Χάριν της συζήτησης, ας κάνουμε κάποιες αρχικές παραδοχές: ας αφήνουμε κατά μέρος το ότι καθίσταται ολοένα και περισσότερο φανερή η μεγάλη «φούσκα», κοινώς απάτη, του επικρατούντος χρηματοπιστωτικού συστήματος, που οι «κεκλεισμένων των μυαλών» πολιτικοί θεωρούν ως συνταυτισμένη με την «οικονομία» των κρατών. Παλιά γνωρίζαμε πως ο Ωνάσης ήταν πλούσιος γιατί είχε πλοία και πληρωνόταν για να κάνει με αυτά μεταφορές. Ο Πετζετάκης ήταν πλούσιος γιατί στο εργοστάσιό του παρήγαγε εκπληκτικής ποιότητας σωλήνες. Οι ιδιοκτήτες της ΙΖΟΛΑ και της ΠΙΤΣΟΣ γιατί επίσης παρήγαγαν και πούλαγαν αυτά που κατασκεύαζαν. Σήμερα πλούσιος γίνεται κανείς «παίζοντας» στο χρηματιστήριο με παράγωγα και διάφορα κόλπα, στήνοντας «φούσκες» και κερδοσκοπώντας από αυτές.
Το κόστος του πετρελαίου ανεβοκατεβαίνει όχι τόσο από τη ζήτηση, αλλά από τα κόλπα των «επενδυτών» των χρηματιστηρίων. Θυμάστε ένα έργο με τον Χάρισον Φορντ και μια εντυπωσιακή ξανθιά; Ήταν χρηματιστές, και επειδή έμειναν από λεφτά, ξενύχτησαν ένα βράδυ πάνω από κομπιούτερ και το πρωί είχαν κερδίσει κάποια εκατομμύρια! Να η πραγματική «φούσκα», που ήδη σκάει. Ας παραβλέψουμε ακόμα το πώς αυτή η τεράστια «φούσκα», που αφορά στον τρόπο με τον οποίο σήμερα κινείται η παγκόσμια οικονομία, δημιουργήθηκε, ας παραβλέψουμε και το ότι δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα, ας παραβλέψουμε ακόμα και τον τουλάχιστον παράλογο τρόπο που δανειζόμασταν ως Κράτος – οι Τράπεζες δανείζονται με επιτόκιο 1% και το Κράτος με 3-7%!
Η χώρα μας λοιπόν έχει δανειστεί χρήματα, ασχέτως του πώς και από ποιον. Γιατί όμως ένα Κράτος δανείζεται χρήματα ή γιατί έπρεπε να δανείζεται χρήματα; Για να τα χρησιμοποιήσει για την παραγωγή πλούτου, γι’ αυτό άλλωστε θα έπρεπε να το δανείζουν και οι όποιοι δανειστές του, που θέλουν τα χρήματά τους πίσω και μάλιστα με τόκο. Γι’ αυτό και οι διάφορες «βοήθειες», δηλαδή δάνεια, προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, τύπου δόγματος Τρούμαν – πέραν των άλλων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Γι’ αυτό θα έπρεπε να δανείζουν και οι Τράπεζες (αλλιώς λειτουργούν με ηθικά, τουλάχιστον, κολάσιμο τρόπο), που «μοχλεύουν» τα χρήματά τους όχι 1/7, ως όφειλαν, αλλά 1/πολύ περισσότερο – έχω ακούσει για τεράστια νούμερα. Έχουμε λοιπόν συνάψει μια δανειακή σύμβαση. Πώς θα πείσουμε τους δανειστές μας ότι θα τους τα επιστρέψουμε; Το να κάνουμε οικονομίες για να μαζέψουμε χρήματα είναι σωστό, αλλά δεν θα πρέπει με τον τρόπο αυτό να εμποδίζουμε την παραγωγή πλούτου. Όμως, είναι παγκοίνως γνωστό πως η εφαρμοζόμενη «λιτότητα», γιατί μόνο έτσι νομίζουμε πως κάνουμε «οικονομία», οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη λεγόμενη ύφεση, ου μην διάλυση κάθε δυναμικότητας του κράτους: κοινωνική αναστάτωση, αποφυγή κάθε είδους επένδυσης, διαφθορά, οκνηρία (μου έλεγε φίλος εργαζόμενος «κάνω πως δουλεύω και κάνουν πως με πληρώνουν»), διαφυγή επιστημόνων στο εξωτερικό κ.λπ. Αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, είναι βέβαιο πως σε λίγα χρόνια τα Πανεπιστήμια δεν θα μπορούν να βρουν καθηγητές. Βεβαίως οι σπατάλες πρέπει να εκλείψουν, αλλά έπρεπε να έρθει η «τρόικα» να μας το πει; Είναι δυνατόν να υπάρχουν συνταξιούχοι 50 ετών με σύνταξη 3.000 ευρώ ή να λειτουργεί ακόμα το κανάλι της Βουλής με κόστος εκατομμυρίων και ακροαματικότητα που τείνει στο μηδέν και οργανισμοί δημοσίου χωρίς αντικείμενο (τυχαία, αλλά χαρακτηριστικά τα παραδείγματα); Και εν πάση περιπτώσει είναι απορίας άξιον πώς αυτό το προφανές και αυτονόητο αποτελεί την κύρια μέριμνα των κομμάτων – όχι όλων βέβαια, δυσκολευόμαστε π.χ. να αντιληφθούμε μερικά δήθεν αριστερά κόμματα με ποιους είναι.
Θεωρώ προφανές πως οι «δανειστές» μας, αν βεβαίως το μόνο μέλημά τους ήταν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους, ευχαρίστως θα άλλαζαν τους όρους της δανειακής μας σύμβασης, θα μας δάνειζαν μάλιστα και άλλα χρήματα, αν τους πείθαμε πως με τα δανεικά τους θα μπορούσαμε να παράξουμε πλούτο και θα μπορούσαμε έτσι να τους ξεπληρώσουμε. Πώς όμως θα παραγάγαμε πλούτο; Προφανώς με αυτό που ονομάζουμε ανάπτυξη. Μάλιστα. Εδώ και αν είμαστε όμως «κεκλεισμένων μυαλών». Κατ’ αρχήν όλοι μιλάνε για την ανάγκη ανάπτυξης, πολύ λίγο όμως συζητάμε γι’ αυτό. Το μόνο που ακούμε είναι ιδιωτικοποιήσεις Δημοσίων Επιχειρήσεων, μια ακαθόριστη «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» – μάλλον εδώ λειτουργεί το «κεκλεισμένων των θυρών» – και ως μόνιμη επωδό την αξιοποίηση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, με αντιδράσεις και συναυλίες. Μα Ελλάδα δεν είναι μόνο η ΔΕΗ και το Ελληνικό[1]. Υπάρχει και μια Περιφέρεια, με τεράστιο αναξιοποίητο πλούτο. Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό, παρά μόνον ακροθιγώς, και κυρίως κανείς δεν κάνει τίποτε γι’ αυτό. Λέμε ότι χρειάζονται επενδύσεις. Τι ακριβώς όμως σημαίνει αυτό; Να μην μπορεί να γίνει εμπορικός λιμένας σε πλούσιο νησί του Αιγαίου, που θα το καθιστούσε μοχλό ανάπτυξης ολόκληρων των νησιών των Κυκλάδων και που θα άνοιγε τον δρόμο σε παραγωγικές επενδύσεις, από έκρηξη του τουρισμού με αξιοποίηση των δεκάδων έρημων παραλιών του νησιού – και όχι μόνο του κορεσμένου του κέντρου – έως υψηλής ποιότητας γεωργία, επειδή κάποιοι που είχαν εξοχικά στην παραλία προσέφυγαν στην κεντρική γραφειοκρατία και ασχετοσύνη; Να γίνεται ένα από τα καλύτερα ξενοδοχειακά κέντρα στην Πελοπόννησο και να παίρνει άδεια λειτουργίας μετά από 15 (ή κάτι τέτοιο) χρόνια; Όταν μιλάμε για ανάπτυξη, θα πρέπει και να προσφέρουμε τις δυνατότητες και τις υποδομές και να συγκεκριμενοποιούμε πού αναφερόμαστε. Οφείλουμε να δράσουμε «πάση δυνάμει» και αυτό σημαίνει ανάπτυξη της Περιφέρειας. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να πάψει η Ελλάδα να αποτελεί μία Περιφέρεια με κέντρο την Αθήνα. Δεν είναι δυνατόν το κεντρικό κράτος να επιμένει ζηλόφθονα να ρυθμίζει τα πάντα. Οφείλει να δώσει στις Περιφέρειές του σχετική διοικητική και οικονομική αυτονομία. Ο «Καλλικράτης» έδωσε κάποιες ελπίδες, όμως τελικώς αποδεικνύεται μια τρύπα στο νερό. Το μόνο για το οποίο μπορούν να αποφασίσουν οι Περιφέρειες είναι για τα σκουπίδια τους. Καμία δυνατότητα να καταρτίζουν αναπτυξιακά προγράμματα και να τα υλοποιούν. Αν όμως τους δινόταν αυτή η δυνατότητα – όπως δηλαδή συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης –, αν δινόταν δηλαδή η δυνατότητα στη χώρα μας να αναπτύξει πολλά κέντρα-μοχλούς ανάπτυξης, αφ’ ενός θα φτάναμε στην πολυπόθητη εδαφική και κοινωνική συνοχή – στόχος της Ευρώπης σήμερα –, αφ’ ετέρου θα συμβαδίζαμε με τον σημερινό τρόπο ανάπτυξης της Ευρώπης, που επίσης έχει κατανοήσει την ανάγκη μιας «πάση δυνάμει» ανάπτυξής της. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις Περιφέρειες να αναπτυχθούν ως διοικητικά κέντρα – δορυφορικά μεν της Αθήνας, αλλά με κάποια σχετική τουλάχιστον αυτονομία – για να μπορέσουν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους και τον ειδικό τους πλούτο, που δεν μπορούν να γνωρίζουν ή τουλάχιστον να διαχειριστούν οι υπάλληλοι των κεντρικών Υπουργείων – υπάλληλοι λίγοι και ολοένα λιγότεροι, υποσιτιζόμενοι και ευάλωτοι στη διαφθορά και στο μπαξίσι. Είναι ακατανόητο, π.χ., τα χωροταξικά σχέδια για τις Περιφέρειες, ακόμα και τα πολεοδομικά σχέδια των πόλεών τους, να συντάσσονται με προκηρύξεις, όρους και γραφεία των Αθηνών. Είναι ακατανόητο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο να βρίσκεται στην Αθήνα και να έρχονται οι φοιτητές από τη Θεσσαλία να σπουδάζουν στην Ιερά Οδό (παραδείγματα τυχαία, αλλά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον η Αθήνα βλέπει την υπόλοιπη Ελλάδα).
Για την ανάπτυξη των Περιφερειών και κατά συνέπεια του κράτους, για την «πάση δυνάμει» δηλαδή ανάπτυξη της ελληνικής επικράτειας, έχουν επανειλημμένως γίνει ρεαλιστικές και «εύκολες» στην υλοποίησή τους προτάσεις, αρκεί ένα άνοιγμα της επικρατούσης Πολιτικής των κεκλεισμένων μυαλών και των κεκλεισμένων στην Αθήνα θυρών, για να αλλάξει το τοπίο της μιζέριας και να ανοίξουμε διάπλατους δρόμους για την ανάπτυξη της χώρας και για τη συνακόλουθη καταπολέμηση της ανεργίας και των εδαφικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Υπάρχει άλλωστε πλούσια γι’ αυτό διεθνής εμπειρία. Πλήρης αδιαφορία όμως από τους πολιτικούς μας ταγούς! Μόνο αοριστίες στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων. Τελευταία κάτι ακούστηκε για τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες. Παρόλο που αυτό προσκρούει σε κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, μπορεί να δουλέψει – χωρίς βεβαίως να οδηγήσει σε καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως υπάρχουν και άλλα αποτελεσματικότερα εργαλεία, υπάρχουν σημερινοί περιφερειάρχες που έχουν επανειλημμένως αναφερθεί σε αυτά, εις ώτα όμως μη ακουόντων. Μάλιστα έχουν αναλυθεί και σε επίπεδο πανεπιστημιακών ερευνών και προτάσεων, το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης το γνωρίζει αυτό.
Αναφερόμαστε τακτικά και στο fast track, δηλαδή σε γρήγορες εγκρίσεις για δημιουργία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Τι σημαίνει όμως αυτό: το fast σημαίνει αδιαφάνεια και άρα «κεκλεισμένων των θυρών» ή σημαίνει γρήγορη και σωστή λειτουργία των μηχανισμών δημοσίου ελέγχου, που έτσι θα έπρεπε να λειτουργεί το κράτος, χωρίς επιπρόσθετες φανφάρες;
Τελικώς έχουμε πολιτική «κεκλεισμένων θυρών», «κεκλεισμένων μυαλών» ή και τα δύο μαζί;
[1] Μάλιστα όλοι οι μέχρι σήμερα- άσχετοι με το θέμα- πρωθυπουργοί, υπόσχονταν ένα τεράστιο πάρκο, λύση απολύτως αντιλειτουργική και από κάθε άποψη αναποτελεσματική και βεβαίως απολύτως αντιοικονομική, ου μην ανόητη.
*O Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων-Καθηγητής ΤΕΙ
Το κόστος του πετρελαίου ανεβοκατεβαίνει όχι τόσο από τη ζήτηση, αλλά από τα κόλπα των «επενδυτών» των χρηματιστηρίων. Θυμάστε ένα έργο με τον Χάρισον Φορντ και μια εντυπωσιακή ξανθιά; Ήταν χρηματιστές, και επειδή έμειναν από λεφτά, ξενύχτησαν ένα βράδυ πάνω από κομπιούτερ και το πρωί είχαν κερδίσει κάποια εκατομμύρια! Να η πραγματική «φούσκα», που ήδη σκάει. Ας παραβλέψουμε ακόμα το πώς αυτή η τεράστια «φούσκα», που αφορά στον τρόπο με τον οποίο σήμερα κινείται η παγκόσμια οικονομία, δημιουργήθηκε, ας παραβλέψουμε και το ότι δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα, ας παραβλέψουμε ακόμα και τον τουλάχιστον παράλογο τρόπο που δανειζόμασταν ως Κράτος – οι Τράπεζες δανείζονται με επιτόκιο 1% και το Κράτος με 3-7%!
Η χώρα μας λοιπόν έχει δανειστεί χρήματα, ασχέτως του πώς και από ποιον. Γιατί όμως ένα Κράτος δανείζεται χρήματα ή γιατί έπρεπε να δανείζεται χρήματα; Για να τα χρησιμοποιήσει για την παραγωγή πλούτου, γι’ αυτό άλλωστε θα έπρεπε να το δανείζουν και οι όποιοι δανειστές του, που θέλουν τα χρήματά τους πίσω και μάλιστα με τόκο. Γι’ αυτό και οι διάφορες «βοήθειες», δηλαδή δάνεια, προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, τύπου δόγματος Τρούμαν – πέραν των άλλων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Γι’ αυτό θα έπρεπε να δανείζουν και οι Τράπεζες (αλλιώς λειτουργούν με ηθικά, τουλάχιστον, κολάσιμο τρόπο), που «μοχλεύουν» τα χρήματά τους όχι 1/7, ως όφειλαν, αλλά 1/πολύ περισσότερο – έχω ακούσει για τεράστια νούμερα. Έχουμε λοιπόν συνάψει μια δανειακή σύμβαση. Πώς θα πείσουμε τους δανειστές μας ότι θα τους τα επιστρέψουμε; Το να κάνουμε οικονομίες για να μαζέψουμε χρήματα είναι σωστό, αλλά δεν θα πρέπει με τον τρόπο αυτό να εμποδίζουμε την παραγωγή πλούτου. Όμως, είναι παγκοίνως γνωστό πως η εφαρμοζόμενη «λιτότητα», γιατί μόνο έτσι νομίζουμε πως κάνουμε «οικονομία», οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη λεγόμενη ύφεση, ου μην διάλυση κάθε δυναμικότητας του κράτους: κοινωνική αναστάτωση, αποφυγή κάθε είδους επένδυσης, διαφθορά, οκνηρία (μου έλεγε φίλος εργαζόμενος «κάνω πως δουλεύω και κάνουν πως με πληρώνουν»), διαφυγή επιστημόνων στο εξωτερικό κ.λπ. Αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, είναι βέβαιο πως σε λίγα χρόνια τα Πανεπιστήμια δεν θα μπορούν να βρουν καθηγητές. Βεβαίως οι σπατάλες πρέπει να εκλείψουν, αλλά έπρεπε να έρθει η «τρόικα» να μας το πει; Είναι δυνατόν να υπάρχουν συνταξιούχοι 50 ετών με σύνταξη 3.000 ευρώ ή να λειτουργεί ακόμα το κανάλι της Βουλής με κόστος εκατομμυρίων και ακροαματικότητα που τείνει στο μηδέν και οργανισμοί δημοσίου χωρίς αντικείμενο (τυχαία, αλλά χαρακτηριστικά τα παραδείγματα); Και εν πάση περιπτώσει είναι απορίας άξιον πώς αυτό το προφανές και αυτονόητο αποτελεί την κύρια μέριμνα των κομμάτων – όχι όλων βέβαια, δυσκολευόμαστε π.χ. να αντιληφθούμε μερικά δήθεν αριστερά κόμματα με ποιους είναι.
Θεωρώ προφανές πως οι «δανειστές» μας, αν βεβαίως το μόνο μέλημά τους ήταν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους, ευχαρίστως θα άλλαζαν τους όρους της δανειακής μας σύμβασης, θα μας δάνειζαν μάλιστα και άλλα χρήματα, αν τους πείθαμε πως με τα δανεικά τους θα μπορούσαμε να παράξουμε πλούτο και θα μπορούσαμε έτσι να τους ξεπληρώσουμε. Πώς όμως θα παραγάγαμε πλούτο; Προφανώς με αυτό που ονομάζουμε ανάπτυξη. Μάλιστα. Εδώ και αν είμαστε όμως «κεκλεισμένων μυαλών». Κατ’ αρχήν όλοι μιλάνε για την ανάγκη ανάπτυξης, πολύ λίγο όμως συζητάμε γι’ αυτό. Το μόνο που ακούμε είναι ιδιωτικοποιήσεις Δημοσίων Επιχειρήσεων, μια ακαθόριστη «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» – μάλλον εδώ λειτουργεί το «κεκλεισμένων των θυρών» – και ως μόνιμη επωδό την αξιοποίηση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, με αντιδράσεις και συναυλίες. Μα Ελλάδα δεν είναι μόνο η ΔΕΗ και το Ελληνικό[1]. Υπάρχει και μια Περιφέρεια, με τεράστιο αναξιοποίητο πλούτο. Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό, παρά μόνον ακροθιγώς, και κυρίως κανείς δεν κάνει τίποτε γι’ αυτό. Λέμε ότι χρειάζονται επενδύσεις. Τι ακριβώς όμως σημαίνει αυτό; Να μην μπορεί να γίνει εμπορικός λιμένας σε πλούσιο νησί του Αιγαίου, που θα το καθιστούσε μοχλό ανάπτυξης ολόκληρων των νησιών των Κυκλάδων και που θα άνοιγε τον δρόμο σε παραγωγικές επενδύσεις, από έκρηξη του τουρισμού με αξιοποίηση των δεκάδων έρημων παραλιών του νησιού – και όχι μόνο του κορεσμένου του κέντρου – έως υψηλής ποιότητας γεωργία, επειδή κάποιοι που είχαν εξοχικά στην παραλία προσέφυγαν στην κεντρική γραφειοκρατία και ασχετοσύνη; Να γίνεται ένα από τα καλύτερα ξενοδοχειακά κέντρα στην Πελοπόννησο και να παίρνει άδεια λειτουργίας μετά από 15 (ή κάτι τέτοιο) χρόνια; Όταν μιλάμε για ανάπτυξη, θα πρέπει και να προσφέρουμε τις δυνατότητες και τις υποδομές και να συγκεκριμενοποιούμε πού αναφερόμαστε. Οφείλουμε να δράσουμε «πάση δυνάμει» και αυτό σημαίνει ανάπτυξη της Περιφέρειας. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να πάψει η Ελλάδα να αποτελεί μία Περιφέρεια με κέντρο την Αθήνα. Δεν είναι δυνατόν το κεντρικό κράτος να επιμένει ζηλόφθονα να ρυθμίζει τα πάντα. Οφείλει να δώσει στις Περιφέρειές του σχετική διοικητική και οικονομική αυτονομία. Ο «Καλλικράτης» έδωσε κάποιες ελπίδες, όμως τελικώς αποδεικνύεται μια τρύπα στο νερό. Το μόνο για το οποίο μπορούν να αποφασίσουν οι Περιφέρειες είναι για τα σκουπίδια τους. Καμία δυνατότητα να καταρτίζουν αναπτυξιακά προγράμματα και να τα υλοποιούν. Αν όμως τους δινόταν αυτή η δυνατότητα – όπως δηλαδή συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης –, αν δινόταν δηλαδή η δυνατότητα στη χώρα μας να αναπτύξει πολλά κέντρα-μοχλούς ανάπτυξης, αφ’ ενός θα φτάναμε στην πολυπόθητη εδαφική και κοινωνική συνοχή – στόχος της Ευρώπης σήμερα –, αφ’ ετέρου θα συμβαδίζαμε με τον σημερινό τρόπο ανάπτυξης της Ευρώπης, που επίσης έχει κατανοήσει την ανάγκη μιας «πάση δυνάμει» ανάπτυξής της. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις Περιφέρειες να αναπτυχθούν ως διοικητικά κέντρα – δορυφορικά μεν της Αθήνας, αλλά με κάποια σχετική τουλάχιστον αυτονομία – για να μπορέσουν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους και τον ειδικό τους πλούτο, που δεν μπορούν να γνωρίζουν ή τουλάχιστον να διαχειριστούν οι υπάλληλοι των κεντρικών Υπουργείων – υπάλληλοι λίγοι και ολοένα λιγότεροι, υποσιτιζόμενοι και ευάλωτοι στη διαφθορά και στο μπαξίσι. Είναι ακατανόητο, π.χ., τα χωροταξικά σχέδια για τις Περιφέρειες, ακόμα και τα πολεοδομικά σχέδια των πόλεών τους, να συντάσσονται με προκηρύξεις, όρους και γραφεία των Αθηνών. Είναι ακατανόητο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο να βρίσκεται στην Αθήνα και να έρχονται οι φοιτητές από τη Θεσσαλία να σπουδάζουν στην Ιερά Οδό (παραδείγματα τυχαία, αλλά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον η Αθήνα βλέπει την υπόλοιπη Ελλάδα).
Για την ανάπτυξη των Περιφερειών και κατά συνέπεια του κράτους, για την «πάση δυνάμει» δηλαδή ανάπτυξη της ελληνικής επικράτειας, έχουν επανειλημμένως γίνει ρεαλιστικές και «εύκολες» στην υλοποίησή τους προτάσεις, αρκεί ένα άνοιγμα της επικρατούσης Πολιτικής των κεκλεισμένων μυαλών και των κεκλεισμένων στην Αθήνα θυρών, για να αλλάξει το τοπίο της μιζέριας και να ανοίξουμε διάπλατους δρόμους για την ανάπτυξη της χώρας και για τη συνακόλουθη καταπολέμηση της ανεργίας και των εδαφικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Υπάρχει άλλωστε πλούσια γι’ αυτό διεθνής εμπειρία. Πλήρης αδιαφορία όμως από τους πολιτικούς μας ταγούς! Μόνο αοριστίες στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων. Τελευταία κάτι ακούστηκε για τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες. Παρόλο που αυτό προσκρούει σε κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, μπορεί να δουλέψει – χωρίς βεβαίως να οδηγήσει σε καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως υπάρχουν και άλλα αποτελεσματικότερα εργαλεία, υπάρχουν σημερινοί περιφερειάρχες που έχουν επανειλημμένως αναφερθεί σε αυτά, εις ώτα όμως μη ακουόντων. Μάλιστα έχουν αναλυθεί και σε επίπεδο πανεπιστημιακών ερευνών και προτάσεων, το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης το γνωρίζει αυτό.
Αναφερόμαστε τακτικά και στο fast track, δηλαδή σε γρήγορες εγκρίσεις για δημιουργία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Τι σημαίνει όμως αυτό: το fast σημαίνει αδιαφάνεια και άρα «κεκλεισμένων των θυρών» ή σημαίνει γρήγορη και σωστή λειτουργία των μηχανισμών δημοσίου ελέγχου, που έτσι θα έπρεπε να λειτουργεί το κράτος, χωρίς επιπρόσθετες φανφάρες;
Τελικώς έχουμε πολιτική «κεκλεισμένων θυρών», «κεκλεισμένων μυαλών» ή και τα δύο μαζί;
[1] Μάλιστα όλοι οι μέχρι σήμερα- άσχετοι με το θέμα- πρωθυπουργοί, υπόσχονταν ένα τεράστιο πάρκο, λύση απολύτως αντιλειτουργική και από κάθε άποψη αναποτελεσματική και βεβαίως απολύτως αντιοικονομική, ου μην ανόητη.
*O Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων-Καθηγητής ΤΕΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου