Του Κοσμά Βίδου .
Τις γιαγιάδες εκείνες τις είχα συναντήσει πολλάκις στο παρελθόν, στα παιδικά και νεανικά, κυρίως, χρόνια μου. Η ζωή μου, όμως, στην πόλη με απομάκρυνε από τον γοητευτικό κόσμο τους – έναν κόσμο που μυρίζει ακόμη άγρια ρίγανη.
Αναφέρομαι στις γιαγιάδες με τα μικρά εστιατόρια και τα καφενεδάκια, που περιμένουν τους τουρίστες σε χωριά μισογκρεμισμένα, σε στροφές δρόμων ταλαιπωρημένων από τις κατολισθήσεις, σε πλατείες με πλατάνους που, αν κάποτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα φιλοξενούν ψωραλέες γάτες και έναν-δυο γέροντες που μετράνε τις ώρες (που δεν περνούν) ως το επόμενο ξημέρωμα.
Γιαγιάδες που σε καλοδέχονται σαν να είσαι το εγγόνι που έχουν να δουν καιρό, που σου τηγανίζουν φρεσκοκομμένες πατάτες στο πετρογκάζ (άλλη γεύση!), σου σερβίρουν τα καλύτερα κεφτεδάκια που έχεις δοκιμάσει, και σαλάτα από τον κήπο τους, και ψωμί που μυρίζει προζύμι, και γλυκό του κουταλιού που έφτιαξαν οι ίδιες...
Τις θαυμάσιες αυτές γυναίκες ξαναβρήκα κατά τη διάρκεια οδοιπορικού στην ελληνική επαρχία. Για να ξαναθυμηθώ όχι μόνο ότι η ντομάτα έχει γεύση, αλλά και ότι η φιλοξενία είναι πράξη που συγκινεί. Αυτά, ως τη στιγμή του λογαριασμού. Τότε, οι φιλόξενες γιαγιάδες και οι παππούδες-σύζυγοί τους, που βοηθούσαν την κατάσταση κάνοντας τους σερβιτόρους, αποκαλύπτονταν ως δεινοί φοροφυγάδες. Είναι ζήτημα αν, μέσα σε 15 ημέρες ταξιδιού, με διαρκείς στάσεις σε μικρά εστιατόρια, μάζεψα δύο-τρεις νόμιμες αποδείξεις.
Ολες οι υπόλοιπες μπακαλόχαρτα ήταν, με χειρόγραφη την παραγγελία και τη σούμα: «Πατάτε 2 ευρό, χοριάτικη 2,50, κεφτέδες 3». «Πρέπει να τις ζητάμε» επέμειναν στην αρχή οι συνταξιδιώτες μου. Τι να ζητήσεις, όμως, από τη μαυροντυμένη κυριούλα με το καλοκάγαθο χαμόγελο, που και δεν υπερτιμολογεί την τυροκαυτερή και σε τρατάρει το γλυκό στο τέλος; «Είδες την ύπουλη; Φέρνει την ώρα της πληρωμής το βύσσινο και σε μπλοκάρει, δεν μπορείς ενώ σε κερνά να της κάνεις παρατήρηση που δεν κόβει απόδειξη...» παρατήρησε η Αννα. Και η παράδοση απέκτησε άρωμα φοροδιαφυγής. Και η κουτοπόνηρη γιαγιά με την πεντανόστιμη τηγανιά μπήκε στον κατάλογο με τους... εχθρούς της πατρίδας.
Οχι μόνο αυτή. Από δίπλα κάτι παντρεμένες με Ελληνες Βορειοευρωπαίες που διατηρούν εστιατόρια στην επαρχία – τελικά δεν είναι λίγες. Οι οποίες, μπορεί να πρόσθεσαν στους κεφτέδες εστραγκόν και κουρκουμά, μπορεί να έφεραν αύρα Βιέννης, Στοκχόλμης και Παρισίων στο «έρημο το φτωχοχώρι» με τις πειραγμένες σαλάτες τους, αλλά την ώρα της πληρωμής ξέχασαν και τη Μέρκελ και τις ηθικές αρχές με τις οποίες τις ανατρέφει. Εβγαλαν με τη σειρά τους το κέρασμά τους, μαστίχα Χίου επέλεγαν συνήθως ως πιο... γκουρμεδιάρες από τις γιαγιάδες με το λικέρ από κράνα, έλειπε όμως εκείνο που θα το έκανε πραγματικά απολαυστικό: η νόμιμη απόδειξη. «Κατά τα άλλα, οι μουλάρες οι... φοροδιαφυγούδες βρίζουν την Ελλάδα, ζητάνε να την πετάξουν από το ευρώ και μας κάνουν μαθήματα σωστής συμπεριφοράς», σχολιάσαμε, έχοντας επιβεβαιώσει ότι το καυτό θέμα των αποδείξεων δεν αφορά μόνο την Αθήνα και κάτι υπερτουριστικούς προορισμούς όπως η Μύκονος, αλλά και τις καλύβες με τον ξυλόφουρνο στα δάση και στις ραχούλες, όποια εθνικότητα και αν τις λειτουργεί, όσο ηλικιωμένη και χαροκαμένη και αν είναι η μαγείρισσα. Οσο για τις δικαιολογίες του στυλ «η γιαγιά παίρνει σύνταξη της πείνας», απλώς δεν επιτρέπονται.
Ειδικά σήμερα που και με την... ευγενική συνδρομή κάτι τέτοιων γιαγιάδων (και των γέρων τους, που έκαναν την επιχορήγηση για τα σπαρτά δίπατη βιλίτσα για την κόρη και τζιπ 4 x 4 για να πηγαίνει πιο γρήγορα ο γιος στο σκυλάδικο της παρακείμενης κωμόπολης) έχουν γίνει οι δικοί μας μισθοί μισθοί της πείνας. «Την ευθύνη την έχει το κράτος» επιμένει ο Δημήτρης. Ατομική ευθύνη, όμως, δεν υπάρχει πουθενά και σε τίποτε;
Υπάρχει ο κύριος που συναντήσαμε σε μια καφετέρια παρά θίν’ αλός: «Τα παράτησα όλα στην Αθήνα, έκανα αυτό εδώ το μαγαζάκι και ηρέμησα. Καθήστε εσείς, κορόιδα, μέσα στον βόθρο» είπε την ώρα που μας έφερνε τους καφέδες. Βεβαίως, αν εκείνος ηρέμησε, εμείς φύγαμε (με προορισμό τον... βόθρο) καταεκνευρισμένοι: απόδειξη γιοκ. Ούτε για εμάς ούτε για τρεις υπαλλήλους του Λιμενικού που τον χαιρέτησαν με το μικρό του όνομα και παρήγγειλαν φραπέδες. «Ιδού το... κράτος που θα επιβάλει την τάξη» στράφηκα προς τον Δημήτρη.
Πικρογελάσαμε και κατευθυνθήκαμε στο απέναντι βενζινάδικο, παίζοντας το αγαπημένο μας παιχνίδι: «Θα δώσει απόδειξη ο βενζινάς ή θα αναγκαστούμε να ζητήσουμε;». Φαντάζομαι γνωρίζετε ήδη την απάντηση.
Εγώ απλώς καταθέτω τα αριθμητικά συμπεράσματα: κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας γεμίσαμε δέκα φορές το ντεπόζιτο – τον αχόρταγο είχε! Απόδειξη μας έδωσαν οικειοθελώς μόνο μία φορά. Τις υπόλοιπες χρειάστηκε να τη ζητήσουμε.
Παρεμπιπτόντως, θυμάται κανένας εκεί, στην υπερήφανη επαρχία, την καμπάνια του υπουργείου Οικονομικών για το έτος 1992, με τον τίτλο «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη», η οποία ρωτούσε «μέχρι πότε θα ανέχεστε να ζουν σε βάρος σας οι φοροφυγάδες»; Ή τότε δεν έπιαναν τα κανάλια;
Τώρα που πιάνουν, μήπως να την ξαναπροβάλουν;
Τις γιαγιάδες εκείνες τις είχα συναντήσει πολλάκις στο παρελθόν, στα παιδικά και νεανικά, κυρίως, χρόνια μου. Η ζωή μου, όμως, στην πόλη με απομάκρυνε από τον γοητευτικό κόσμο τους – έναν κόσμο που μυρίζει ακόμη άγρια ρίγανη.
Αναφέρομαι στις γιαγιάδες με τα μικρά εστιατόρια και τα καφενεδάκια, που περιμένουν τους τουρίστες σε χωριά μισογκρεμισμένα, σε στροφές δρόμων ταλαιπωρημένων από τις κατολισθήσεις, σε πλατείες με πλατάνους που, αν κάποτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα φιλοξενούν ψωραλέες γάτες και έναν-δυο γέροντες που μετράνε τις ώρες (που δεν περνούν) ως το επόμενο ξημέρωμα.
Γιαγιάδες που σε καλοδέχονται σαν να είσαι το εγγόνι που έχουν να δουν καιρό, που σου τηγανίζουν φρεσκοκομμένες πατάτες στο πετρογκάζ (άλλη γεύση!), σου σερβίρουν τα καλύτερα κεφτεδάκια που έχεις δοκιμάσει, και σαλάτα από τον κήπο τους, και ψωμί που μυρίζει προζύμι, και γλυκό του κουταλιού που έφτιαξαν οι ίδιες...
Τις θαυμάσιες αυτές γυναίκες ξαναβρήκα κατά τη διάρκεια οδοιπορικού στην ελληνική επαρχία. Για να ξαναθυμηθώ όχι μόνο ότι η ντομάτα έχει γεύση, αλλά και ότι η φιλοξενία είναι πράξη που συγκινεί. Αυτά, ως τη στιγμή του λογαριασμού. Τότε, οι φιλόξενες γιαγιάδες και οι παππούδες-σύζυγοί τους, που βοηθούσαν την κατάσταση κάνοντας τους σερβιτόρους, αποκαλύπτονταν ως δεινοί φοροφυγάδες. Είναι ζήτημα αν, μέσα σε 15 ημέρες ταξιδιού, με διαρκείς στάσεις σε μικρά εστιατόρια, μάζεψα δύο-τρεις νόμιμες αποδείξεις.
Ολες οι υπόλοιπες μπακαλόχαρτα ήταν, με χειρόγραφη την παραγγελία και τη σούμα: «Πατάτε 2 ευρό, χοριάτικη 2,50, κεφτέδες 3». «Πρέπει να τις ζητάμε» επέμειναν στην αρχή οι συνταξιδιώτες μου. Τι να ζητήσεις, όμως, από τη μαυροντυμένη κυριούλα με το καλοκάγαθο χαμόγελο, που και δεν υπερτιμολογεί την τυροκαυτερή και σε τρατάρει το γλυκό στο τέλος; «Είδες την ύπουλη; Φέρνει την ώρα της πληρωμής το βύσσινο και σε μπλοκάρει, δεν μπορείς ενώ σε κερνά να της κάνεις παρατήρηση που δεν κόβει απόδειξη...» παρατήρησε η Αννα. Και η παράδοση απέκτησε άρωμα φοροδιαφυγής. Και η κουτοπόνηρη γιαγιά με την πεντανόστιμη τηγανιά μπήκε στον κατάλογο με τους... εχθρούς της πατρίδας.
Οχι μόνο αυτή. Από δίπλα κάτι παντρεμένες με Ελληνες Βορειοευρωπαίες που διατηρούν εστιατόρια στην επαρχία – τελικά δεν είναι λίγες. Οι οποίες, μπορεί να πρόσθεσαν στους κεφτέδες εστραγκόν και κουρκουμά, μπορεί να έφεραν αύρα Βιέννης, Στοκχόλμης και Παρισίων στο «έρημο το φτωχοχώρι» με τις πειραγμένες σαλάτες τους, αλλά την ώρα της πληρωμής ξέχασαν και τη Μέρκελ και τις ηθικές αρχές με τις οποίες τις ανατρέφει. Εβγαλαν με τη σειρά τους το κέρασμά τους, μαστίχα Χίου επέλεγαν συνήθως ως πιο... γκουρμεδιάρες από τις γιαγιάδες με το λικέρ από κράνα, έλειπε όμως εκείνο που θα το έκανε πραγματικά απολαυστικό: η νόμιμη απόδειξη. «Κατά τα άλλα, οι μουλάρες οι... φοροδιαφυγούδες βρίζουν την Ελλάδα, ζητάνε να την πετάξουν από το ευρώ και μας κάνουν μαθήματα σωστής συμπεριφοράς», σχολιάσαμε, έχοντας επιβεβαιώσει ότι το καυτό θέμα των αποδείξεων δεν αφορά μόνο την Αθήνα και κάτι υπερτουριστικούς προορισμούς όπως η Μύκονος, αλλά και τις καλύβες με τον ξυλόφουρνο στα δάση και στις ραχούλες, όποια εθνικότητα και αν τις λειτουργεί, όσο ηλικιωμένη και χαροκαμένη και αν είναι η μαγείρισσα. Οσο για τις δικαιολογίες του στυλ «η γιαγιά παίρνει σύνταξη της πείνας», απλώς δεν επιτρέπονται.
Ειδικά σήμερα που και με την... ευγενική συνδρομή κάτι τέτοιων γιαγιάδων (και των γέρων τους, που έκαναν την επιχορήγηση για τα σπαρτά δίπατη βιλίτσα για την κόρη και τζιπ 4 x 4 για να πηγαίνει πιο γρήγορα ο γιος στο σκυλάδικο της παρακείμενης κωμόπολης) έχουν γίνει οι δικοί μας μισθοί μισθοί της πείνας. «Την ευθύνη την έχει το κράτος» επιμένει ο Δημήτρης. Ατομική ευθύνη, όμως, δεν υπάρχει πουθενά και σε τίποτε;
Υπάρχει ο κύριος που συναντήσαμε σε μια καφετέρια παρά θίν’ αλός: «Τα παράτησα όλα στην Αθήνα, έκανα αυτό εδώ το μαγαζάκι και ηρέμησα. Καθήστε εσείς, κορόιδα, μέσα στον βόθρο» είπε την ώρα που μας έφερνε τους καφέδες. Βεβαίως, αν εκείνος ηρέμησε, εμείς φύγαμε (με προορισμό τον... βόθρο) καταεκνευρισμένοι: απόδειξη γιοκ. Ούτε για εμάς ούτε για τρεις υπαλλήλους του Λιμενικού που τον χαιρέτησαν με το μικρό του όνομα και παρήγγειλαν φραπέδες. «Ιδού το... κράτος που θα επιβάλει την τάξη» στράφηκα προς τον Δημήτρη.
Πικρογελάσαμε και κατευθυνθήκαμε στο απέναντι βενζινάδικο, παίζοντας το αγαπημένο μας παιχνίδι: «Θα δώσει απόδειξη ο βενζινάς ή θα αναγκαστούμε να ζητήσουμε;». Φαντάζομαι γνωρίζετε ήδη την απάντηση.
Εγώ απλώς καταθέτω τα αριθμητικά συμπεράσματα: κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας γεμίσαμε δέκα φορές το ντεπόζιτο – τον αχόρταγο είχε! Απόδειξη μας έδωσαν οικειοθελώς μόνο μία φορά. Τις υπόλοιπες χρειάστηκε να τη ζητήσουμε.
Παρεμπιπτόντως, θυμάται κανένας εκεί, στην υπερήφανη επαρχία, την καμπάνια του υπουργείου Οικονομικών για το έτος 1992, με τον τίτλο «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη», η οποία ρωτούσε «μέχρι πότε θα ανέχεστε να ζουν σε βάρος σας οι φοροφυγάδες»; Ή τότε δεν έπιαναν τα κανάλια;
Τώρα που πιάνουν, μήπως να την ξαναπροβάλουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου