού της οράματος είναι αυτό μιας λαϊκής τραγουδίστριας που (αυτό)καταστρέφεται μέσα σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο, βίαιο, αδίστακτο, το οποίο λατρεύει και μισεί με όλες της τις δυνάμεις. Η μεταφορά όμως ενός άλλου κόσμου στη σκηνή -κάτι που από μόνο του είναι επιτυχία- δεν υπάρχει λόγος να μας κάνει να χάσουμε το μυαλό μας από τον πολύ ενθουσιασμό. Τα στεγανά υπάρχουν, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν με τις φαντασιώσεις μας. Για να το καταλάβουμε, θα αρκούσε να βλέπαμε τις – υποθέτω απαξιωτικές- αντιδράσεις ανθρώπων που ακούνε αποκλειστικά (και όχι κλείνοντας μισοπεριπαιχτικά το μάτι) Ρίτα Σακελλαρίου και Βίσση καθώς θα παρακολουθούσαν μια high art παράσταση της Κιτσοπούλου. Η απενοχοποίηση είναι αναγκαία και καλή για την κατασκευή νέων συνδέσεων και νοημάτων. Όταν όμως το νόημα γίνεται η ίδια η κίνηση της απενοχοποίησης, ο καλλιτέχνης μουλιάζει σε ζεστά νερά (εκεί που πριν ήταν παγωμένα). Από ένα σημείο και πέρα όμως, αυτό είναι προσωπική υπόθεση και απόλαυση, και δεν μπορεί να έχει ευρύτερο ενδιαφέρον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Διαχειριστής5/9/12, 10:55 μ.μ.

    4. Σε μια Ελλάδα που ο εθνικισμός έχει γίνει το πρώτο καταφύγιο του κάθε απατεώνα από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, που οι καταγγελίες περί μειοδοτών και δοσίλογων έχουν γίνει ψωμοτύρι, που η Χρυσή Αυγή και η ρητορική της έχουν πλασαριστεί στο προσκήνιο της πολιτικής μας ζωής, η Κιτσοπούλου επιλέγει να ασχοληθεί με ένα grand εθνικό σύμβολο.

    Το θέλει δε το θέλει η σκηνοθέτιδα, είναι – κατά τη γνώμη μου- αδύνατον να ειδωθεί η παράσταση (εντελώς) έξω από το παρόν πολιτικό πλαίσιο. Όμως, από ό,τι κατάλαβα από το έργο και από τη συνέντευξή της στο περιοδικό του Φεστιβάλ, πιο πολύ την ενδιέφερε η διάσταση του ήρωα ως τέτοιου παρά η συγκεκριμένη ιστορική προσωπικότητα. Εδώ το πράγμα γίνεται παρεξηγήσιμο, ακόμη κι αν το προσεγγίσουμε με την θετικότερη διάθεση.

    Ο Διάκος του 2012, όπως τον ζωντανεύει στη σκηνή ο Καραθάνος, είναι ένας κλασικός Ελληναράς που κακοποιεί τη γυναίκα του, που αντιμετωπίζει τον μετανάστη ως φτηνό εργατικό δυναμικό και κατώτερο άνθρωπο. Όμως η κριτική για νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν περιλαμβάνονται στις προθέσεις της Κιτσοπούλου.

    Το γενικό μότο, όπως διαμορφώνεται κατά την εξέλιξη της παράστασης, θα μπορούσε να πηγαίνει κάπως έτσι: Η ζωή είναι φρίκη, οι άνθρωποι είναι κακοί όταν είναι δυνατοί, και ηλίθιοι όταν είναι αδύνατοι, κανείς δε σώζεται – μόνο στιγμές με συναισθήματα που πλημμυρίζουν το σώμα μέχρι την απώλεια του εγώ, στον έρωτα, στην απελπισία. Στο «Χαίρε Νύμφη» η Κιτσοπούλου βρήκε ένα κείμενο που ταίριαζε ακριβώς σε αυτά που ήθελε η ίδια να εκφράσει (και που της παρείχε την απόσταση να το δουλέψει όπως την εξυπηρετούσε). Με το δικό της όμως κείμενο, βάζοντας μέσα περισσότερες μεταβλητές από όσες μπορούσε να ελέγξει, πιστεύω ότι αστόχησε. Το γενικό μότο που σχεδίασα πιο πάνω, μεταφρασμένο με τους όρους της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας, καταλήγει σε ένα αγκάλιασμα της ελληνικής «ιδιοπροσωπίας», σε μια παθητική αποδοχή της νεοελληνικής πραγματικότητας έτσι ακριβώς όπως είναι, σε ένα υπόρρητο μήνυμα ότι «δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα και δεν αξίζει να προσπαθήσεις». Σε μια, αν όχι δικαίωση, τουλάχιστον διάσωση του Ελληναρά.

    5. Αναρωτιέμαι ποιες θα ήταν οι σκέψεις σκηνοθέτιδας και ηθοποιών στην πρώτη πρόβα που δοκιμάσανε τη μεγάλη σε διάρκεια σκηνή όπου ο Καραθάνος γονατίζει με γυμνά προτεταμένα οπίσθια και ο Περλέγκας περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη μέθοδο θανάτωσης διά σουβλίσματος.

    Μου φαίνεται αδύνατον να μην πέρασε από το μυαλό τους ότι στη φαντασία των θεατών το σουβλί θα γινόταν το Μνημόνιο που μπήγεται στον κώλο του Έλληνα. Δεν κολλούσε ακριβώς με τα υπόλοιπα, μάλλον όμως θα σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους. Σε μια χώρα που πνίγεται στον λαϊκισμό, τι σημασία έχει λίγος παραπάνω;

    6. Η Λένα Κιτσοπούλου έχει ήδη σημαντικό έργο πίσω της και μεγάλες δυνατότητες. Αγαπάει αυτό που κάνει και ξέρει πώς να χτίζει θεατρικά όμορφες και έξυπνες σκηνές, είναι πολυτάλαντη, καλλιτεχνικά τολμηρή, συνομιλεί με ετερόκλιτα πολιτισμικά πεδία και έχει χιούμορ. Μετά το «Χαίρε Νύμφη», οι προσδοκίες μου (και, έχω την εντύπωση, ενός σημαντικού σε μέγεθος θεατρόφιλου κοινού) είναι αυξημένες.

    Ακόμη κι αν ένας δημιουργός φτιάχνει ουσιαστικά πάντα το ίδιο έργο μέχρι τελικά να του πετύχει (κάτι που στους πιο φιλόδοξους και τελειομανείς δεν συμβαίνει ποτέ με συνέπεια να βασανίζονται επιστρέφοντας αιώνια στα ίδια ανοιχτά θέματα), είναι αναγκαίο κάθε φορά να ξεκινά από την αρχή, να αναστοχάζεται ολικά, έστω ανακαλύπτοντας ξανά την προσωπική του Αμερική. Στην αντίθετη περίπτωση, οι εμπνευσμένες ιδέες του χτες γίνονται τα «κόλπα» του σήμερα και η άνευρη συντήρηση του αύριο

    Γράφει ο Γιώργος Στόγιας στο http://feleki.wordpress.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή