Οσο βαθαίνει η οικονομική κρίση χωρίς να διαφαίνεται προοπτική διεξόδου, όσο μεγαλώνει η ανεργία και πέφτει δραματικά το βιοτικό επίπεδο των πολλών και των πιο αδύναμων, όσο φανερώνεται η αδυναμία της πολιτικής τάξης και των κομμάτων να δώσουν λύσεις στα συσσωρευμένα εκρηκτικά προβλήματα, τόσο θα ενισχύεται η λαϊκή αγανάκτηση και η κοινωνική δυσαρέσκεια.
Αυτή η δυσαρέσκεια και αγανάκτηση μπορεί να τροφοδοτεί όχι μόνο την πολιτική συνειδητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών, αλλά και την αντιπολιτική διαμαρτυρία.
Και όταν κυριαρχούν τα αντιπολιτικά συνθήματα και συναισθήματα, επωφελούνται διάφοροι λαϊκιστές δημαγωγοί, που κολακεύουν τον απλό άνθρωπο εξυμνώντας τη σοφία του και ισχυρίζονται ότι διαθέτουν εξαιρετικά απλές λύσεις ακόμα και για τα πιο πολύπλοκα προβλήματα.
Το παράδειγμα των πρόσφατων ιταλικών εκλογών είναι ενδεικτικό. Στο άρθρο που ακολουθεί, ο Κάρλο Γκάλι, καθηγητής Ιστορίας των Πολιτικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, αναλύει το φαινόμενο της αντιπολιτικής.
Η αντιπολιτική είναι πολλά πράγματα. Η πολιτική φέρει εντός της, για πάντα, το στίγμα της αμαρτίας, της βίας, που επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες. Αντιπολιτική είναι το να είμαστε πεισμένοι ότι η πολιτική είναι η κόλαση πάνω στη γη. Αντιπολιτική είναι και η επιμονή της Αντιγόνης να βγει από την ανελέητη λογική φίλος/εχθρός, που ο βασιλιάς Κρέων κωδικοποιεί στους νόμους του: Οποιος πολέμησε ενάντια στην πόλη πρέπει να εκδιωχθεί από την ανθρωπότητα ακόμα και νεκρός, πρέπει να μην ταφεί. Αλλά μια έξοδος προς μια κοινότητα αγάπης και όχι μίσους –αυτή η έξοδος που επιθυμεί η Αντιγόνη- δεν μπορεί να γίνει πάνω στη γη. Μόνο στον Αδη υπάρχει χώρος για τη συμπόνια. Αντιπολιτική είναι έπειτα εκείνη του Ζιλιέν Μπεντά, ο οποίος υπερασπίζεται την ανιδιοτελή καθαρότητα της γνώσης από την ανάμειξή της με την πολιτική. Είναι επίσης και η προσπάθεια του Τόμας Μαν να ξεφύγει από την ελκτική δύναμη που απελευθερώνει η απλή επίγνωσή του ότι η πολιτική υπάρχει και σηματοδοτεί το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η αντιπολιτική της «άρνησης» (τραγική ή και προφητική: σε τελική ανάλυση ακόμα και η Επί του Ορους Ομιλία είναι αντιπολιτική) είναι μια κριτική της πολιτικής τόσο ριζική ώστε, παράδοξα, την επιβεβαιώνει στα πιο σκληρά της γνωρίσματα, ακριβώς επειδή βλέπει στην πολιτική μόνο βία και κυριαρχία. Είναι μια τοποθέτηση που αρνείται να δράσει, στρεφόμενη προς τη μεταθανάτια ζωή ή υποθέτοντας έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από τον σημερινό. Και οφείλει να αποδέχεται να πληρώνει με τον θάνατο και με την ήττα κάθε προσπάθεια για αλλαγή της πολιτικής και των σιδερένιων νόμων της. Αντιπολιτική όμως μπορεί να είναι, αντίθετα, και η επαναστατική στάση όσων βλέπουν σε ένα πολιτικό σύστημα το εμπόδιο που πρέπει να μετακινήσουν, προκειμένου να εγκαθιδρύσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Η αρχική επιδίωξη του μαρξισμού ήταν να οδηγήσει την ανθρωπότητα, μέσω του προλεταριάτου, στην ολική υπέρβαση της πολιτικής, μιας πολιτικής που είναι υποκριτική και απατηλή, επειδή αντανακλά και εδραιώνει την αλλοτρίωση που γεννιέται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αλλά δεν μπορούμε βέβαια να υποστηρίξουμε ότι αυτή ήταν μια φυγή από την πολιτική. Αντίθετα, μάλιστα, γέννησε μια πελώρια πολιτική δύναμη, έναν διακαή πόθο για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που σημάδεψε πάνω από έναν αιώνα παγκόσμιας ιστορίας. Υπάρχουν έπειτα και άλλες μορφές αντιπολιτικής. Υπάρχει η τεχνοκρατία, δηλαδή η πεποίθηση –που ωρίμασε με τον θετικισμό του 19ου αιώνα και με τις διαχειριστικές πρακτικές του 20ού αιώνα- ότι η πολιτική είναι ένας πρωτόγονος τρόπος ρύθμισης της ανθρώπινης συμβίωσης. Οσο περισσότερο προοδεύουν η επιστήμη και η τεχνική τόσο περισσότερο εμφανίζονται αντικειμενικά προβλήματα, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, τα οποία για να επιλυθούν απαιτούν όχι πολιτική αλλά ειδικές γνώσεις, όχι συγκρούσεις αλλά αποτελεσματικές αποφάσεις. Είναι κάτι που ζούμε σήμερα, αλλά είναι και ιστορία: η ιστορία της αυταπάτης του 20ού αιώνα για τη σχεδιοποίηση, η ουτοπία της αυτοματοποίησης. Είναι επίσης και ο διαρκής πειρασμός να μη θέλουμε να δούμε ότι όσο περισσότερο πολύπλοκη γίνεται η κοινωνία τόσο βαθύτερα πολιτική είναι, ότι δεν υπάρχουν «τεχνικές» λύσεις στα πολιτικά προβλήματα, ότι η αξίωση αντικειμενικότητας είναι πάντοτε όχημα εξουσίας, ότι όποιος σχεδιάζει –όποιος και αν είναι- κάνει πολιτική και όχι τεχνική. Αν αυτή η αντιπολιτική θέλει να εκδιώξει τους πολιτικούς επειδή είναι αδαείς και αναρμόδιοι, για να τους αντικαταστήσει με τους τεχνοκράτες, μια άλλη ανάλογη αντιπολιτική θέλει να τους εκδιώξει επειδή είναι κλέφτες και διεφθαρμένοι. Αλλά η αντιπολιτική της «διαμαρτυρίας», της αγανάκτησης, της εντιμότητας και της νομιμότητας, όσο δικαιολογημένη και αν είναι (εξάλλου ακόμα και εκείνη των ειδικών τεχνικών γνώσεων έχει κάποιες βάσιμες δικαιολογίες), δεν προχωράει πολύ πέρα από την οργή εναντίον της πολιτικής κάστας, από την έκφραση αποδοκιμασίας για τους επαγγελματίες της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η αντιπολιτική είναι εξέγερση όχι εναντίον της πολιτικής καθαυτής ούτε εναντίον ενός συστήματος που πρέπει να γκρεμιστεί με την επανάσταση, αλλά εναντίον ενός πολιτικού στρώματος που έχει διαψεύσει τις προσδοκίες και το οποίο απορρίπτεται με την ίδια επιθετική ενεργητικότητα με την οποία είχε υποστηριχθεί και αγαπηθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Και απορρίπτεται ως διεφθαρμένο ακόμα και από εκείνους που του είχαν επιτρέψει να τους διαφθείρει.
Είναι προφανές ότι αυτή η αντιπολιτική είναι και η ίδια μια πολιτική, που δεν το γνωρίζει ή δεν θέλει να το παραδεχθεί ότι είναι πολιτική. Ο κίνδυνος είναι αυτή η αντιπολιτική να καταλήξει να γίνει παθητική και αναποτελεσματική, να μην είναι παρά μια μορφή εκτόνωσης για τους πολίτες, οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους αλλά τις φορτώνουν στην πολιτική τάξη, που γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλους. Αυτός ο κίνδυνος είναι που καθιστά αυτήν την αντιπολιτική αντικείμενο χειραγώγησης από όποιον αντιλαμβάνεται την αφελή ευπιστία, δηλαδή από τον λαϊκιστή πολιτικό επιχειρηματία που εκμεταλλεύεται την αδιαφορία και την αγανάκτηση, για να αντικαταστήσει τους παλαιούς πολιτικούς και που παριστάνει ότι όλα θα αλλάξουν, ενώ όλα θα μείνουν όπως ήσαν (ή θα χειροτερέψουν ριζικά). Δεν είναι τυχαίο που ο γνωστός Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύεται άλλη μια φορά την κόπωση των πολιτών από την ανεπάρκεια, την ανικανότητα, τη διαφθορά των πολιτικών, για να συνεχίσει την πολιτική του καριέρα. Με ένα «κόμμα της αντιπολιτικής» (ένα οξύμωρο που αποκαλύπτεται από μόνο του), ο Μπερλουσκόνι προσπαθεί να πείσει τους Ιταλούς ότι είναι ένας νέος άνθρωπος, που δεν τον αγγίζουν τα σκάνδαλα, που είναι ικανός και δεν έχει μολυνθεί από την πολιτική. Ο γλυκομίλητος λαϊκισμός του είναι τόσο περισσότερο πολιτικός όσο εμφανίζεται ως αντιπολιτικός.
Αυτή η δυσαρέσκεια και αγανάκτηση μπορεί να τροφοδοτεί όχι μόνο την πολιτική συνειδητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών, αλλά και την αντιπολιτική διαμαρτυρία.
Και όταν κυριαρχούν τα αντιπολιτικά συνθήματα και συναισθήματα, επωφελούνται διάφοροι λαϊκιστές δημαγωγοί, που κολακεύουν τον απλό άνθρωπο εξυμνώντας τη σοφία του και ισχυρίζονται ότι διαθέτουν εξαιρετικά απλές λύσεις ακόμα και για τα πιο πολύπλοκα προβλήματα.
Το παράδειγμα των πρόσφατων ιταλικών εκλογών είναι ενδεικτικό. Στο άρθρο που ακολουθεί, ο Κάρλο Γκάλι, καθηγητής Ιστορίας των Πολιτικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, αναλύει το φαινόμενο της αντιπολιτικής.
Η αντιπολιτική είναι πολλά πράγματα. Η πολιτική φέρει εντός της, για πάντα, το στίγμα της αμαρτίας, της βίας, που επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες. Αντιπολιτική είναι το να είμαστε πεισμένοι ότι η πολιτική είναι η κόλαση πάνω στη γη. Αντιπολιτική είναι και η επιμονή της Αντιγόνης να βγει από την ανελέητη λογική φίλος/εχθρός, που ο βασιλιάς Κρέων κωδικοποιεί στους νόμους του: Οποιος πολέμησε ενάντια στην πόλη πρέπει να εκδιωχθεί από την ανθρωπότητα ακόμα και νεκρός, πρέπει να μην ταφεί. Αλλά μια έξοδος προς μια κοινότητα αγάπης και όχι μίσους –αυτή η έξοδος που επιθυμεί η Αντιγόνη- δεν μπορεί να γίνει πάνω στη γη. Μόνο στον Αδη υπάρχει χώρος για τη συμπόνια. Αντιπολιτική είναι έπειτα εκείνη του Ζιλιέν Μπεντά, ο οποίος υπερασπίζεται την ανιδιοτελή καθαρότητα της γνώσης από την ανάμειξή της με την πολιτική. Είναι επίσης και η προσπάθεια του Τόμας Μαν να ξεφύγει από την ελκτική δύναμη που απελευθερώνει η απλή επίγνωσή του ότι η πολιτική υπάρχει και σηματοδοτεί το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η αντιπολιτική της «άρνησης» (τραγική ή και προφητική: σε τελική ανάλυση ακόμα και η Επί του Ορους Ομιλία είναι αντιπολιτική) είναι μια κριτική της πολιτικής τόσο ριζική ώστε, παράδοξα, την επιβεβαιώνει στα πιο σκληρά της γνωρίσματα, ακριβώς επειδή βλέπει στην πολιτική μόνο βία και κυριαρχία. Είναι μια τοποθέτηση που αρνείται να δράσει, στρεφόμενη προς τη μεταθανάτια ζωή ή υποθέτοντας έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από τον σημερινό. Και οφείλει να αποδέχεται να πληρώνει με τον θάνατο και με την ήττα κάθε προσπάθεια για αλλαγή της πολιτικής και των σιδερένιων νόμων της. Αντιπολιτική όμως μπορεί να είναι, αντίθετα, και η επαναστατική στάση όσων βλέπουν σε ένα πολιτικό σύστημα το εμπόδιο που πρέπει να μετακινήσουν, προκειμένου να εγκαθιδρύσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Η αρχική επιδίωξη του μαρξισμού ήταν να οδηγήσει την ανθρωπότητα, μέσω του προλεταριάτου, στην ολική υπέρβαση της πολιτικής, μιας πολιτικής που είναι υποκριτική και απατηλή, επειδή αντανακλά και εδραιώνει την αλλοτρίωση που γεννιέται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αλλά δεν μπορούμε βέβαια να υποστηρίξουμε ότι αυτή ήταν μια φυγή από την πολιτική. Αντίθετα, μάλιστα, γέννησε μια πελώρια πολιτική δύναμη, έναν διακαή πόθο για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που σημάδεψε πάνω από έναν αιώνα παγκόσμιας ιστορίας. Υπάρχουν έπειτα και άλλες μορφές αντιπολιτικής. Υπάρχει η τεχνοκρατία, δηλαδή η πεποίθηση –που ωρίμασε με τον θετικισμό του 19ου αιώνα και με τις διαχειριστικές πρακτικές του 20ού αιώνα- ότι η πολιτική είναι ένας πρωτόγονος τρόπος ρύθμισης της ανθρώπινης συμβίωσης. Οσο περισσότερο προοδεύουν η επιστήμη και η τεχνική τόσο περισσότερο εμφανίζονται αντικειμενικά προβλήματα, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, τα οποία για να επιλυθούν απαιτούν όχι πολιτική αλλά ειδικές γνώσεις, όχι συγκρούσεις αλλά αποτελεσματικές αποφάσεις. Είναι κάτι που ζούμε σήμερα, αλλά είναι και ιστορία: η ιστορία της αυταπάτης του 20ού αιώνα για τη σχεδιοποίηση, η ουτοπία της αυτοματοποίησης. Είναι επίσης και ο διαρκής πειρασμός να μη θέλουμε να δούμε ότι όσο περισσότερο πολύπλοκη γίνεται η κοινωνία τόσο βαθύτερα πολιτική είναι, ότι δεν υπάρχουν «τεχνικές» λύσεις στα πολιτικά προβλήματα, ότι η αξίωση αντικειμενικότητας είναι πάντοτε όχημα εξουσίας, ότι όποιος σχεδιάζει –όποιος και αν είναι- κάνει πολιτική και όχι τεχνική. Αν αυτή η αντιπολιτική θέλει να εκδιώξει τους πολιτικούς επειδή είναι αδαείς και αναρμόδιοι, για να τους αντικαταστήσει με τους τεχνοκράτες, μια άλλη ανάλογη αντιπολιτική θέλει να τους εκδιώξει επειδή είναι κλέφτες και διεφθαρμένοι. Αλλά η αντιπολιτική της «διαμαρτυρίας», της αγανάκτησης, της εντιμότητας και της νομιμότητας, όσο δικαιολογημένη και αν είναι (εξάλλου ακόμα και εκείνη των ειδικών τεχνικών γνώσεων έχει κάποιες βάσιμες δικαιολογίες), δεν προχωράει πολύ πέρα από την οργή εναντίον της πολιτικής κάστας, από την έκφραση αποδοκιμασίας για τους επαγγελματίες της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η αντιπολιτική είναι εξέγερση όχι εναντίον της πολιτικής καθαυτής ούτε εναντίον ενός συστήματος που πρέπει να γκρεμιστεί με την επανάσταση, αλλά εναντίον ενός πολιτικού στρώματος που έχει διαψεύσει τις προσδοκίες και το οποίο απορρίπτεται με την ίδια επιθετική ενεργητικότητα με την οποία είχε υποστηριχθεί και αγαπηθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Και απορρίπτεται ως διεφθαρμένο ακόμα και από εκείνους που του είχαν επιτρέψει να τους διαφθείρει.
Είναι προφανές ότι αυτή η αντιπολιτική είναι και η ίδια μια πολιτική, που δεν το γνωρίζει ή δεν θέλει να το παραδεχθεί ότι είναι πολιτική. Ο κίνδυνος είναι αυτή η αντιπολιτική να καταλήξει να γίνει παθητική και αναποτελεσματική, να μην είναι παρά μια μορφή εκτόνωσης για τους πολίτες, οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους αλλά τις φορτώνουν στην πολιτική τάξη, που γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλους. Αυτός ο κίνδυνος είναι που καθιστά αυτήν την αντιπολιτική αντικείμενο χειραγώγησης από όποιον αντιλαμβάνεται την αφελή ευπιστία, δηλαδή από τον λαϊκιστή πολιτικό επιχειρηματία που εκμεταλλεύεται την αδιαφορία και την αγανάκτηση, για να αντικαταστήσει τους παλαιούς πολιτικούς και που παριστάνει ότι όλα θα αλλάξουν, ενώ όλα θα μείνουν όπως ήσαν (ή θα χειροτερέψουν ριζικά). Δεν είναι τυχαίο που ο γνωστός Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύεται άλλη μια φορά την κόπωση των πολιτών από την ανεπάρκεια, την ανικανότητα, τη διαφθορά των πολιτικών, για να συνεχίσει την πολιτική του καριέρα. Με ένα «κόμμα της αντιπολιτικής» (ένα οξύμωρο που αποκαλύπτεται από μόνο του), ο Μπερλουσκόνι προσπαθεί να πείσει τους Ιταλούς ότι είναι ένας νέος άνθρωπος, που δεν τον αγγίζουν τα σκάνδαλα, που είναι ικανός και δεν έχει μολυνθεί από την πολιτική. Ο γλυκομίλητος λαϊκισμός του είναι τόσο περισσότερο πολιτικός όσο εμφανίζεται ως αντιπολιτικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου