Του Γιώργου Καλλιώρα.
Το πέρασμα στην εφηβεία αποτελούσε ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο κοινωνικό γεγονός σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα και αποτελεί ακόμη μία από τις σοβαρότερες δραστηριότητες στις κοινωνίες του τρίτου και αναπτυσσόμενου κόσμου.
Στους αρχαίους Έλληνες το συμφέρον του κράτους έπαιρνε την πρώτη θέση σε σύγκριση με τα συμφέροντα του ατόμου.
Ο Σπαρτιάτης για παράδειγμα δεν άνηκε καθόλου στους δικούς του αλλά άνηκε ολοκληρωτικά στο κράτος. Στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις οι νόμοι ήταν ποιο επιεικείς. Οι φιλόσοφοι που ασχολιόντουσαν με την αγωγή της νεολαίας τακτικά κατέκριναν τις υπερβολές των Σπαρτιατών , εκ των πραγμάτων όμως αναγκάστηκαν να δανειστούν πολλά από αυτούς.
Ο απώτερος σκοπός της ελληνικής αγωγής ήταν η πρόοδος του κράτους .Τα παιδιά έπρεπε να εκπαιδευτούν και να κατανοήσουν ότι έπρεπε κάποτε να φέρουν κάποιο όφελος στην πόλη, η εφηβεία δε εθεωρείτο η περίοδος μύησης των νέων στην πολεμική και κοινωνική ζωή .
Οι άρχοντες και ο λαός γνωρίζανε την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης φάσης των νέων και είχαν καταρτίσει ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης για τους έφηβους τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την σημερινή στρατιωτική θητεία, αλά ήταν ένα πρόγραμμα προετοιμασίας των νέων για να μπορέσουν να γίνουν ενεργοί πολίτες, άξιοι μαχητές και υπεύθυνοι οικογενειάρχες.
Τα αποδοτικότερα προγράμματα εκπαίδευσης των νέων στην αρχαία Ελλάδα εφαρμόζονταν στην Αθήνα με τον όρο (έφηβος) , οι Σπάρτη με τον όρο (κρύπτης) και η Μινωική Κρήτη με τον όρο (αγέλης).
ΑΘΗΝΑ
Στην αρχαία Αθήνα το παιδί έως επτά ετών δεν έπαιρνε καμία μορφή μόρφωσης.
Το παιδάκι πολύ σπάνια αποχωριζόταν από την μητέρα του και ζούσε μαζί της στον γυναικωνίτη η στο υπόγειο του σπιτιού αφήνοντας έτσι τον άντρα στο διαμέρισμα του πάνω ορόφου, την συνόδευε δε σε όλες τις θρησκευτικές τελετές π.χ. στην γιορτή των Θεσμοφορίων και συμμετείχε σε όλες τις οικογενειακές εορτές.
Τον 5οαιώνα στην Αθηναϊκή αριστοκρατία διαδόθηκε η Λακωνομανία ,όπου οι Λακεδαιμόνιες παραμάνες έγιναν περιζήτητες στην Αθηναϊκή αριστοκρατία. Αυτές έδιναν στα παιδιά της Αθήνας τραχεία Σπαρτιάτικη αγωγή, δεν τα φασκιώνανε δεν τα καλομαθαίνανε στο φαγητό , δεν τα κουκουλώνανε όταν κοιμότανε ,τα μαθαίνανε να μην φοβούνται την μοναξιά και το σκοτάδι, να μην είναι απαιτητικά και να μην κλαίνε.
Εδώ μπορούμε να πούμε ότι αυτοί που έδιναν την πρώτη διδασκαλία στα παιδιά της Αθήνας είναι οι μητέρες του και οι τροφοί όταν τραγουδούσαν στο παιδί όχι μόνο νανουρίσματα και τραγούδια αλλά όταν έφτανα στην κατάλληλη ηλικία να καταλάβουν τις ιστορίες της παράδοσης. Ξέρουμε επίσης πως το ανυπάκουο παιδί το απειλούσανε με διάφορους (μπαμπούλες) που τα ονόματα τους ήταν ((Ακκώ, Αλφιτώ, Γελλώ, Γοργώ, Έμπουσα, Λάμια, Μορμώ ή Μορμολύκη ,Εφιάλτης :κοπάδι μεγάλο και τρομαχτικό! Ο λύκος χρησίμευε και αυτός σαν φόβητρο καθώς βλέπουμε στον μύθο του Αισώπου (Ο λύκος και η Γριά ). Στα φρόνιμα παιδιά διηγιόντουσαν διασκεδαστικές ιστορίες όπου τα ζώα είχαν τον πρώτο ρόλο.Απ' αυτούς τους μύθους έβγαινε ένα δίδαγμα ,το δίδαγμα της πείρας και κατά συνέπεια μια διδασκαλία.
Χωρίς αμφιβολία οι μητέρες και οι τροφοί έβαζαν τα παιδιά στην μυθολογία και στους εθνικούς μύθους. Τους μετέδιδαν αυτά που είχαν μάθει στην παιδική τους ηλικία και αργότερα πηγαίνοντας στις θρησκεύτηκες εορτές τα έβλεπαν σαν έργα τέχνης. Τα ετοίμαζαν έτσι για την μελέτη των ποιημάτων του Ομήρου και του Ησίοδου που γινόταν από τον γραματιστή (τον δάσκαλο της ανάγνωσης).
Αυτά μέχρι να γίνει το παιδί επτά ετών ,γιατί από εκεί και πέρα άλλαζαν όλα ριζικά.
Το παιδί παίρνεται από τα μητρικά χέρια και παραδίδεται σε έναν παιδαγωγό. Ο παιδαγωγός είναι αυστηρός και η βέργα του είναι το κύριο επιχείρημα και η βασική μέθοδος αγωγής ,συνοδεύει τον νεαρό του κύριο παντού :στο σχολείο στην παλαίστρα στις δημόσιες τελετές ,βαδίζει πάντα πίσω του κουβαλώντας τα βιβλία του τις πλάκες τα μουσικά όργανα και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί ο νεαρός μαθητής .
Στον δρόμο προσέχει να μην πιάσει το παιδί συζήτηση με κάποιον , να βαδίζει με χαμηλωμένο το κεφάλι, τα μάτια να είναι καρφωμένα στην γη να κάνει στην άκρη όταν συναντάει κάποιον ηλικιωμένο.
Στο σπίτι ο παιδαγωγός είναι υποχρεωμένος να μάθει καλούς τρόπους στο παιδί :ένα παιδί απαγορεύεται να συζητάει με τους μεγάλους , η να γελάει με χάχανα ,δεν είναι σωστό να κάθεται με σταυρωτά τα πόδια ή το ένα πόδι πάνω στο άλλο και ούτε να στηρίζει το πηγούνι πάνω στο χέρι του, επίσης όταν τον τρώει το δέρμα του απαγορεύεται να ξύνεται μπροστά στον κόσμο αλλά στα κρυφά όσο μπορεί ποιο απαρατήρητα , δεν επιτρέπεται να παίρνει φαγητό μόνος του αλλά ούτε και να το ζητάει, το ψωμί το πιάνει πάντα με το αριστερό ενώ τα άλλα φαγητά με το δεξί. Τα παστά τα πιάνουν πάντα με τα δύο δάκτυλα , ενώ το κρέας το ψάρι και το ψωμί με τα τρία, αν στο δωμάτιο μπαίνει κάποιος ηλικιωμένος το παιδί πρέπει να σηκώνεται όρθιο.
Ο παιδαγωγός έχει ακόμη μία πιο σημαντική αποστολή : πρέπει να είναι ο μόνιμος συνοδός του παιδιού έως την εφηβεία, πρέπει να τον επιβλέπει συνέχεια, για την ηθική διαμόρφωση του χαρακτήρα του, να του απαγορεύει συναντήσεις με ύποπτα άτομα ή να πλησιάζει σε χώρους όπου μπορεί να δει η να ακούσει πράγματα τα οποία θα είναι επικίνδυνα για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Όση ώρα είναι το παιδί στο σχολείο ο παιδαγωγός κάθεται συνήθως στην ίδια αίθουσα διδασκαλίας και ακούει τον μαθητή. Έτσι αφού ήταν στο μάθημα τελειώσει ο παιδαγωγός θα μπορεί αργότερα στο σπίτι να βοηθήσει το παιδί να επαναλάβει τα μαθήματα του.
Οι δάσκαλοι καθόταν σε καρέκλες που η πλάτη και τα πόδια ήταν κυρτά. Οι καρέκλες αυτές λεγότανε θρόνοι και είναι οι πρόδρομοι των εδρών. Οι μαθητές οι παιδαγωγοί και οι βοηθοί του δασκάλου καθόταν σε σκαμνάκια με ίσια πόδια και χωρίς ράχη. Δεν υπάρχουν τραπέζια ,στις κέρινες πλάκες τους που ήταν πολύ σκληρές έγραφαν ακουμπόνταστες πάνω στα γόνατα τους ή έβαζαν πάνω σ'’ άυτές ένα φύλλο παπύρου.
Στην Αθήνα δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία, υπήρχαν πάρα πολλά, αλλά όλα άνηκαν σε ιδιωτικούς δασκάλους.
Πριν τον πέμπτο αιώνα αρκούσε κάποιος να ξέρει να γράφει και να διαβάζει για να κάνει τον δάσκαλο. Δεν χρειαζόταν να έχει κανένα δίπλωμα .
Οι δάσκαλοι και κυρίως οι βοηθοί θα πρέπει να πληρώνονταν από τα χρήματα που έδιναν οι γονείς των μαθητών και θα πρέπει να έπαιρναν πολύ λίγα χρήματα. Από το δεύτερο ήμισυ του πέμπτου αιώνα με την εμφάνιση των σοφιστών άρχισαν να εμφανίζονται πραγματικοί καθηγητές με κύρος και με καλές αμοιβές για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν.
Στο σχολείο ο δάσκαλος μόλις τα παιδιά μάθουν να διαβάζουν, τα βάζει να διαβάζουν δυνατά στην τάξη, καθισμένα πάνω σε σκαμνάκια ,τους στίχους των μεγάλων ποιητών και τ' αναγκάζει να τους αποστηθίσουν. Το παιδί άρχιζε πρώτα να μαθαίνει να διαβάζει μετά να γράφει .Έπρεπε πρώτα να μαθαίνει να λέει απ' έξω τα ονόματα των γραμμάτων της αλφαβήτου και να τα χάραζει στην μνήμη του με μνημονικούς στίχους.
Ο μαθητής μάθαινε να διαβάζει δυνατά και ποτέ από μέσα του. Οι νεαροί μαθητές ή διαβάζανε μόνοι τους με δυνατή φωνή η έβαζαν κάποιο δούλο να τους διαβάζει.
Στη συνέχεια το παιδί μάθαινε να γράφει τα γράμματα σε μία ξύλινη πλάκα , που είχε ένα πλαίσιο και στο εσωτερικό του πλαισίου υπήρχε κερί ,πάνω στο οποίο χάραζαν τα γράμματα με ένα μυτερό εργαλείο ή μαχαιράκι (γραφίς) που στο άλλο άκρο ήταν πλατύ και στρόγγυλο για να μπορούν να σβήνουν. Αυτές οι πλάκες άλλοτε ήταν απλές άλλοτε διπλές ,τριπλές ή τετραπλές και στις τελευταίες τα διάφορα κομμάτια συνδέονταν μεταξύ τους με στρόφιγκες η με σπάγκο που τον περνούσαν μέσα από τρύπες.
Στην αρχαία Αθήνα προχωρούσαν αργά ,από το πιο απλό στο πιο περίπλοκο ,από το γράμμα στην συλλαβή με δύο γράμματα (βήτα και άλφα = βα ),ύστερα στη συλλαβή με τρία και τέσσερα γράμματα και ασκούν το παιδί με λέξεις πολύ σπάνιες και δύσκολες ,όπως λυγξ. Δεν κάνουν καμία προσπάθεια να του κάνουν τα πράγματα ποιο εύκολα. Ίσα-ίσα πίστευαν πώς όταν υπερνικηθεί η πιο μεγάλη δυσκολία ,αυτό που υπομένει θα το μάθει πιο εύκολα. Υπήρχαν συλλαβιτάρια στα οποία οι συλλαβές κάθε λέξεις ήταν χωρισμένες.
Η ανάγνωση θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη γιατί δεν χρησιμοποιούσαν σημεία στίξεις αλλά δεν υπήρχαν και διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις.
Ο δάσκαλος έγραφε πρώτα ελαφρά τα γράμματα πάνω στο κερί και ο μαθητής έγραφε από πάνω πατώντας δυνατότερα την πένα του. Έγραφαν επίσης με μελάνη πάνω σε φύλα παπύρου. Το μελάνι ήταν πηχτό ,το κοπάνιζε και μετά το διέλυε ο δάσκαλος ή ένας βοηθός του, για πένα χρησιμοποιούσαν ένα καλάμι που τ’ σκιζαν στην άκρη. Χρησιμοποιούσαν επίσης όστρακα (κομμάτια αγγείων) που χρησίμευαν κυρίως για να κάνουν σχέδια γραφής.
Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν επίσης χάρακες σε σχήμα σταυρού ,τους χρησιμοποιούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι τα γράμματα σε μία ευθεία και να είναι το ένα κάτω από το άλλο. Η διάταξη αυτή λέγεται στοιχηδόν. Ίσως να γινότανε διαγωνισμοί καλλιγραφίας ανάμεσα στους μαθητές σαν αυτούς που γινόταν στους ελληνιστικούς χρόνους.
Με μεθόδους τόσο πρωτόγονες η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής διαρκούσε πολύ καιρό, συνήθως διαρκούσε τρία έως τέσσερα χρόνια .
Ο ρήτορας Ηράκλειτος έγραψε κάποτε:
Από την πιο τρυφερή ηλικία στο άδολο πνεύμα του παιδιού
που κάνει τις πρώτες σπουδές ,δίνουν τον Όμηρο για τροφή :
είναι πολύ σωστό να ρουφάει το πνεύμα μας
από τα σπάργανα το γάλα των στοίχων του .
Μεγαλώνουμε και είναι πάντα κοντά μας.
Η αριθμητική συμπλήρωνε τελικά την διδασκαλία. Όμως στο σύστημα αγωγής των Ελλήνων η μουσική μόρφωση των νέων ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες της εκπαίδευσής τους. Από ιστορική άποψη ο η διδασκαλία της μουσικής θα πρέπει να άρχισε πολύ παλαιότερα από την διδασκαλία των γραμμάτων. Σε όλες τις εποχές οι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό και θεωρούσαν την εκμάθηση του τραγουδιού και του των μουσικών οργάνων σαν την βάση της παίδευσης των ελευθέρων πολιτών.
Ήδη από την Ομηρική εποχή οι τραγουδιστές ,οι αοιδοί ,που υμνούσαν τα παλιά κατορθώματα περιβάλλονταν με εκτίμηση και σεβασμό όπως δηλώνει ο Οδυσσέας στους Φαίακες.
Γιατί έχουν δόξα και τιμή
στη γη οι τραγουδιστές
απ' όλους ,που τους έμαθε
να τραγουδούν η Μούσα
και αγάπησε το γένος τους ξέχωρα απ' όλα τ' άλλα.
Είναι χαρακτηριστικό πως το ίδιο το όνομα της μουσικής προέρχεται από τις Μούσες ,τις θεές που προεδρεύουν σε κάθε καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Η μουσική φαινόταν αληθινά στους Έλληνες σαν το ουσιαστικό μέρος και σαν το καλύτερο σύμβολο κάθε μόρφωσης .Ο άνθρωπος ο πραγματικά μορφωμένος είναι ο μουσικός ανήρ.
Χαρακτηριστικό είναι η μουσική προσφορά που οι επιζώντες κάνουν στους συγγενείς ή στον φίλο που δεν υπάρχει πια .
Χρειάζεται αυτό το φτωχό σώμα που πιστεύουν πως ζει κάτω από την γη κάτι άλλο από προσφορές; Του χρειάζεται η πνευματική ευχαρίστηση .Να γιατί μέχρι τον τάφο φροντίζουν να δώσουν χαρά κάνοντας να φτάσουν οι ήχοι της μελωδίας που τον μάγευαν σε όλη του την ζωή.
Λένε πώς η μουσική εξημερώνει τα ήθη ,αλλά για τους Έλληνες ήταν η πρώτη κατάσταση του πολιτισμού και κάθε τροποποίηση που γινόταν στην τεχνική της μουσικής τους φαινόταν επικίνδυνη και ικανή ν' αλλάξει την ηθική ισορροπία όλου του σώματος της πολιτείας και ολόκληρου του κράτους.
Ετσι ο νεαρός Αθηναίος μόλις μάθαινε να γράφει και να διαβάζει έπρεπε να αρχίσει να μαθαίνει μουσική. Στα Αθηναϊκά σχολεία η μουσική άρχιζε μαζί με την λογοτεχνία.
Πρώτο χρέος των παιδιών η σιωπή ,
τσιμουδιά να μην βγάζουν ,
στους δρόμους με τάξη και μαζί,
γειτονόπουλα αν ήταν ,
γραμμή να βαδίζουν να πάνε να ακούσουν
της κιθάρας το μάθημα ,
δίχως χοντρό πανωφόρι ,
και ας έπεφτε χιόνι.
Στο πρόγραμμα εκπαίδευσης προέβλεπε μαζί με την ανάπτυξη του μυαλού ταυτόχρονα ξεκινούσε και η σωματική ανάπτυξη.
Στην Αθήνα και την Σπάρτη το πρόγραμμα της γυμναστικής ήταν καθορισμένο με νόμο και ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους ,υπήρχαν δε παιδαγωγοί και ειδικοί υπάλληλοι που παρακολουθούσαν την τήρηση των αποφάσεων.
Οι νεαροί Αθηναίοι εκπαιδευόντουσαν στις παλαίστρες από τα δώδεκα τους χρόνια. Οι παλαίστρες όπως και τα σχολεία ήταν ιδιωτικές και έφεραν το όνομα του ιδιοκτήτη τους , σε αντίθεση με τα γυμνάσια που ήταν κρατικά.
Στις παλαίστρες κυριαρχούσε ο παιδοτρίβης που ήταν υπεύθυνος για την σωματική εκπαίδευση των νέων ,κυκλοφορούσε ανάμεσα στους νέους και διηύθυνε τις ασκήσεις με μία μακριά διχαλωτή βέργα με την οποία τιμωρούσε τους απείθαρχους, φορούσε πορφυρή χλαμύδα και την έβγαζε μόνο όταν ήταν να δείξει στα παιδιά κάποια άσκηση. Έχει συχνά κάτω από τις διαταγές του βοηθούς που τους διαλέγει ανάμεσα από τους μαθητές του . Παρακολουθούσε επίσης το παράστημα των μαθητών που έπρεπε να βαδίζουν ίσια με τις μύτες των ποδιών τους προς τα έξω. Τρία ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γυμναστικής :η τέλεια γυμνότητα του αθλητή (η λέξη γυμναστική προέρχεται από την λέξη γυμνός), η χρήση αλοιφών από λάδι και το παίξιμο του αυλού όσο κρατούσαν οι ασκήσεις.
Τα απαραίτητα εφόδια για ένα παιδί που πήγαινε στην παλαίστρα είναι :το σφουγκάρι για την καθαριότητα ,το μικρό αγγείο για το λάδι (αλάβαστρος) και η μπρούτζινη ξύστρα (στλεγγίς ή στελγίς)
Οι κύριες σωματικές ασκήσεις των νέων στην παλαίστρα ήταν η πάλη, ο δρόμος το άλμα ο δίσκος και το ακόντιο.
Σε κάθε παλαίστρα υπήρχε τουλάχιστον ένας αυλητής .Η δουλεία του ήταν όχι μόνο να ρυθμίζει τις ασκήσεις ευκαμψίας αυτό που σήμερα ονομάζουμε σουηδική γυμναστική αλλά ακόμη και την ρίψη του δίσκου η του ακοντίου αλλά και άλλα αθλήματα.
Από την εποχή του Πεισιστράτου, τον έκτο αιώνα γινόταν στην γιορτή των Παναθηναίων ένας αγώνας που συμμετείχαν μόνο παιδιά ,το πένταθλο, που περιελάμβανε πέντε αγωνίσματα :την πάλη ,τον δρόμο ,το πήδημα, την ρίψη δίσκου ,και το ακόντιο.
Η πάλη ήταν το κατεξοχήν αγώνισμα ,αυτή είχε δώσει και το όνομά της στις παλαίστρες. Τα παιδιά αρχίζουν ισιώνοντας το έδαφος με ένα φτυάρι εργαλείο. Έπειτα τα παιδιά αγωνίζονταν δύο -δύο με τα κεφάλια χαμηλωμένα ,τα μπράτσα τεντωμένα μπροστά και προσπαθούσαν να πιάσουν τον αντίπαλο τους η από τον καρπό η από τον λαιμό ή από την μέση.
Τα αγωνίσματα του δρόμου ήταν πολλά :δρόμος ταχύτητας ,μήκος σταδίου (διαφορετικά από πόλη σε πόλη περίπου όμως τετρακόσια είκοσι μέτρα ) η διπλού σταδίου (δίαυλος) ή τετραπλού σταδίου (ίππιος) και ο δρόμος μεγάλου μήκους που μπορούσε να φτάσει μέχρι είκοσι τέσσερα στάδια .δηλ. περισσότερα από τέσσαρα χιλιόμετρα .
Στο πήδημα οι Έλληνες φαίνεται ότι συνήθιζαν μόνο το άλμα εις μήκος μετά φοράς. Και στο αγώνισμα αυτό όπως και στην πάλη ,τα παιδιά πρώτα ίσιωναν με το φτυάρι το έδαφος στο σημείο που θα έπεφταν μετά το άλμα.
Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι είναι ότι δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ μέσα στους άλλους αγώνες την κολύμβηση, ενώ οι Έλληνες είναι ναυτικός λαός ,πολύ σπάνιες είναι επίσης οι κωπηλασίες και οι λεμβοδρομίες. Ίσως εξηγείται το γεγονός ότι οι Έλληνες ήρθαν από βορρά από ηπειρωτική περιοχή και τα αγωνίσματα καθορίσθηκαν σύμφωνα με την παράδοση.
Στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας η έτος της ηλικίας η εκγύμναση των νέων σε γενικές γραμμές τελείωνε ,τα παιδιά των φτωχών άρχιζαν να εργάζονται διότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν σε ανώτερα σχολεία .
Τα παιδιά των πλουσίων όμως σπούδαζαν ακόμη για δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο , ήταν δηλαδή κάτω από την εκπαίδευση και παρακολούθηση της ομάδος ενός σοφιστή , ενός φιλοσόφου η ενός ρήτορα στον οποίον οι γονείς του πλήρωναν πολλά χρήματα.
Ο νεαρός Αθηναίος στην εποχή του Περικλή μελετάει την διδασκαλία του Αναξαγόρα διαβάζει μα θαυμασμό τις αστρονομικές θεωρίες του Μέτωνα ,συζητάει με πάθος για τα φιλοσοφικά έργα του Δήμωνα και του Πρωταγόρα και ενημερώνεται για πρώτη φορά για τις τολμηρές απόψεις των σοφιστών.
Στα δεκαοκτώ τους οι νέοι της Αθήνας ήξεραν να διαβάζουν να γράφουν να χορεύουν να τραγουδούν και να παίζουν λίρα και αυλό, ξέρανε επίσης να κολυμπάνε να ιππεύουν , να παλεύουν να τρέχουν και να πηδάνε.
Είχαν μάθει να απαγγέλλουν στίχους από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου και από άλλους λυρικούς ποιητές αλλά πάνω απ'; όλα ήξεραν να φέρονται σε κάθε συναναστροφή , ήταν δηλαδή τέλειοι νέοι.
Αλλά στα δεκαοχτώ τους οι νέοι της Αθήνας για να μπορούν να θεωρούνται Αθηναίοι πολίτες ,έπρεπε να περάσουν άλλη μία δοκιμασία ,την δοκιμασία της εφηβείας ,μία δοκιμασία με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα. Οι καθοδηγητές της εκλεγόταν κατευθείαν από το κράτος και ο ανώτερος διοικητής άνηκε στους στρατηγούς.
Οι έφηβοι εδώ παίρνανε καθαρά στρατιωτική εκπαίδευση στα δεκαοχτώ τους γινότανε μαχητές και με την επίβλεψη του επίσημου κράτους προετοιμαζόντουσαν για την προοπτική του πολέμου. Μάθαιναν να υπερασπίζονται την πατρίδα με το όπλο στο χέρι.
Τον μήνα Βοηδρομιώνα στον ναό της Αγλάυρου ο νέος της Αθήνας πάνοπλος μαζί με τους συντρόφους του καλούνταν να δώσει τον όρκο με τον οποίο θα τον χώριζε για πάντα από την παιδική του ηλικία.
Ο όρκος του έφηβου ήταν ο εξής.
Θα κρατώ τα όπλα αυτά και δεν θα τα ντροπιάσω
και μόνος και με συντροφιά και εδώ και όπου λάχω.
Θα πολεμήσω ακούραστα και αφρόντιστα θα πέσω
Και την πατρίδα μιά φορά μεγάλη θα την κάνω
Και τους δικαίους θ’ αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους.
Θα κατατρέχω τον κακό ,θα σφάζω τον προδότη,
κι αν ίσως ψέματα μιλώ, κολάστε με θεοί μου!
Από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα μαθαίνουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της δοκιμασίας οι έφηβοι περνούσαν την ζωή τους στην ύπαιθρο .(Να τρέχεις στις πεδιάδες να κυνηγάς στα βουνά, να συνηθίσεις να υποφέρεις την πείνα ,αυτός που δεν σκοτώνει τίποτα τρέφεται με χόρτα).
Η στρατιωτική προετοιμασία των εφήβων ήταν πολύπλευρη. Οι παιδοτρίβες τους ασκούσαν καθημερινά στις παλαίστρες και στα γυμνάσια ,ο οπλομάχος διηύθυνε τις ασκήσεις πεζικού. Ο ακοντιστής δίδασκε την ρίψη του ακοντίου ,ο τοξότης την χρήση του τόξου και ο αφέτης την χρήση του καταπέλτη. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί υπήρχαν και οι σωφρονιστές οι οποίοι ήταν ειδικά διαλεγμένοι για να παρακολουθούν την συμπεριφορά και την πειθαρχεία των εφήβων. Τον τέταρτο αιώνα εμφανίστηκαν οι κοσμητές οι οποίοι αντικατέστησαν τους σοθρονιστές. Οι κομιστές εκλέγονταν για ένα χρόνο από τους πιο σεβαστούς πολίτες σ' αυτούς υπαγόταν οι καθηγητές των εφήβων ή διοριζόταν από τους ίδιους.
Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης οι έφηβοι κοιμόταν τυλιγμένοι με τις χλαμύδες όπου τους έβρισκε η νύχτα.
Ο Πλάτωνας απαιτούσε οι νέοι να μαθαίνουν την ταχτική του πολέμου, την πορεία και την τέχνη της στρατοπεδίας, τα οποία μάθαιναν οι έφηβοι τον πρώτο χρόνο της εκπαίδευσης τους.
Με το πέρας του πρώτου χρόνου οι έφηβοι οπλισμένοι με ασπίδα και ακόντιο παρουσιαζόταν σε μία επιθεώρηση ένα είδος οργανωμένης παρέλασης στον περίβολο του θεάτρου.
Στην αρχαία Αθήνα το στράτευμα αποτελούταν από 42 σειρές ,ηλικίας από 19 έως 60 ετών και κάθε σειρά είχε και τον επώνυμο Ήρωα της. .
Όλοι οι έφηβοι της Αθήνας έκαναν θητεία δύο χρόνων φρουράς στα σύνορα σαν περίπολοι - φύλακες , όπου συντηρώντουσαν ,παρατηρούσαν , σκεφτόντουσαν ,αποφασίζανε και δρούσαν τελείως μόνοι τους , η ενδυμασία τους δε, ήταν μόνο τα μαύρα ρούχα. Ο βασικότερος χώρος εκπαίδευσης των νέων της Αθήνας ήταν τα σύνορα με την Βοιωτία , τόπος ορεινός και άγριος που κατοικούταν μόνο από βοσκούς και κυνηγούς. Επίσης η παραπάνω περιοχή ονομάζονταν Μέλαιναι ή Μελανία Χώρα (μαύρη γη) και ήταν υπό αμφισβήτηση και από τις δύο πόλεις. Η θητεία τους ήταν περίοδος εκπαίδευσης και τέλειας απομόνωσης από την οικογένεια τους και την κοινωνία και όπως είναι φυσικό θα πρέπει να επέφερε στους έφηβους αφόρητη ψυχική και σωματική κούραση , διότι για δύο χρόνια ήταν μακριά από την πόλη χωρίς να έχουν καμία κοινωνική επαφή ,αλλά παράλληλα ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη και ασφάλεια της Αθηναϊκής επικράτειας, μάθαιναν να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε τρόπο η μέσον που θα τους έδινε την νίκη .
Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε ένα μύθο που εκτυλίχθηκε στην Μελανία Χώρα. Την εποχή που αναφέρεται ο μύθος βασιλιάς των Βοιωτών ήταν κάποιος με το όνομα Ξάνθος ενώ στην Αθήνα ήταν ο Θυμοϊτης.
Οι δύο βασιλιάδες αποφάσισαν να μονομαχήσουν για διευθετήσουν την εδαφική διαφορά ανάμεσα στις δύο πόλεις.
Την τελευταία στιγμή όμως ο Θυμοϊτης φυγομαχεί με την δικαιολογία ότι ήταν ηλικιωμένος ,στο αθηναϊκό στράτευμα παρουσιάζεται κάποιος Μέλαθρος ,που δέχεται να πολεμήσει στην θέση του Θυμοϊτη με την προϋπόθεση ότι θα γίνει αυτός βασιλιάς. Ενώ η μάχη ανάμεσα στον Μέλαθρο και τον Ξάνθο εξελισσόταν ,γυρίζει ο Μέλαθρος και λέει στον αντίπαλο του : Ξάνθε παραβαίνεις τους κανόνες της μονομαχίας .Ποιος είναι αυτός που είναι δίπλα σου?
Ξαφνιασμένος ο Ξάνθος γυρίζει να δει ποιος είναι δίπλα του και ο Μέλαθρος βρίσκει την ευκαιρία και τον σκοτώνει.
Εδώ βλέπουμε ότι η απάτη συμβάλει καθοριστικά για την έλευση της τελικής νίκης.
Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την παραπάνω περίοδο σαν στρατιωτική θητεία ,αλλά σίγουρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο διότι η εκπαίδευση των νέων ξεκινούσε ουσιαστικά στα 16 και τελείωνε στα 20 περιελάμβανε δε πέρα από την στρατιωτική εκπαίδευση και πολλά αλλά θέματα.
Με το τέλος της θητείας τους στα σύνορα οι νέοι θεωρούντουσαν πολίτες και οπλίτες. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ο νέος οπλίτης ήταν ο γάμος και η ένταξη του στην φάλαγγα των οπλιτών.
Οι Αθηναίοι διατηρούσαν καταλόγους με τους πολίτες που μπορούσαν να στρατολογηθούν . Στις εκστρατείες συμμετείχαν κατ'; αρχάς όσοι δεν είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν. Πέρα από τις εκστρατείες από τις σειρές εκλεγόντουσαν οι δημόσιοι διαιτητές και οι άρχοντες της πόλης.
Από την τελευταία σειρά ( 60 ετών- των γερόντων) εκλέγονταν οι άρχοντες.
ΣΠΑΡΤΗ
Οι Δωριείς οι κατακτητές της Λακωνικής γης εξαιτίας του μικρού τους αριθμού αλλά και ζώντας σε μία χώρα από υποταγμένους λαούς που κατά βάθος ήταν εχθροί και περιτριγυρισμένοι από εχθρικούς λαούς αναγκάστηκαν να ζουν σαν σε στρατόπεδο για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους σαν ελληνικό φύλο.
Για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία στην περιοχή έπρεπε να δυναμώσουν από την παιδική ηλικία το θάρρος και την ενεργητικότητα κάθε μελλοντικού πολίτη.
Στη Σπάρτη σε αντίθεση με την Αθήνα η εκπαίδευση των νέων είχε καθαρά στρατιωτικό προσδιορισμό μιας και η κοινωνία της Σπάρτης είχε καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Η ανατροφή των νέων απασχολούσε ιδιαίτερα την πολιτεία. Τα υγιή παιδιά από την γέννηση τους ανήκαν στην πολιτεία η οποία τα εμπιστευόντουσαν στις μητέρες τους μέχρι το 7ο έτος ,για να τα αναθρέψουν. Από το 7ο μέχρι το 18ο τα αναλάμβανε η πολιτεία. Κατά το διάστημα αυτό οι νέοι ζούσαν οργανωμένοι σε αγέλες οι οποίες ήταν χωρισμένες βασικά σε δύο ομάδες ,σε μία ομάδα συνομηλίκων που ονομάζονταν (βούα) που τις διοικούσαν οι ποιο μεγάλοι από τους είρηνες και διαιρούνται σε λόχους που τις οδηγεί το ποιο συνετό από τα αγόρια και τον ονομάζουν βουαγό και σε μία ομάδα με παιδιά διαφορετικής ηλικίας που λέγονταν (ίλη).
Τα αγόρια της Σπάρτης σύμφωνα με την ηλικία τα διαιρούσαν στους: το αγόρι από οκτώ ετών ονομάζονταν μειράκιον ή λυκόπουλο (ρωβίδας ,προμικκιζόμενος, μικκιζόμενος, πρόπαις), από δώδεκα έως τα δεκαπέντε (πρωτοπάμπαις, ατροπάμπαις, μελλείρην (μελλέφηβος)-τέλος από τα δεκαέξι μέχρι τα είκοσι είρην. Οι ύλες αντιστοιχούσαν σε παιδικές ομάδες με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, τα παιδιά εξασκούνταν στην χρήση όπλων ,στην εκτέλεση αποστολών και στην σιδερένια πειθαρχεία: η ατομικότητα εξαφανίζονταν ενώ η ομαδικότητα ήταν ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης. Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης τα παιδιά βασικά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση κάτω από την καθοδηγήσει των παιδονόμων και ασκούνταν στην σκληραγωγία του σώματος, στην πειθαρχεία ,στην απόκτηση πολεμικών δεξιοτήτων στην μόρφωση και την απόκτηση ήθους. Γιαυτό όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερο τα ασκούσαν. Τα κούρευαν σύρριζα και τα μάθαιναν να περπατάνε ξυπόλυτα και να παίζουν τον περισσότερο καιρό γυμνά. Μάθαιναν ακόμη πολεμικά τραγούδια και τα έπη του Ομήρου, αλλά ήταν υποχρεωμένα να ακούν διαφόρων ειδών αφηγήσεις και ν' απαγκέλουν ποιήματα πατριωτικού περιεχομένου .
0 Πλούταρχος μας λέει ότι τα παιδιά της Σπάρτης οπωσδήποτε μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν αλλά αυτό γινότανε επειδή ήταν απολύτως αναγκαίο.
Βέβαια εκτός από τις συνεχείς στρατιωτικές ασκήσεις που προετοίμαζαν τους νέους σπαρτιάτες για πόλεμο ,έπαιρναν και κάποια μουσική μόρφωση, που εξ άλλου είχε σχέση με τον πόλεμο ,γιατί ο πολύ καλά κανονισμένος μουσικός ρυθμός των χορών ετοιμάζει τις πειθαρχημένες κινήσεις των ταγμάτων και καθώς ξέρουμε ο αυλός και τα τραγούδια ρύθμιζαν τις κινήσεις του σπαρτιατικού στρατού.
Μετά τα δώδεκα φορούσαν ένα ιμάτιο το ίδιο όλο τον χρόνο, δεν κάνουν μπάνιο και δεν αλείφονται με λάδι παρά μόνο στις πιο γιορτινές ημέρες του χρόνου. Για το παραμικρό παράπτωμα μαστιγώνονταν άσχημα, στα δείπνα τους έδιναν επίτηδες κακής ποιότητος τροφή και πολύ λίγη για να τα αναγκάσουν να κλέβουν τρόφιμα για αν συνηθίσουν στη τόλμη και το δόλο .
Στα δεκαέξι τους τα παιδιά της Σπάρτης περνούσαν από την παιδική ηλικία στην νεότητα .Οι είρηνες υφίστανται πολλές και διαδοχικές μυήσεις που είναι απόδειξη αντοχής και παράλληλα τελετές με μαγικό χαρακτήρα πολύ συχνά με χορούς και μασκαράτα. Στο βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος οι έφηβοι χωρισμένοι σε δύο αντίπαλες ομάδες έρχονται να κλέψουν τυριά και αυτό το μεγάλο παιχνίδι γίνεται η αφορμή να δώσουν και να πάρουν μερικά χτυπήματα με το μαστίγιο.
Από τα 18 -20 χρόνια τους οι νέοι της Σπάρτης όπως οι Αθηναίοι συνομήλικοι τους έπρεπε να περάσουν την τελική δοκιμασία .Την ποιο σκληρή δοκιμασία του κρυπτή, τα δύο χρόνια της απομόνωσης και της ατομικής πρωτοβουλίας, μίας δοκιμασίας που με το τέλος της σήμαινε και το τέλος της εφηβείας και την είσοδο των νέων στους πολεμιστές.
Ο Κρύπτης ήταν ο νέος που εγκατέλειπε την πόλη για να περιπλανηθεί κρυμμένος και πλήρως απομονωμένος με ελαφρύ οπλισμό στην ύπαιθρο και στα βουνά.
Η εκπαίδευση του Κρύπτη ήταν πολύ πιο σκληρή από αυτή του Έφηβου ,αφού όλη την περίοδο της εκπαίδευσης οι Κρύπτες έκαναν καταδρομές σε δάση και σε βουνά αναριχόντουσαν σε βράχους σε τοίχους και άγριες χαράδρες, ενώ το βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης ήταν η παραμονή τους την νύχτα στα βουνά. Στην περίοδο της εκπαίδευσης ήταν από τις διαδεδομένο το κυνήγι και ο φόνος των Ειλώτων, τους οποίους η κοινωνία κάθε χρόνο τους κήρυττε τον πόλεμο για να μην θεωρηθεί φόνος ο θάνατός τους από τους Κρύπτες.
Αξίζει να αναφέρουμε το τελετουργικό που επικρατούσε πριν μάχες ανάμεσα σε ομάδες Κρυπτών .
Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι σε αυτές τις μάχες επιτρεπόταν ορισμένα όπλα και πολλά απαγορευμένα χτυπήματα όπως δαγκωματιές γονατιές κ.λ.π.
Πριν από την μάχη οι δύο ομάδες έκαναν θυσία στον Ενυάλιο θεό της συμπλοκής δύο σκύλους , στη συνέχεια βάζανε δύο εξημερωμένους αγριόχοιρους να μονομαχήσουν .Όποιος αγριόχοιρος κέρδιζε , συνήθως προοιώνιζε την νίκη της ομάδος στην οποία ανήκε.
Στα είκοσι τους οι νέοι της Σπάρτης ήταν τέλειοι στρατιώτες και μπορούσαν να γίνουν πολίτες της πόλης .
Για να θεωρηθούν όμως πολίτες και πολεμιστές με πλήρη δικαιώματα έπρεπε να περάσουν από την εκπαίδευση και την αγωγή του Κρύπτη καθώς επίσης και ένα σύνολο μυητικών τελετουργιών που συνεχίστηκαν έως την κλασική εποχή.
Όπως είδαμε παραπάνω η κοινωνία της Σπάρτης αν εξαιρέσουμε ότι έδινε στα παιδιά της Σπάρτης κάποια μουσική μόρφωση και τους έδινε τα απαραίτητα στοιχεία αναγνώσεις και γραφής μπορούμε να πούμε πως ολόκληρη η σπαρτιατική εκπαίδευση που την είχε οργάνωση σχολαστικά και την κρατούσε κάτω από τον έλεγχό του το κράτος περιοριζόταν σε σωματικές ασκήσεις και στην προετοιμασία του πολέμου.
Εκτός από τον πόλεμο και τις ασκήσεις ο Σπαρτιάτης τις μόνες ασχολίες που είχε ήταν το κυνήγι και την συνομιλία στους δημόσιους χώρους ,όπου συνηθίζονταν τα λίγα και φρόνιμα λόγια(λακωνισμός).
Απαγορεύονταν τα ταξίδια έξω από την Σπάρτη ,για να μην διατρέχει κίνδυνο εκφυλισμού η σπαρτιάτικη ζωή από την μίμηση ξένων συστημάτων.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Σπάρτη οι κοπέλες σε αντίθεση με την Αθήνα (εκεί οι κοπέλες ζούσαν κλεισμένες) γυμνάζονταν δημόσια στα διάφορα σπορ όπως τα αγόρια. Πάλευαν έριχναν το δίσκο ή το ακόντιο (που θεωρούταν πολεμικό όπλο).Το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης ήθελε να δημιουργήσει μητέρες ρωμαλέες και δυνατές προικισμένες με αντρικές αρετές.
Ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Λυκούργος για να αποφευχθεί η μαλθακότητα μιας σπιτικής εκπαίδευσης χωρίς σκληραγωγία επέτρεψε στα κορίτσια να εμφανίζονται γυμνά στις λιτανείες όπως και τα αγόρια και να χορεύουν και να τραγουδούν μπροστά στους άντρες. Οι χοροί των κοριτσιών της Σπάρτης που τους χόρευα ενώ τραγουδούσαν τα παρθένια του Αλκμάνος ήταν περίφημοι ανάμεσα στους χορούς αυτού του είδους.
Έτσι ετοίμαζαν γάμους αρμονικούς που θα έδιναν στην Σπάρτη ρωμαλέα παιδιά.
Ο πόλεμος για τον Σπαρτιάτη ήταν βίωμα ζωής , ξεκινούσε γιαυτόν με την μάνα του η την γυναίκα του να αδιαφορούν για την ζωή του και να ενδιαφέρεται μόνο για την τιμή του, το καλό , την δόξα και την ακεραιότητα της Σπάρτης, γιαυτό ξεκινώντας για τον πόλεμο του έδιναν την ασπίδα του και του έλεγαν : (Η ταν ή επί τας) δηλ. (ή θα νικήσεις ή θα γυρίσεις νεκρός πάνω στην ασπίδα σου).
Για να αποκτήσουν όμως πολιτικά δικαιώματα έπρεπε να εκλεγούν μέλη μίας από τις δεκαπενταμελείς ομάδες που ονομάζονταν (συσσίτια) ή (συσκηνίες) και δεν ήταν τίποτα άλλο από μονάδες στρατού (κάτι σαν τις σημερινές διμοιρίες). Οι εικοσάχρονοι υπέβαλαν αίτηση υποψηφιότητας για ομάδες όπου υπήρχαν κενές θέσεις . Τα ήδη μέλη ψήφιζαν με μυστική ψηφοφορία αν θα δεχόταν τον κρύπτη η όχι, μία αρνητική ψήφος ήταν αρκετή να μην γίνει δεκτός ο υποψήφιος.
Οι δεκαπέντε κάθε ομάδος ζούσαν μέρα νύχτα μαζί και κοιμόντουσαν σε κοινούς στρατώνεςκαι έτρωγαν σε κοινούς χώρους τον μέλανα ζωμό.
Μετά απ 'όλα αυτά κάθε μέλος ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει στα συσσίτια τα οποία άνηκε ,κάθε μήνα τα εξής :περίπου τριάντα κιλά αλεύρι , δεκαπέντε κιλά κρασί , έντεκα κιλά τυρί, έξι κιλά σύκα και μία μικρή χρηματική προσφορά. Αυτός που δεν κατέβαλε τα παραπάνω εξέπιπτε από μέλος ενώ ταυτόχρονα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα.
Σε αντίθεση με τους Κρύπτες οι κανόνες των πολιτών ήταν τελείως διαφορετικοί.
Κατά το 30ο έτος παντρευόταν , κατά το 60ο έληγε το στρατιωτικό στάδιο και από τότε καταγίνονταν με την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και με την ανατροφή των παιδιών της πολιτείας.
Ελεύθερος πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Σπάρτη ήταν αυτός που είχε γεννηθεί από πατέρα και μάνα Σπαρτιάτες, ήταν υγιείς και κατά την γέννηση του ήταν αρτιμελής να έχει συμμετάσχει σε όλα τα στάδια του Σπαρτιατικού στρατιωτικού βίου και να μην έχει πέσει σε (ατιμία).
Οι πολίτες είχαν δικαίωμα στην κοινή ζωή ,στα δείπνα ,στις ανοιχτές μάχες ,στα πεδινά μέρη, στην κατά μέτωπο επίθεση κ.λ.π., αρετές οι οποίες τιμόντουσαν στην Σπάρτη περισσότερο από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος, επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι το χαρακτηριστικό των ενήλικων Σπαρτιατών ήταν τα μακριά μαλλιά πράγμα το οποίο δεν συναντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μοναδική εργασία των Σπαρτιατών ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση που συνεχίζονταν είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε περίοδο ειρήνης, ουσιαστικά οι Σπαρτιάτες έως τα τριάντα τους ζούσαν σε κατάσταση μόνιμης επιστράτευσης.
Τα έσοδα τους προέρχονταν από κλήρους που τους καλλιεργούσαν οι είλωτες, οι κλήροι πήγαιναν πάντα στους πρωτότοκους οι υπόλοιποι δεν παίρνανε τίποτα.
Άλλοι λόγοι που έχανε ένας Σπαρτιάτης τα πολιτικά του δικαιώματα ήταν οι εξής:να λιποτακτήσει ή να πιαστεί αιχμάλωτος ή να υποχωρήσει μπροστά στην ανωτερότητα του εχθρού.
ΚΡΗΤΗ
Αντίθετα από την Αθήνα και την Σπάρτη στην Μινωική Κρήτη η εκπαίδευση και η μύηση των εφήβων στους νόμους και τις αρετές της κοινωνίας ήταν δουλειά έμπειρων και επώνυμων παιδαγωγών. Σκοπός αυτών των ανθρώπων ήταν η σωστή διάπλαση των εφήβων ώστε να μπορέσουν να γίνουν ενεργά και αξιότιμα μέλη της κοινωνίας.
Στην Κρήτη οι νέοι ζούσαν κατά ομάδες που ονομάζονταν Αγέλες, ενώ οι ενήλικες απάρτιζαν τα ένοπλα σώματα που ονομάζονταν εταιρίες.
Η εκπαίδευση των νέων της Μινωικής Κρήτης μοιάζει πολύ με την εκπαίδευση που πήρε ο Αχιλλέας από τον Χείρωνα και τον Φοίνικα, δηλ. μαθαίνανε τρόπους καλής συμπεριφοράς ,κυνήγι ,ιππασία, ακόντιο ,τοξοβολία, μουσική χορό, επίσης κατείχαν γνώσεις ιατρικής και φαρμακευτικής.
Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν τους νέους σε αγώνες πυγμαχίας ,αγώνες δρόμου, σύλληψη άγριου ταύρου , κυνήγι με τόξο , να χορεύουν ιερούς χορούς , να παίζουν μουσική με πολλά όργανα, και ιδικά με επτάχορδη λύρα.
Όπως στην Αθήνα και την Σπάρτη οι νέοι στην Κρήτη έπρεπε να περάσουν την δοκιμασία της μεθορίου και να δοκιμαστούν στην απομόνωσης- επιβίωσης. Επειτα από την δοκιμασία της μεθορίου οι νέοι ήταν υποχρεωμένοι και φορούν μαύρα και γυναικεία ρούχα και υποβάλλονταν σε πολύ σκληρές δοκιμασίες.
Ο αγώνας δρόμου θεωρούταν άθλημα καθαρά αντρικό και ήταν το άθλημα πάνω στο οποίο οι νέοι αποκτούσαν το δικαίωμα να λέγονται άντρες, όποιος έφηβος δεν ήταν δρομέας δεν ονομάζονταν άντρας. Αλλά το υπέρτατο κριτήριο αξιολόγησης για να θεωρηθεί ο έφηβος άντρας ήταν ο χορός και το κυνήγι .Στην γιορτή των Υπερβοϊων (δυνατών κραυγών) ξεκινούσε η γιορτή του κυνηγίου και απαιτείτο από τους έφηβους να φέρουν κάποιο θήραμα. Το κυνήγι του άγριου ταύρου γινόταν ανάμεσα στην κοιλάδα της Μεσσαράς και τους νότιους πρόποδες της Ίδης (Ψηλορείτης) .
Με το πέρας όλων των παραπάνω δοκιμασιών οι νέοι αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα ,γινότανε μάλιστα ιδική τελετή- εορτή που ονομάζονταν γιορτή των Ενδυσιών ή των Περιβλημαίων όπου γιόρταζαν την μετάβαση των νέων στην τάξη των ανδρών. Κατά την διάρκεια της γιορτής σε ιδική τελετή οι νέοι εγκατέλειπαν τα παιδικά ρούχα και ντυνόντουσαν με αντρικά και μετατρεπόταν σε άντρες ενώπιον της Πότνιας Θεάς. Οι παραπάνω τελετές γινόντουσαν σε γνωστά σπήλαια της Κρήτης όπου έχουν βρεθεί πολλά αντικείμενα προσφοράς των νέων. Σε όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης οι νέοι έπρεπε να αποδείξουν ότι διακατέχονται από δύναμη ,αντοχή ,θάρρος και εξυπνάδα για να μπορέσουν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί για να αντεπεξέρθουν στον νέο τους ρόλο σαν πολίτες ,πολεμιστές και σύζυγοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Μ. ΚΟΛΟΜΠΟΒΑ -; Ε.Λ. ΟΖΕΡΕΤΣΚΑΪΑ .Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
ΕΘΝΟΣ- ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ .ΤΕΥΧΟΣ 14.(ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ)
ROBERT FLACELIERE -;Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στους αρχαίους Έλληνες το συμφέρον του κράτους έπαιρνε την πρώτη θέση σε σύγκριση με τα συμφέροντα του ατόμου.
Ο Σπαρτιάτης για παράδειγμα δεν άνηκε καθόλου στους δικούς του αλλά άνηκε ολοκληρωτικά στο κράτος. Στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις οι νόμοι ήταν ποιο επιεικείς. Οι φιλόσοφοι που ασχολιόντουσαν με την αγωγή της νεολαίας τακτικά κατέκριναν τις υπερβολές των Σπαρτιατών , εκ των πραγμάτων όμως αναγκάστηκαν να δανειστούν πολλά από αυτούς.
Ο απώτερος σκοπός της ελληνικής αγωγής ήταν η πρόοδος του κράτους .Τα παιδιά έπρεπε να εκπαιδευτούν και να κατανοήσουν ότι έπρεπε κάποτε να φέρουν κάποιο όφελος στην πόλη, η εφηβεία δε εθεωρείτο η περίοδος μύησης των νέων στην πολεμική και κοινωνική ζωή .
Οι άρχοντες και ο λαός γνωρίζανε την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης φάσης των νέων και είχαν καταρτίσει ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης για τους έφηβους τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την σημερινή στρατιωτική θητεία, αλά ήταν ένα πρόγραμμα προετοιμασίας των νέων για να μπορέσουν να γίνουν ενεργοί πολίτες, άξιοι μαχητές και υπεύθυνοι οικογενειάρχες.
Τα αποδοτικότερα προγράμματα εκπαίδευσης των νέων στην αρχαία Ελλάδα εφαρμόζονταν στην Αθήνα με τον όρο (έφηβος) , οι Σπάρτη με τον όρο (κρύπτης) και η Μινωική Κρήτη με τον όρο (αγέλης).
ΑΘΗΝΑ
Στην αρχαία Αθήνα το παιδί έως επτά ετών δεν έπαιρνε καμία μορφή μόρφωσης.
Το παιδάκι πολύ σπάνια αποχωριζόταν από την μητέρα του και ζούσε μαζί της στον γυναικωνίτη η στο υπόγειο του σπιτιού αφήνοντας έτσι τον άντρα στο διαμέρισμα του πάνω ορόφου, την συνόδευε δε σε όλες τις θρησκευτικές τελετές π.χ. στην γιορτή των Θεσμοφορίων και συμμετείχε σε όλες τις οικογενειακές εορτές.
Τον 5οαιώνα στην Αθηναϊκή αριστοκρατία διαδόθηκε η Λακωνομανία ,όπου οι Λακεδαιμόνιες παραμάνες έγιναν περιζήτητες στην Αθηναϊκή αριστοκρατία. Αυτές έδιναν στα παιδιά της Αθήνας τραχεία Σπαρτιάτικη αγωγή, δεν τα φασκιώνανε δεν τα καλομαθαίνανε στο φαγητό , δεν τα κουκουλώνανε όταν κοιμότανε ,τα μαθαίνανε να μην φοβούνται την μοναξιά και το σκοτάδι, να μην είναι απαιτητικά και να μην κλαίνε.
Εδώ μπορούμε να πούμε ότι αυτοί που έδιναν την πρώτη διδασκαλία στα παιδιά της Αθήνας είναι οι μητέρες του και οι τροφοί όταν τραγουδούσαν στο παιδί όχι μόνο νανουρίσματα και τραγούδια αλλά όταν έφτανα στην κατάλληλη ηλικία να καταλάβουν τις ιστορίες της παράδοσης. Ξέρουμε επίσης πως το ανυπάκουο παιδί το απειλούσανε με διάφορους (μπαμπούλες) που τα ονόματα τους ήταν ((Ακκώ, Αλφιτώ, Γελλώ, Γοργώ, Έμπουσα, Λάμια, Μορμώ ή Μορμολύκη ,Εφιάλτης :κοπάδι μεγάλο και τρομαχτικό! Ο λύκος χρησίμευε και αυτός σαν φόβητρο καθώς βλέπουμε στον μύθο του Αισώπου (Ο λύκος και η Γριά ). Στα φρόνιμα παιδιά διηγιόντουσαν διασκεδαστικές ιστορίες όπου τα ζώα είχαν τον πρώτο ρόλο.Απ' αυτούς τους μύθους έβγαινε ένα δίδαγμα ,το δίδαγμα της πείρας και κατά συνέπεια μια διδασκαλία.
Χωρίς αμφιβολία οι μητέρες και οι τροφοί έβαζαν τα παιδιά στην μυθολογία και στους εθνικούς μύθους. Τους μετέδιδαν αυτά που είχαν μάθει στην παιδική τους ηλικία και αργότερα πηγαίνοντας στις θρησκεύτηκες εορτές τα έβλεπαν σαν έργα τέχνης. Τα ετοίμαζαν έτσι για την μελέτη των ποιημάτων του Ομήρου και του Ησίοδου που γινόταν από τον γραματιστή (τον δάσκαλο της ανάγνωσης).
Αυτά μέχρι να γίνει το παιδί επτά ετών ,γιατί από εκεί και πέρα άλλαζαν όλα ριζικά.
Το παιδί παίρνεται από τα μητρικά χέρια και παραδίδεται σε έναν παιδαγωγό. Ο παιδαγωγός είναι αυστηρός και η βέργα του είναι το κύριο επιχείρημα και η βασική μέθοδος αγωγής ,συνοδεύει τον νεαρό του κύριο παντού :στο σχολείο στην παλαίστρα στις δημόσιες τελετές ,βαδίζει πάντα πίσω του κουβαλώντας τα βιβλία του τις πλάκες τα μουσικά όργανα και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί ο νεαρός μαθητής .
Στον δρόμο προσέχει να μην πιάσει το παιδί συζήτηση με κάποιον , να βαδίζει με χαμηλωμένο το κεφάλι, τα μάτια να είναι καρφωμένα στην γη να κάνει στην άκρη όταν συναντάει κάποιον ηλικιωμένο.
Στο σπίτι ο παιδαγωγός είναι υποχρεωμένος να μάθει καλούς τρόπους στο παιδί :ένα παιδί απαγορεύεται να συζητάει με τους μεγάλους , η να γελάει με χάχανα ,δεν είναι σωστό να κάθεται με σταυρωτά τα πόδια ή το ένα πόδι πάνω στο άλλο και ούτε να στηρίζει το πηγούνι πάνω στο χέρι του, επίσης όταν τον τρώει το δέρμα του απαγορεύεται να ξύνεται μπροστά στον κόσμο αλλά στα κρυφά όσο μπορεί ποιο απαρατήρητα , δεν επιτρέπεται να παίρνει φαγητό μόνος του αλλά ούτε και να το ζητάει, το ψωμί το πιάνει πάντα με το αριστερό ενώ τα άλλα φαγητά με το δεξί. Τα παστά τα πιάνουν πάντα με τα δύο δάκτυλα , ενώ το κρέας το ψάρι και το ψωμί με τα τρία, αν στο δωμάτιο μπαίνει κάποιος ηλικιωμένος το παιδί πρέπει να σηκώνεται όρθιο.
Ο παιδαγωγός έχει ακόμη μία πιο σημαντική αποστολή : πρέπει να είναι ο μόνιμος συνοδός του παιδιού έως την εφηβεία, πρέπει να τον επιβλέπει συνέχεια, για την ηθική διαμόρφωση του χαρακτήρα του, να του απαγορεύει συναντήσεις με ύποπτα άτομα ή να πλησιάζει σε χώρους όπου μπορεί να δει η να ακούσει πράγματα τα οποία θα είναι επικίνδυνα για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Όση ώρα είναι το παιδί στο σχολείο ο παιδαγωγός κάθεται συνήθως στην ίδια αίθουσα διδασκαλίας και ακούει τον μαθητή. Έτσι αφού ήταν στο μάθημα τελειώσει ο παιδαγωγός θα μπορεί αργότερα στο σπίτι να βοηθήσει το παιδί να επαναλάβει τα μαθήματα του.
Οι δάσκαλοι καθόταν σε καρέκλες που η πλάτη και τα πόδια ήταν κυρτά. Οι καρέκλες αυτές λεγότανε θρόνοι και είναι οι πρόδρομοι των εδρών. Οι μαθητές οι παιδαγωγοί και οι βοηθοί του δασκάλου καθόταν σε σκαμνάκια με ίσια πόδια και χωρίς ράχη. Δεν υπάρχουν τραπέζια ,στις κέρινες πλάκες τους που ήταν πολύ σκληρές έγραφαν ακουμπόνταστες πάνω στα γόνατα τους ή έβαζαν πάνω σ'’ άυτές ένα φύλλο παπύρου.
Στην Αθήνα δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία, υπήρχαν πάρα πολλά, αλλά όλα άνηκαν σε ιδιωτικούς δασκάλους.
Πριν τον πέμπτο αιώνα αρκούσε κάποιος να ξέρει να γράφει και να διαβάζει για να κάνει τον δάσκαλο. Δεν χρειαζόταν να έχει κανένα δίπλωμα .
Οι δάσκαλοι και κυρίως οι βοηθοί θα πρέπει να πληρώνονταν από τα χρήματα που έδιναν οι γονείς των μαθητών και θα πρέπει να έπαιρναν πολύ λίγα χρήματα. Από το δεύτερο ήμισυ του πέμπτου αιώνα με την εμφάνιση των σοφιστών άρχισαν να εμφανίζονται πραγματικοί καθηγητές με κύρος και με καλές αμοιβές για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν.
Στο σχολείο ο δάσκαλος μόλις τα παιδιά μάθουν να διαβάζουν, τα βάζει να διαβάζουν δυνατά στην τάξη, καθισμένα πάνω σε σκαμνάκια ,τους στίχους των μεγάλων ποιητών και τ' αναγκάζει να τους αποστηθίσουν. Το παιδί άρχιζε πρώτα να μαθαίνει να διαβάζει μετά να γράφει .Έπρεπε πρώτα να μαθαίνει να λέει απ' έξω τα ονόματα των γραμμάτων της αλφαβήτου και να τα χάραζει στην μνήμη του με μνημονικούς στίχους.
Ο μαθητής μάθαινε να διαβάζει δυνατά και ποτέ από μέσα του. Οι νεαροί μαθητές ή διαβάζανε μόνοι τους με δυνατή φωνή η έβαζαν κάποιο δούλο να τους διαβάζει.
Στη συνέχεια το παιδί μάθαινε να γράφει τα γράμματα σε μία ξύλινη πλάκα , που είχε ένα πλαίσιο και στο εσωτερικό του πλαισίου υπήρχε κερί ,πάνω στο οποίο χάραζαν τα γράμματα με ένα μυτερό εργαλείο ή μαχαιράκι (γραφίς) που στο άλλο άκρο ήταν πλατύ και στρόγγυλο για να μπορούν να σβήνουν. Αυτές οι πλάκες άλλοτε ήταν απλές άλλοτε διπλές ,τριπλές ή τετραπλές και στις τελευταίες τα διάφορα κομμάτια συνδέονταν μεταξύ τους με στρόφιγκες η με σπάγκο που τον περνούσαν μέσα από τρύπες.
Στην αρχαία Αθήνα προχωρούσαν αργά ,από το πιο απλό στο πιο περίπλοκο ,από το γράμμα στην συλλαβή με δύο γράμματα (βήτα και άλφα = βα ),ύστερα στη συλλαβή με τρία και τέσσερα γράμματα και ασκούν το παιδί με λέξεις πολύ σπάνιες και δύσκολες ,όπως λυγξ. Δεν κάνουν καμία προσπάθεια να του κάνουν τα πράγματα ποιο εύκολα. Ίσα-ίσα πίστευαν πώς όταν υπερνικηθεί η πιο μεγάλη δυσκολία ,αυτό που υπομένει θα το μάθει πιο εύκολα. Υπήρχαν συλλαβιτάρια στα οποία οι συλλαβές κάθε λέξεις ήταν χωρισμένες.
Η ανάγνωση θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολη γιατί δεν χρησιμοποιούσαν σημεία στίξεις αλλά δεν υπήρχαν και διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις.
Ο δάσκαλος έγραφε πρώτα ελαφρά τα γράμματα πάνω στο κερί και ο μαθητής έγραφε από πάνω πατώντας δυνατότερα την πένα του. Έγραφαν επίσης με μελάνη πάνω σε φύλα παπύρου. Το μελάνι ήταν πηχτό ,το κοπάνιζε και μετά το διέλυε ο δάσκαλος ή ένας βοηθός του, για πένα χρησιμοποιούσαν ένα καλάμι που τ’ σκιζαν στην άκρη. Χρησιμοποιούσαν επίσης όστρακα (κομμάτια αγγείων) που χρησίμευαν κυρίως για να κάνουν σχέδια γραφής.
Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν επίσης χάρακες σε σχήμα σταυρού ,τους χρησιμοποιούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι τα γράμματα σε μία ευθεία και να είναι το ένα κάτω από το άλλο. Η διάταξη αυτή λέγεται στοιχηδόν. Ίσως να γινότανε διαγωνισμοί καλλιγραφίας ανάμεσα στους μαθητές σαν αυτούς που γινόταν στους ελληνιστικούς χρόνους.
Με μεθόδους τόσο πρωτόγονες η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής διαρκούσε πολύ καιρό, συνήθως διαρκούσε τρία έως τέσσερα χρόνια .
Ο ρήτορας Ηράκλειτος έγραψε κάποτε:
Από την πιο τρυφερή ηλικία στο άδολο πνεύμα του παιδιού
που κάνει τις πρώτες σπουδές ,δίνουν τον Όμηρο για τροφή :
είναι πολύ σωστό να ρουφάει το πνεύμα μας
από τα σπάργανα το γάλα των στοίχων του .
Μεγαλώνουμε και είναι πάντα κοντά μας.
Η αριθμητική συμπλήρωνε τελικά την διδασκαλία. Όμως στο σύστημα αγωγής των Ελλήνων η μουσική μόρφωση των νέων ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες της εκπαίδευσής τους. Από ιστορική άποψη ο η διδασκαλία της μουσικής θα πρέπει να άρχισε πολύ παλαιότερα από την διδασκαλία των γραμμάτων. Σε όλες τις εποχές οι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό και θεωρούσαν την εκμάθηση του τραγουδιού και του των μουσικών οργάνων σαν την βάση της παίδευσης των ελευθέρων πολιτών.
Ήδη από την Ομηρική εποχή οι τραγουδιστές ,οι αοιδοί ,που υμνούσαν τα παλιά κατορθώματα περιβάλλονταν με εκτίμηση και σεβασμό όπως δηλώνει ο Οδυσσέας στους Φαίακες.
Γιατί έχουν δόξα και τιμή
στη γη οι τραγουδιστές
απ' όλους ,που τους έμαθε
να τραγουδούν η Μούσα
και αγάπησε το γένος τους ξέχωρα απ' όλα τ' άλλα.
Είναι χαρακτηριστικό πως το ίδιο το όνομα της μουσικής προέρχεται από τις Μούσες ,τις θεές που προεδρεύουν σε κάθε καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Η μουσική φαινόταν αληθινά στους Έλληνες σαν το ουσιαστικό μέρος και σαν το καλύτερο σύμβολο κάθε μόρφωσης .Ο άνθρωπος ο πραγματικά μορφωμένος είναι ο μουσικός ανήρ.
Χαρακτηριστικό είναι η μουσική προσφορά που οι επιζώντες κάνουν στους συγγενείς ή στον φίλο που δεν υπάρχει πια .
Χρειάζεται αυτό το φτωχό σώμα που πιστεύουν πως ζει κάτω από την γη κάτι άλλο από προσφορές; Του χρειάζεται η πνευματική ευχαρίστηση .Να γιατί μέχρι τον τάφο φροντίζουν να δώσουν χαρά κάνοντας να φτάσουν οι ήχοι της μελωδίας που τον μάγευαν σε όλη του την ζωή.
Λένε πώς η μουσική εξημερώνει τα ήθη ,αλλά για τους Έλληνες ήταν η πρώτη κατάσταση του πολιτισμού και κάθε τροποποίηση που γινόταν στην τεχνική της μουσικής τους φαινόταν επικίνδυνη και ικανή ν' αλλάξει την ηθική ισορροπία όλου του σώματος της πολιτείας και ολόκληρου του κράτους.
Ετσι ο νεαρός Αθηναίος μόλις μάθαινε να γράφει και να διαβάζει έπρεπε να αρχίσει να μαθαίνει μουσική. Στα Αθηναϊκά σχολεία η μουσική άρχιζε μαζί με την λογοτεχνία.
Πρώτο χρέος των παιδιών η σιωπή ,
τσιμουδιά να μην βγάζουν ,
στους δρόμους με τάξη και μαζί,
γειτονόπουλα αν ήταν ,
γραμμή να βαδίζουν να πάνε να ακούσουν
της κιθάρας το μάθημα ,
δίχως χοντρό πανωφόρι ,
και ας έπεφτε χιόνι.
Στο πρόγραμμα εκπαίδευσης προέβλεπε μαζί με την ανάπτυξη του μυαλού ταυτόχρονα ξεκινούσε και η σωματική ανάπτυξη.
Στην Αθήνα και την Σπάρτη το πρόγραμμα της γυμναστικής ήταν καθορισμένο με νόμο και ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους ,υπήρχαν δε παιδαγωγοί και ειδικοί υπάλληλοι που παρακολουθούσαν την τήρηση των αποφάσεων.
Οι νεαροί Αθηναίοι εκπαιδευόντουσαν στις παλαίστρες από τα δώδεκα τους χρόνια. Οι παλαίστρες όπως και τα σχολεία ήταν ιδιωτικές και έφεραν το όνομα του ιδιοκτήτη τους , σε αντίθεση με τα γυμνάσια που ήταν κρατικά.
Στις παλαίστρες κυριαρχούσε ο παιδοτρίβης που ήταν υπεύθυνος για την σωματική εκπαίδευση των νέων ,κυκλοφορούσε ανάμεσα στους νέους και διηύθυνε τις ασκήσεις με μία μακριά διχαλωτή βέργα με την οποία τιμωρούσε τους απείθαρχους, φορούσε πορφυρή χλαμύδα και την έβγαζε μόνο όταν ήταν να δείξει στα παιδιά κάποια άσκηση. Έχει συχνά κάτω από τις διαταγές του βοηθούς που τους διαλέγει ανάμεσα από τους μαθητές του . Παρακολουθούσε επίσης το παράστημα των μαθητών που έπρεπε να βαδίζουν ίσια με τις μύτες των ποδιών τους προς τα έξω. Τρία ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γυμναστικής :η τέλεια γυμνότητα του αθλητή (η λέξη γυμναστική προέρχεται από την λέξη γυμνός), η χρήση αλοιφών από λάδι και το παίξιμο του αυλού όσο κρατούσαν οι ασκήσεις.
Τα απαραίτητα εφόδια για ένα παιδί που πήγαινε στην παλαίστρα είναι :το σφουγκάρι για την καθαριότητα ,το μικρό αγγείο για το λάδι (αλάβαστρος) και η μπρούτζινη ξύστρα (στλεγγίς ή στελγίς)
Οι κύριες σωματικές ασκήσεις των νέων στην παλαίστρα ήταν η πάλη, ο δρόμος το άλμα ο δίσκος και το ακόντιο.
Σε κάθε παλαίστρα υπήρχε τουλάχιστον ένας αυλητής .Η δουλεία του ήταν όχι μόνο να ρυθμίζει τις ασκήσεις ευκαμψίας αυτό που σήμερα ονομάζουμε σουηδική γυμναστική αλλά ακόμη και την ρίψη του δίσκου η του ακοντίου αλλά και άλλα αθλήματα.
Από την εποχή του Πεισιστράτου, τον έκτο αιώνα γινόταν στην γιορτή των Παναθηναίων ένας αγώνας που συμμετείχαν μόνο παιδιά ,το πένταθλο, που περιελάμβανε πέντε αγωνίσματα :την πάλη ,τον δρόμο ,το πήδημα, την ρίψη δίσκου ,και το ακόντιο.
Η πάλη ήταν το κατεξοχήν αγώνισμα ,αυτή είχε δώσει και το όνομά της στις παλαίστρες. Τα παιδιά αρχίζουν ισιώνοντας το έδαφος με ένα φτυάρι εργαλείο. Έπειτα τα παιδιά αγωνίζονταν δύο -δύο με τα κεφάλια χαμηλωμένα ,τα μπράτσα τεντωμένα μπροστά και προσπαθούσαν να πιάσουν τον αντίπαλο τους η από τον καρπό η από τον λαιμό ή από την μέση.
Τα αγωνίσματα του δρόμου ήταν πολλά :δρόμος ταχύτητας ,μήκος σταδίου (διαφορετικά από πόλη σε πόλη περίπου όμως τετρακόσια είκοσι μέτρα ) η διπλού σταδίου (δίαυλος) ή τετραπλού σταδίου (ίππιος) και ο δρόμος μεγάλου μήκους που μπορούσε να φτάσει μέχρι είκοσι τέσσερα στάδια .δηλ. περισσότερα από τέσσαρα χιλιόμετρα .
Στο πήδημα οι Έλληνες φαίνεται ότι συνήθιζαν μόνο το άλμα εις μήκος μετά φοράς. Και στο αγώνισμα αυτό όπως και στην πάλη ,τα παιδιά πρώτα ίσιωναν με το φτυάρι το έδαφος στο σημείο που θα έπεφταν μετά το άλμα.
Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι είναι ότι δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ μέσα στους άλλους αγώνες την κολύμβηση, ενώ οι Έλληνες είναι ναυτικός λαός ,πολύ σπάνιες είναι επίσης οι κωπηλασίες και οι λεμβοδρομίες. Ίσως εξηγείται το γεγονός ότι οι Έλληνες ήρθαν από βορρά από ηπειρωτική περιοχή και τα αγωνίσματα καθορίσθηκαν σύμφωνα με την παράδοση.
Στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας η έτος της ηλικίας η εκγύμναση των νέων σε γενικές γραμμές τελείωνε ,τα παιδιά των φτωχών άρχιζαν να εργάζονται διότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν σε ανώτερα σχολεία .
Τα παιδιά των πλουσίων όμως σπούδαζαν ακόμη για δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο , ήταν δηλαδή κάτω από την εκπαίδευση και παρακολούθηση της ομάδος ενός σοφιστή , ενός φιλοσόφου η ενός ρήτορα στον οποίον οι γονείς του πλήρωναν πολλά χρήματα.
Ο νεαρός Αθηναίος στην εποχή του Περικλή μελετάει την διδασκαλία του Αναξαγόρα διαβάζει μα θαυμασμό τις αστρονομικές θεωρίες του Μέτωνα ,συζητάει με πάθος για τα φιλοσοφικά έργα του Δήμωνα και του Πρωταγόρα και ενημερώνεται για πρώτη φορά για τις τολμηρές απόψεις των σοφιστών.
Στα δεκαοκτώ τους οι νέοι της Αθήνας ήξεραν να διαβάζουν να γράφουν να χορεύουν να τραγουδούν και να παίζουν λίρα και αυλό, ξέρανε επίσης να κολυμπάνε να ιππεύουν , να παλεύουν να τρέχουν και να πηδάνε.
Είχαν μάθει να απαγγέλλουν στίχους από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου και από άλλους λυρικούς ποιητές αλλά πάνω απ'; όλα ήξεραν να φέρονται σε κάθε συναναστροφή , ήταν δηλαδή τέλειοι νέοι.
Αλλά στα δεκαοχτώ τους οι νέοι της Αθήνας για να μπορούν να θεωρούνται Αθηναίοι πολίτες ,έπρεπε να περάσουν άλλη μία δοκιμασία ,την δοκιμασία της εφηβείας ,μία δοκιμασία με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα. Οι καθοδηγητές της εκλεγόταν κατευθείαν από το κράτος και ο ανώτερος διοικητής άνηκε στους στρατηγούς.
Οι έφηβοι εδώ παίρνανε καθαρά στρατιωτική εκπαίδευση στα δεκαοχτώ τους γινότανε μαχητές και με την επίβλεψη του επίσημου κράτους προετοιμαζόντουσαν για την προοπτική του πολέμου. Μάθαιναν να υπερασπίζονται την πατρίδα με το όπλο στο χέρι.
Τον μήνα Βοηδρομιώνα στον ναό της Αγλάυρου ο νέος της Αθήνας πάνοπλος μαζί με τους συντρόφους του καλούνταν να δώσει τον όρκο με τον οποίο θα τον χώριζε για πάντα από την παιδική του ηλικία.
Ο όρκος του έφηβου ήταν ο εξής.
Θα κρατώ τα όπλα αυτά και δεν θα τα ντροπιάσω
και μόνος και με συντροφιά και εδώ και όπου λάχω.
Θα πολεμήσω ακούραστα και αφρόντιστα θα πέσω
Και την πατρίδα μιά φορά μεγάλη θα την κάνω
Και τους δικαίους θ’ αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους.
Θα κατατρέχω τον κακό ,θα σφάζω τον προδότη,
κι αν ίσως ψέματα μιλώ, κολάστε με θεοί μου!
Από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα μαθαίνουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της δοκιμασίας οι έφηβοι περνούσαν την ζωή τους στην ύπαιθρο .(Να τρέχεις στις πεδιάδες να κυνηγάς στα βουνά, να συνηθίσεις να υποφέρεις την πείνα ,αυτός που δεν σκοτώνει τίποτα τρέφεται με χόρτα).
Η στρατιωτική προετοιμασία των εφήβων ήταν πολύπλευρη. Οι παιδοτρίβες τους ασκούσαν καθημερινά στις παλαίστρες και στα γυμνάσια ,ο οπλομάχος διηύθυνε τις ασκήσεις πεζικού. Ο ακοντιστής δίδασκε την ρίψη του ακοντίου ,ο τοξότης την χρήση του τόξου και ο αφέτης την χρήση του καταπέλτη. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί υπήρχαν και οι σωφρονιστές οι οποίοι ήταν ειδικά διαλεγμένοι για να παρακολουθούν την συμπεριφορά και την πειθαρχεία των εφήβων. Τον τέταρτο αιώνα εμφανίστηκαν οι κοσμητές οι οποίοι αντικατέστησαν τους σοθρονιστές. Οι κομιστές εκλέγονταν για ένα χρόνο από τους πιο σεβαστούς πολίτες σ' αυτούς υπαγόταν οι καθηγητές των εφήβων ή διοριζόταν από τους ίδιους.
Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης οι έφηβοι κοιμόταν τυλιγμένοι με τις χλαμύδες όπου τους έβρισκε η νύχτα.
Ο Πλάτωνας απαιτούσε οι νέοι να μαθαίνουν την ταχτική του πολέμου, την πορεία και την τέχνη της στρατοπεδίας, τα οποία μάθαιναν οι έφηβοι τον πρώτο χρόνο της εκπαίδευσης τους.
Με το πέρας του πρώτου χρόνου οι έφηβοι οπλισμένοι με ασπίδα και ακόντιο παρουσιαζόταν σε μία επιθεώρηση ένα είδος οργανωμένης παρέλασης στον περίβολο του θεάτρου.
Στην αρχαία Αθήνα το στράτευμα αποτελούταν από 42 σειρές ,ηλικίας από 19 έως 60 ετών και κάθε σειρά είχε και τον επώνυμο Ήρωα της. .
Όλοι οι έφηβοι της Αθήνας έκαναν θητεία δύο χρόνων φρουράς στα σύνορα σαν περίπολοι - φύλακες , όπου συντηρώντουσαν ,παρατηρούσαν , σκεφτόντουσαν ,αποφασίζανε και δρούσαν τελείως μόνοι τους , η ενδυμασία τους δε, ήταν μόνο τα μαύρα ρούχα. Ο βασικότερος χώρος εκπαίδευσης των νέων της Αθήνας ήταν τα σύνορα με την Βοιωτία , τόπος ορεινός και άγριος που κατοικούταν μόνο από βοσκούς και κυνηγούς. Επίσης η παραπάνω περιοχή ονομάζονταν Μέλαιναι ή Μελανία Χώρα (μαύρη γη) και ήταν υπό αμφισβήτηση και από τις δύο πόλεις. Η θητεία τους ήταν περίοδος εκπαίδευσης και τέλειας απομόνωσης από την οικογένεια τους και την κοινωνία και όπως είναι φυσικό θα πρέπει να επέφερε στους έφηβους αφόρητη ψυχική και σωματική κούραση , διότι για δύο χρόνια ήταν μακριά από την πόλη χωρίς να έχουν καμία κοινωνική επαφή ,αλλά παράλληλα ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη και ασφάλεια της Αθηναϊκής επικράτειας, μάθαιναν να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε τρόπο η μέσον που θα τους έδινε την νίκη .
Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε ένα μύθο που εκτυλίχθηκε στην Μελανία Χώρα. Την εποχή που αναφέρεται ο μύθος βασιλιάς των Βοιωτών ήταν κάποιος με το όνομα Ξάνθος ενώ στην Αθήνα ήταν ο Θυμοϊτης.
Οι δύο βασιλιάδες αποφάσισαν να μονομαχήσουν για διευθετήσουν την εδαφική διαφορά ανάμεσα στις δύο πόλεις.
Την τελευταία στιγμή όμως ο Θυμοϊτης φυγομαχεί με την δικαιολογία ότι ήταν ηλικιωμένος ,στο αθηναϊκό στράτευμα παρουσιάζεται κάποιος Μέλαθρος ,που δέχεται να πολεμήσει στην θέση του Θυμοϊτη με την προϋπόθεση ότι θα γίνει αυτός βασιλιάς. Ενώ η μάχη ανάμεσα στον Μέλαθρο και τον Ξάνθο εξελισσόταν ,γυρίζει ο Μέλαθρος και λέει στον αντίπαλο του : Ξάνθε παραβαίνεις τους κανόνες της μονομαχίας .Ποιος είναι αυτός που είναι δίπλα σου?
Ξαφνιασμένος ο Ξάνθος γυρίζει να δει ποιος είναι δίπλα του και ο Μέλαθρος βρίσκει την ευκαιρία και τον σκοτώνει.
Εδώ βλέπουμε ότι η απάτη συμβάλει καθοριστικά για την έλευση της τελικής νίκης.
Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την παραπάνω περίοδο σαν στρατιωτική θητεία ,αλλά σίγουρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο διότι η εκπαίδευση των νέων ξεκινούσε ουσιαστικά στα 16 και τελείωνε στα 20 περιελάμβανε δε πέρα από την στρατιωτική εκπαίδευση και πολλά αλλά θέματα.
Με το τέλος της θητείας τους στα σύνορα οι νέοι θεωρούντουσαν πολίτες και οπλίτες. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ο νέος οπλίτης ήταν ο γάμος και η ένταξη του στην φάλαγγα των οπλιτών.
Οι Αθηναίοι διατηρούσαν καταλόγους με τους πολίτες που μπορούσαν να στρατολογηθούν . Στις εκστρατείες συμμετείχαν κατ'; αρχάς όσοι δεν είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν. Πέρα από τις εκστρατείες από τις σειρές εκλεγόντουσαν οι δημόσιοι διαιτητές και οι άρχοντες της πόλης.
Από την τελευταία σειρά ( 60 ετών- των γερόντων) εκλέγονταν οι άρχοντες.
ΣΠΑΡΤΗ
Οι Δωριείς οι κατακτητές της Λακωνικής γης εξαιτίας του μικρού τους αριθμού αλλά και ζώντας σε μία χώρα από υποταγμένους λαούς που κατά βάθος ήταν εχθροί και περιτριγυρισμένοι από εχθρικούς λαούς αναγκάστηκαν να ζουν σαν σε στρατόπεδο για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους σαν ελληνικό φύλο.
Για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία στην περιοχή έπρεπε να δυναμώσουν από την παιδική ηλικία το θάρρος και την ενεργητικότητα κάθε μελλοντικού πολίτη.
Στη Σπάρτη σε αντίθεση με την Αθήνα η εκπαίδευση των νέων είχε καθαρά στρατιωτικό προσδιορισμό μιας και η κοινωνία της Σπάρτης είχε καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Η ανατροφή των νέων απασχολούσε ιδιαίτερα την πολιτεία. Τα υγιή παιδιά από την γέννηση τους ανήκαν στην πολιτεία η οποία τα εμπιστευόντουσαν στις μητέρες τους μέχρι το 7ο έτος ,για να τα αναθρέψουν. Από το 7ο μέχρι το 18ο τα αναλάμβανε η πολιτεία. Κατά το διάστημα αυτό οι νέοι ζούσαν οργανωμένοι σε αγέλες οι οποίες ήταν χωρισμένες βασικά σε δύο ομάδες ,σε μία ομάδα συνομηλίκων που ονομάζονταν (βούα) που τις διοικούσαν οι ποιο μεγάλοι από τους είρηνες και διαιρούνται σε λόχους που τις οδηγεί το ποιο συνετό από τα αγόρια και τον ονομάζουν βουαγό και σε μία ομάδα με παιδιά διαφορετικής ηλικίας που λέγονταν (ίλη).
Τα αγόρια της Σπάρτης σύμφωνα με την ηλικία τα διαιρούσαν στους: το αγόρι από οκτώ ετών ονομάζονταν μειράκιον ή λυκόπουλο (ρωβίδας ,προμικκιζόμενος, μικκιζόμενος, πρόπαις), από δώδεκα έως τα δεκαπέντε (πρωτοπάμπαις, ατροπάμπαις, μελλείρην (μελλέφηβος)-τέλος από τα δεκαέξι μέχρι τα είκοσι είρην. Οι ύλες αντιστοιχούσαν σε παιδικές ομάδες με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, τα παιδιά εξασκούνταν στην χρήση όπλων ,στην εκτέλεση αποστολών και στην σιδερένια πειθαρχεία: η ατομικότητα εξαφανίζονταν ενώ η ομαδικότητα ήταν ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης. Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης τα παιδιά βασικά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση κάτω από την καθοδηγήσει των παιδονόμων και ασκούνταν στην σκληραγωγία του σώματος, στην πειθαρχεία ,στην απόκτηση πολεμικών δεξιοτήτων στην μόρφωση και την απόκτηση ήθους. Γιαυτό όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερο τα ασκούσαν. Τα κούρευαν σύρριζα και τα μάθαιναν να περπατάνε ξυπόλυτα και να παίζουν τον περισσότερο καιρό γυμνά. Μάθαιναν ακόμη πολεμικά τραγούδια και τα έπη του Ομήρου, αλλά ήταν υποχρεωμένα να ακούν διαφόρων ειδών αφηγήσεις και ν' απαγκέλουν ποιήματα πατριωτικού περιεχομένου .
0 Πλούταρχος μας λέει ότι τα παιδιά της Σπάρτης οπωσδήποτε μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν αλλά αυτό γινότανε επειδή ήταν απολύτως αναγκαίο.
Βέβαια εκτός από τις συνεχείς στρατιωτικές ασκήσεις που προετοίμαζαν τους νέους σπαρτιάτες για πόλεμο ,έπαιρναν και κάποια μουσική μόρφωση, που εξ άλλου είχε σχέση με τον πόλεμο ,γιατί ο πολύ καλά κανονισμένος μουσικός ρυθμός των χορών ετοιμάζει τις πειθαρχημένες κινήσεις των ταγμάτων και καθώς ξέρουμε ο αυλός και τα τραγούδια ρύθμιζαν τις κινήσεις του σπαρτιατικού στρατού.
Μετά τα δώδεκα φορούσαν ένα ιμάτιο το ίδιο όλο τον χρόνο, δεν κάνουν μπάνιο και δεν αλείφονται με λάδι παρά μόνο στις πιο γιορτινές ημέρες του χρόνου. Για το παραμικρό παράπτωμα μαστιγώνονταν άσχημα, στα δείπνα τους έδιναν επίτηδες κακής ποιότητος τροφή και πολύ λίγη για να τα αναγκάσουν να κλέβουν τρόφιμα για αν συνηθίσουν στη τόλμη και το δόλο .
Στα δεκαέξι τους τα παιδιά της Σπάρτης περνούσαν από την παιδική ηλικία στην νεότητα .Οι είρηνες υφίστανται πολλές και διαδοχικές μυήσεις που είναι απόδειξη αντοχής και παράλληλα τελετές με μαγικό χαρακτήρα πολύ συχνά με χορούς και μασκαράτα. Στο βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος οι έφηβοι χωρισμένοι σε δύο αντίπαλες ομάδες έρχονται να κλέψουν τυριά και αυτό το μεγάλο παιχνίδι γίνεται η αφορμή να δώσουν και να πάρουν μερικά χτυπήματα με το μαστίγιο.
Από τα 18 -20 χρόνια τους οι νέοι της Σπάρτης όπως οι Αθηναίοι συνομήλικοι τους έπρεπε να περάσουν την τελική δοκιμασία .Την ποιο σκληρή δοκιμασία του κρυπτή, τα δύο χρόνια της απομόνωσης και της ατομικής πρωτοβουλίας, μίας δοκιμασίας που με το τέλος της σήμαινε και το τέλος της εφηβείας και την είσοδο των νέων στους πολεμιστές.
Ο Κρύπτης ήταν ο νέος που εγκατέλειπε την πόλη για να περιπλανηθεί κρυμμένος και πλήρως απομονωμένος με ελαφρύ οπλισμό στην ύπαιθρο και στα βουνά.
Η εκπαίδευση του Κρύπτη ήταν πολύ πιο σκληρή από αυτή του Έφηβου ,αφού όλη την περίοδο της εκπαίδευσης οι Κρύπτες έκαναν καταδρομές σε δάση και σε βουνά αναριχόντουσαν σε βράχους σε τοίχους και άγριες χαράδρες, ενώ το βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης ήταν η παραμονή τους την νύχτα στα βουνά. Στην περίοδο της εκπαίδευσης ήταν από τις διαδεδομένο το κυνήγι και ο φόνος των Ειλώτων, τους οποίους η κοινωνία κάθε χρόνο τους κήρυττε τον πόλεμο για να μην θεωρηθεί φόνος ο θάνατός τους από τους Κρύπτες.
Αξίζει να αναφέρουμε το τελετουργικό που επικρατούσε πριν μάχες ανάμεσα σε ομάδες Κρυπτών .
Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι σε αυτές τις μάχες επιτρεπόταν ορισμένα όπλα και πολλά απαγορευμένα χτυπήματα όπως δαγκωματιές γονατιές κ.λ.π.
Πριν από την μάχη οι δύο ομάδες έκαναν θυσία στον Ενυάλιο θεό της συμπλοκής δύο σκύλους , στη συνέχεια βάζανε δύο εξημερωμένους αγριόχοιρους να μονομαχήσουν .Όποιος αγριόχοιρος κέρδιζε , συνήθως προοιώνιζε την νίκη της ομάδος στην οποία ανήκε.
Στα είκοσι τους οι νέοι της Σπάρτης ήταν τέλειοι στρατιώτες και μπορούσαν να γίνουν πολίτες της πόλης .
Για να θεωρηθούν όμως πολίτες και πολεμιστές με πλήρη δικαιώματα έπρεπε να περάσουν από την εκπαίδευση και την αγωγή του Κρύπτη καθώς επίσης και ένα σύνολο μυητικών τελετουργιών που συνεχίστηκαν έως την κλασική εποχή.
Όπως είδαμε παραπάνω η κοινωνία της Σπάρτης αν εξαιρέσουμε ότι έδινε στα παιδιά της Σπάρτης κάποια μουσική μόρφωση και τους έδινε τα απαραίτητα στοιχεία αναγνώσεις και γραφής μπορούμε να πούμε πως ολόκληρη η σπαρτιατική εκπαίδευση που την είχε οργάνωση σχολαστικά και την κρατούσε κάτω από τον έλεγχό του το κράτος περιοριζόταν σε σωματικές ασκήσεις και στην προετοιμασία του πολέμου.
Εκτός από τον πόλεμο και τις ασκήσεις ο Σπαρτιάτης τις μόνες ασχολίες που είχε ήταν το κυνήγι και την συνομιλία στους δημόσιους χώρους ,όπου συνηθίζονταν τα λίγα και φρόνιμα λόγια(λακωνισμός).
Απαγορεύονταν τα ταξίδια έξω από την Σπάρτη ,για να μην διατρέχει κίνδυνο εκφυλισμού η σπαρτιάτικη ζωή από την μίμηση ξένων συστημάτων.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Σπάρτη οι κοπέλες σε αντίθεση με την Αθήνα (εκεί οι κοπέλες ζούσαν κλεισμένες) γυμνάζονταν δημόσια στα διάφορα σπορ όπως τα αγόρια. Πάλευαν έριχναν το δίσκο ή το ακόντιο (που θεωρούταν πολεμικό όπλο).Το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης ήθελε να δημιουργήσει μητέρες ρωμαλέες και δυνατές προικισμένες με αντρικές αρετές.
Ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Λυκούργος για να αποφευχθεί η μαλθακότητα μιας σπιτικής εκπαίδευσης χωρίς σκληραγωγία επέτρεψε στα κορίτσια να εμφανίζονται γυμνά στις λιτανείες όπως και τα αγόρια και να χορεύουν και να τραγουδούν μπροστά στους άντρες. Οι χοροί των κοριτσιών της Σπάρτης που τους χόρευα ενώ τραγουδούσαν τα παρθένια του Αλκμάνος ήταν περίφημοι ανάμεσα στους χορούς αυτού του είδους.
Έτσι ετοίμαζαν γάμους αρμονικούς που θα έδιναν στην Σπάρτη ρωμαλέα παιδιά.
Ο πόλεμος για τον Σπαρτιάτη ήταν βίωμα ζωής , ξεκινούσε γιαυτόν με την μάνα του η την γυναίκα του να αδιαφορούν για την ζωή του και να ενδιαφέρεται μόνο για την τιμή του, το καλό , την δόξα και την ακεραιότητα της Σπάρτης, γιαυτό ξεκινώντας για τον πόλεμο του έδιναν την ασπίδα του και του έλεγαν : (Η ταν ή επί τας) δηλ. (ή θα νικήσεις ή θα γυρίσεις νεκρός πάνω στην ασπίδα σου).
Για να αποκτήσουν όμως πολιτικά δικαιώματα έπρεπε να εκλεγούν μέλη μίας από τις δεκαπενταμελείς ομάδες που ονομάζονταν (συσσίτια) ή (συσκηνίες) και δεν ήταν τίποτα άλλο από μονάδες στρατού (κάτι σαν τις σημερινές διμοιρίες). Οι εικοσάχρονοι υπέβαλαν αίτηση υποψηφιότητας για ομάδες όπου υπήρχαν κενές θέσεις . Τα ήδη μέλη ψήφιζαν με μυστική ψηφοφορία αν θα δεχόταν τον κρύπτη η όχι, μία αρνητική ψήφος ήταν αρκετή να μην γίνει δεκτός ο υποψήφιος.
Οι δεκαπέντε κάθε ομάδος ζούσαν μέρα νύχτα μαζί και κοιμόντουσαν σε κοινούς στρατώνεςκαι έτρωγαν σε κοινούς χώρους τον μέλανα ζωμό.
Μετά απ 'όλα αυτά κάθε μέλος ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει στα συσσίτια τα οποία άνηκε ,κάθε μήνα τα εξής :περίπου τριάντα κιλά αλεύρι , δεκαπέντε κιλά κρασί , έντεκα κιλά τυρί, έξι κιλά σύκα και μία μικρή χρηματική προσφορά. Αυτός που δεν κατέβαλε τα παραπάνω εξέπιπτε από μέλος ενώ ταυτόχρονα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα.
Σε αντίθεση με τους Κρύπτες οι κανόνες των πολιτών ήταν τελείως διαφορετικοί.
Κατά το 30ο έτος παντρευόταν , κατά το 60ο έληγε το στρατιωτικό στάδιο και από τότε καταγίνονταν με την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και με την ανατροφή των παιδιών της πολιτείας.
Ελεύθερος πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Σπάρτη ήταν αυτός που είχε γεννηθεί από πατέρα και μάνα Σπαρτιάτες, ήταν υγιείς και κατά την γέννηση του ήταν αρτιμελής να έχει συμμετάσχει σε όλα τα στάδια του Σπαρτιατικού στρατιωτικού βίου και να μην έχει πέσει σε (ατιμία).
Οι πολίτες είχαν δικαίωμα στην κοινή ζωή ,στα δείπνα ,στις ανοιχτές μάχες ,στα πεδινά μέρη, στην κατά μέτωπο επίθεση κ.λ.π., αρετές οι οποίες τιμόντουσαν στην Σπάρτη περισσότερο από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος, επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι το χαρακτηριστικό των ενήλικων Σπαρτιατών ήταν τα μακριά μαλλιά πράγμα το οποίο δεν συναντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μοναδική εργασία των Σπαρτιατών ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση που συνεχίζονταν είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε περίοδο ειρήνης, ουσιαστικά οι Σπαρτιάτες έως τα τριάντα τους ζούσαν σε κατάσταση μόνιμης επιστράτευσης.
Τα έσοδα τους προέρχονταν από κλήρους που τους καλλιεργούσαν οι είλωτες, οι κλήροι πήγαιναν πάντα στους πρωτότοκους οι υπόλοιποι δεν παίρνανε τίποτα.
Άλλοι λόγοι που έχανε ένας Σπαρτιάτης τα πολιτικά του δικαιώματα ήταν οι εξής:να λιποτακτήσει ή να πιαστεί αιχμάλωτος ή να υποχωρήσει μπροστά στην ανωτερότητα του εχθρού.
ΚΡΗΤΗ
Αντίθετα από την Αθήνα και την Σπάρτη στην Μινωική Κρήτη η εκπαίδευση και η μύηση των εφήβων στους νόμους και τις αρετές της κοινωνίας ήταν δουλειά έμπειρων και επώνυμων παιδαγωγών. Σκοπός αυτών των ανθρώπων ήταν η σωστή διάπλαση των εφήβων ώστε να μπορέσουν να γίνουν ενεργά και αξιότιμα μέλη της κοινωνίας.
Στην Κρήτη οι νέοι ζούσαν κατά ομάδες που ονομάζονταν Αγέλες, ενώ οι ενήλικες απάρτιζαν τα ένοπλα σώματα που ονομάζονταν εταιρίες.
Η εκπαίδευση των νέων της Μινωικής Κρήτης μοιάζει πολύ με την εκπαίδευση που πήρε ο Αχιλλέας από τον Χείρωνα και τον Φοίνικα, δηλ. μαθαίνανε τρόπους καλής συμπεριφοράς ,κυνήγι ,ιππασία, ακόντιο ,τοξοβολία, μουσική χορό, επίσης κατείχαν γνώσεις ιατρικής και φαρμακευτικής.
Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν τους νέους σε αγώνες πυγμαχίας ,αγώνες δρόμου, σύλληψη άγριου ταύρου , κυνήγι με τόξο , να χορεύουν ιερούς χορούς , να παίζουν μουσική με πολλά όργανα, και ιδικά με επτάχορδη λύρα.
Όπως στην Αθήνα και την Σπάρτη οι νέοι στην Κρήτη έπρεπε να περάσουν την δοκιμασία της μεθορίου και να δοκιμαστούν στην απομόνωσης- επιβίωσης. Επειτα από την δοκιμασία της μεθορίου οι νέοι ήταν υποχρεωμένοι και φορούν μαύρα και γυναικεία ρούχα και υποβάλλονταν σε πολύ σκληρές δοκιμασίες.
Ο αγώνας δρόμου θεωρούταν άθλημα καθαρά αντρικό και ήταν το άθλημα πάνω στο οποίο οι νέοι αποκτούσαν το δικαίωμα να λέγονται άντρες, όποιος έφηβος δεν ήταν δρομέας δεν ονομάζονταν άντρας. Αλλά το υπέρτατο κριτήριο αξιολόγησης για να θεωρηθεί ο έφηβος άντρας ήταν ο χορός και το κυνήγι .Στην γιορτή των Υπερβοϊων (δυνατών κραυγών) ξεκινούσε η γιορτή του κυνηγίου και απαιτείτο από τους έφηβους να φέρουν κάποιο θήραμα. Το κυνήγι του άγριου ταύρου γινόταν ανάμεσα στην κοιλάδα της Μεσσαράς και τους νότιους πρόποδες της Ίδης (Ψηλορείτης) .
Με το πέρας όλων των παραπάνω δοκιμασιών οι νέοι αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα ,γινότανε μάλιστα ιδική τελετή- εορτή που ονομάζονταν γιορτή των Ενδυσιών ή των Περιβλημαίων όπου γιόρταζαν την μετάβαση των νέων στην τάξη των ανδρών. Κατά την διάρκεια της γιορτής σε ιδική τελετή οι νέοι εγκατέλειπαν τα παιδικά ρούχα και ντυνόντουσαν με αντρικά και μετατρεπόταν σε άντρες ενώπιον της Πότνιας Θεάς. Οι παραπάνω τελετές γινόντουσαν σε γνωστά σπήλαια της Κρήτης όπου έχουν βρεθεί πολλά αντικείμενα προσφοράς των νέων. Σε όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης οι νέοι έπρεπε να αποδείξουν ότι διακατέχονται από δύναμη ,αντοχή ,θάρρος και εξυπνάδα για να μπορέσουν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί για να αντεπεξέρθουν στον νέο τους ρόλο σαν πολίτες ,πολεμιστές και σύζυγοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Μ. ΚΟΛΟΜΠΟΒΑ -; Ε.Λ. ΟΖΕΡΕΤΣΚΑΪΑ .Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
ΕΘΝΟΣ- ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ .ΤΕΥΧΟΣ 14.(ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ)
ROBERT FLACELIERE -;Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου