Το ΚΕ.Π.ΚΑ. - Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών διεξήγαγε έρευνα, για να διαπιστώσει πόσο σημαντική, για τους καταναλωτές, είναι η αναγραφή της χώρας προέλευσης, στη σήμανση των τροφίμων. Στην έρευνα, συμμετείχαν 1556 καταναλωτές, από όλη την Ελλάδα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε, το χρονικό διάστημα 1/9/2012-30/9/2012, μέσω ερωτηματολόγιου, που αναρτήθηκε, στην ιστοσελίδα του ΚΕ.Π.ΚΑ. και εκτυπώθηκε, για όσους δεν είχαν πρόσβαση, στο internet. 98% των ερωτηματολογίων συμπληρώθηκαν, ηλεκτρονικά και 2% συμπληρώθηκαν, γραπτώς. Το πλήρες κείμενο της έρευνας είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΚΕ.Π.ΚΑ. στην κατηγορία «Υποστήριξη» και υποκατηγορία «Αρχείο Ερευνών».
Στις 15 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε Συνέντευξη Τύπου, όπου και ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι:
1. Η πλειοψηφία των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 19% και αρκετά σημαντική: 44%) δίνει μεγάλη σημασία, στην εμφάνιση. Όμως, η εμφάνιση, πολύ συχνά, δε συμβαδίζει, με την ποιότητα των προϊόντων π.χ. βιολογικά φρούτα - λαχανικά και συμβατικά. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση, στα συσκευασμένα τρόφιμα, όπου η συσκευασία μας κάνει να αγοράζουμε «με τα μάτια» χωρίς, να υπολογίζουμε άλλους πιο σοβαρούς παράγοντες.
2. Η τιμή είναι πάρα πολύ σημαντική, σχεδόν για το σύνολο των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 60% και αρκετά σημαντική: 37%). Η οικονομική κρίση φαίνεται να ανήγαγε την τιμή σε σημαντικό παράγοντα επιλογής τροφίμων.
3. Η σχέση του καταναλωτή, με τα επώνυμα προϊόντα, υποχωρεί, λόγω κρίσης. Ενώ, σε παλαιότερες έρευνες του ΚΕ.Π.ΚΑ., 3 στους 4 καταναλωτές δήλωναν ότι επέλεγαν επώνυμα προϊόντα, σήμερα, 2 στους 4 δηλώνουν ότι δε θεωρούν τη μάρκα αρκετά σημαντικό λόγο, για να επιλέξουν ένα προϊόν (όχι αρκετά σημαντική: 40% και καθόλου σημαντική: 11%).
4. Περισσότεροι από 9 στους 10 καταναλωτές (πολύ σημαντική: 62% και αρκετά σημαντική: 30%) πιστεύουν ότι η προέλευση των τροφίμων τους είναι βασικό κριτήριο, για τις αγορές τους.
5. Η γεύση θεωρείται σημαντικό κριτήριο, για τις αγορές, από το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 78% και αρκετά σημαντική: 20%).
6. Όσον αφορά την άνεση, κατά τη διάρκεια των αγορών μας, οι απόψεις είναι αρκετά μοιρασμένες. Η πλειοψηφία των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 23% και αρκετά σημαντική: 38%) θεωρεί την άνεση σημαντικό παράγοντα αλλά και ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό (όχι αρκετά σημαντική: 26% και καθόλου σημαντική: 7%) δεν επηρεάζεται, από την ευκολία, στα ψώνια.
7. Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται, προς πιο υγιεινά τρόφιμα (πολύ σημαντική: 37% και αρκετά σημαντική: 38%), δηλαδή τρόφιμα, με χαμηλά λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη, γεγονός που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, σήμερα, ειδικά με την κρίση, γιατί, σε περιόδους κρίσης, έχει παρατηρηθεί, στο παρελθόν, στροφή, προς πιο ανθυγιεινά τρόφιμα, που είναι πιο φτηνά.
8. 9 στους 10 καταναλωτές (πολύ σημαντική: 72% και αρκετά σημαντική: 19%) θεωρούν ότι η ημερομηνία λήξης είναι πολύ σημαντική, για να επιλέξουν ένα τρόφιμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2000/13ΕΚ, όλα τα τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνουν, στη σήμανσή τους, την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας (ανάλωση κατά προτίμηση πριν από… ), εκτός από τα τρόφιμα, που είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, στα οποία πρέπει να αναγράφεται η τελική ημερομηνία κατανάλωσης («ημερομηνία λήξης»). Βέβαια η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, όπως αναγράφεται, σήμερα, είναι αμφίβολο, αν γίνεται κατανοητή, από τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα να πετάμε περισσότερα τρόφιμα. Επιπλέον, υπάρχουν τρόφιμα, που, ενώ δεν είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, αναφέρουν τελική ημερομηνία κατανάλωσης. Για κάποια τρόφιμα, μπορεί να παραταθεί η διάρκεια ζωής, αν συντηρηθούν, σωστά (ψύξη, κατάψυξη, ξηρό και στεγνό περιβάλλον κ.λπ.).
9. Οι καταναλωτές δίνουν μοιρασμένες απαντήσεις όσον αφορά τα βιολογικά προϊόντα. Λίγο πιο πάνω από τους μισούς (πολύ σημαντική: 20% και αρκετά σημαντική: 31%) θεωρούν σημαντικό κριτήριο, για τις αγορές τους, το τρόφιμο να είναι βιολογικό. Εδώ, θα πρέπει να εξετάσουμε τις τιμές των βιολογικών προϊόντων, την αξιοπιστία της πιστοποίησής τους και τη δυνατότητα πρόσβασης, στα βιολογικά προϊόντα.
10. 84% των καταναλωτών δε θέλουν γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, στο πιάτο τους.
11. Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι η τιμή, η προέλευση, η γεύση και η ημερομηνία λήξης είναι τα βασικότερα κριτήρια, για την αγορά ενός τροφίμου.
12. Όσον αφορά την αναγραφή της χώρας προέλευσης, για το κρέας (πολύ σημαντική: 87% και αρκετά σημαντική: 11%), για το ψάρι (πολύ σημαντική: 86% και αρκετά σημαντική: 11%), για το γάλα (πολύ σημαντική: 86% και αρκετά σημαντική: 11%), για τα γαλακτοκομικά και τα τυροκομικά (πολύ σημαντική: 83% και αρκετά σημαντική: 14%), για τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά (πολύ σημαντική: 85% και αρκετά σημαντική: 12%), σχεδόν το σύνολο των καταναλωτών θεωρούν σημαντική αυτή την πληροφορία. Το τοπίο διαφοροποιείται, ελαφρά, για τα επεξεργασμένα προϊόντα φρούτων και λαχανικών (πολύ σημαντική: 70% και αρκετά σημαντική: 21%), για τα άλλα βασικά τρόφιμα (πολύ σημαντική: 63% και αρκετά σημαντική: 23%) και για τον καφέ και το τσάι (πολύ σημαντική: 50% και αρκετά σημαντική: 26%). Εδώ, καταδεικνύεται η ανάγκη αναγραφής της χώρας προέλευσης, στα τρόφιμα και αυτός είναι ένας αγώνας, που δίνουμε, εδώ και χρόνια, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
13. Οι λόγοι για τους οποίους οι καταναλωτές θεωρούν σημαντική την αναγραφή της χώρα προέλευσης είναι: το 61% για λόγους ποιότητας, το 71% για ασφάλεια, το 52% για λόγους ηθικής, το 36% απλά θέλει να ξέρει και το 35% για προστασία του περιβάλλοντος. 9 στους 100 καταναλωτές δηλώνουν ότι επιθυμούν την αναγραφή της χώρας προέλευσης για εθνικούς λόγους. Το πρόβλημα, βέβαια, βρίσκεται, στο πως διακρίνουμε τα ελληνικά προϊόντα. Σίγουρα, όχι από τις ελληνικές σημαίες, τους ισχυρισμούς, ή τον αριθμό 520, στο barcode.
14. 60 στους 100 καταναλωτές θέλουν να αναγράφεται η ακριβής χώρα προέλευσης και 37 στους 100 καταναλωτές θέλουν να αναγράφεται και η ακριβής περιοχή. Μόνο 3 στους 100 είναι ικανοποιημένοι, με την σήμανση «προϊόν της Ε.Ε.».
15. Η σήμανση της χώρας προέλευσης καθορίζεται, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013, από τις Κ.Υ.Α. 28243/2009, 282441/2009 και 312898/2009 και μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, από την Κ.Υ.Α. 412/8932/2012. Σύμφωνα με αυτές, ελληνικό είναι το κρέας, που προέρχεται, από ζώο, που γεννήθηκε, εκτράφηκε και σφάχτηκε, στην Ελλάδα, ή απλά, γεννήθηκε στην Ελλάδα, όταν το κρέας είναι βόειο, χοιρινό ή αιγοπρόβειο. Για το κρέας των πουλερικών και των κουνελιών, η σήμανση ελληνικό σημαίνει ότι έχουν σφαγεί, στην Ελλάδα, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013. Το ίδιο ισχύει, για τα κουνέλια και μετά την 1 Ιανουαρίου 2014. Τα πουλερικά, για να φέρουν σήμανση ελληνικό, μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, πρέπει να έχουν εκτραφεί, στην Ελλάδα, ή να έχουν γεννηθεί και σφαγεί στην Ελλάδα. Μόνο 4 στους 10 καταναλωτές απάντησαν, σωστά, στην ερώτηση: «Εάν αγοράζετε νωπό κρέας και η χώρα προελεύσεως είναι «Ελλάς», τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτό;».
16. 9 στους 10 καταναλωτές απάντησαν, σωστά, στην ερώτηση: «Εάν αγοράζετε ένα επεξεργασμένο τρόφιμο, από κρέας (π.χ. ζαμπόν, λουκάνικα, σαλάμι, μπέικον, κ.λπ.) και η χώρα προέλευσης είναι «Ελλάς» τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτό;». Με βάση τον Κανονισμό ΕΚ/853/2004, για τα μεταποιημένα προϊόντα, με βάση το κρέας, ως χώρα παραγωγής θεωρείται η χώρα, όπου παράγεται το προϊόν, ή η χώρα, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία επεξεργασία/μεταποίηση/διεργασία.
17. Περισσότεροι από 8 στους 10 καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν τόσο το που εκτράφηκε το ζώο από το οποίο προήλθαν τα προϊόντα κρέατος, όσο και το που έγινε η επεξεργασία του κρέατος.
18. Η σήμανση της χώρας προέλευσης σε μαρμελάδες, γλυκά κουταλιού κ.λπ., καθορίζεται, από τον Κανονισμό ΕΟΚ 2913/1992 και τον Κανονισμό ΕΕ/169/2011. Σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς, η αναγραφή της χώρας καταγωγής, π.χ. «Ελλάς», στην επισήμανση προϊόντος γλυκό του κουταλιού, χωρίς καμία άλλη ένδειξη, που να προσδιορίζει τη χώρα καταγωγής του πρωταρχικού συστατικού, σημαίνει ότι η τελευταία ουσιώδης μεταποίηση του προϊόντος έγινε, στην Ελλάδα, από πρωταρχική πρώτη ύλη ελληνικής προέλευσης. Εάν, στην παραγωγή του γλυκού μεσολάβησαν δύο, ή περισσότερες χώρες, το προϊόν κατάγεται, από τη χώρα, στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση, ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη, για το σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε, στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος, ή ενός προϊόντος, που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται, επίσης, η χώρα καταγωγής, ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού, ή να αναφέρεται ότι η χώρα καταγωγής, ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού είναι διαφορετικός, από αυτόν του τροφίμου. Περισσότεροι από 9 στους 10 καταναλωτές πιστεύουν ότι, απλά, το φρούτο έγινε γλυκό του κουταλιού, στην Ελλάδα.
19. Και πάλι 8 στους 10 καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν τόσο το που καλλιεργήθηκαν τα φρούτα και τα λαχανικά, όσο και το που έγινε η επεξεργασία τους, για να παραχθεί το τελικό προϊόν.
Παρότι σχεδόν 9 στους 10 καταναλωτές θεωρούν πολύ σημαντική τη σήμανση χώρας προέλευσης, όταν αγοράζουν κρέας, ή προϊόντα κρέατος και περίπου 7 στους 10 καταναλωτές θεωρούν αυτή τη σήμανση σημαντική, όταν αγοράζουν φρούτα και λαχανικά, ή προϊόντα τους, η έρευνα έδειξε ότι οι καταναλωτές δε γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη «Ελλάς», πάνω σε αυτά τα προϊόντα. Βεβαίως, είναι σίγουρο ότι η ευθύνη δεν ανήκει στους καταναλωτές. Υπάρχουν πάρα πολλοί νόμοι, οι οποίοι ταυτόχρονα, είναι και δυσνόητοι και με πολλές εξαιρέσεις. Το γεγονός, αυτό σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης των καταναλωτών, έχει ως αποτέλεσμα και τη μη κατανόηση της σήμανσης των προϊόντων, που αγοράζουν. Π.χ. σύμφωνα με το άρθρο 188 του νόμου 4072/2012: «Στα μεταποιημένα φυσικά προϊόντα, για την απονομή του ελληνικού σήματος, πρέπει ποσοστό της μάζας των συστατικών τους ή της μάζας της βασικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται να προέρχεται από την Ελλάδα. Με τον κανονισμό απονομής καθορίζεται για κάθε κατηγορία προϊόντος, συγκεκριμένα το ποσοστό επί της μάζας του κάθε επί μέρους συστατικού ή της βασικής πρώτης ύλης. Με τον κανονισμό μπορεί να εισάγονται εξαιρέσεις από το κριτήριο αυτό στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. για πρώτες ύλες που δεν υπάρχουν ή δεν είναι δυνατόν να παραχθούν στην Ελληνική Επικράτεια ή παράγονται σε μη επαρκείς ποσότητες.
Β. για προϊόντα, η ελληνικότητα των οποίων συνίσταται στον παραδοσιακό ή τον ιδιαίτερο τρόπο παρασκευής και επεξεργασίας τους.
Γ. επίσης, μπορεί να εισάγονται προσωρινές εξαιρέσεις από το κριτήριο, εφόσον παρουσιάζεται έλλειψη σε συγκεκριμένη πρώτη ύλη, που οφείλεται σε αντικειμενικά, έκτακτα και εξαιρετικά γεγονότα, όπως ενδεικτικά φυσικές καταστροφές ή κακές καιρικές συνθήκες».
Δηλαδή, με βάση αυτό το νόμο, αν ένα γιαούρτι παραχθεί, με γάλα βέλγικο, στην Ελλάδα, θα είναι ελληνικό προϊόν, εφόσον το νωπό γάλα δεν επαρκεί και για παρασκευή γιαουρτιών.
Ζητούμε, λοιπόν, τόσο από την Ελληνική Πολιτεία, όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
1. Να εφαρμοστεί η σήμανση της χώρας προέλευσης, τόσο για τα νωπά τρόφιμα, όσο και για τα επεξεργασμένα, με ταυτόχρονη σήμανση και των συστατικών των επεξεργασμένων τροφίμων.
2. Η σήμανση των τροφίμων πρέπει να είναι απλή, κατανοητή, να αποφεύγονται όροι, που μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση, στον καταναλωτή, όπως π.χ. παράγεται, παρασκευάζεται, συσκευάζεται.
3. H νομοθεσία, για τη σήμανση των τροφίμων, να βασίζεται, στον κανόνα και όχι στις εξαιρέσεις και στα παραθυράκια, που, τελικά, γίνονται κανόνας.
4. Να εφαρμοστεί η νομοθεσία, να επιβληθούν αυστηρότατες κυρώσεις, στους παραβάτες, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, στην αγορά και στους μηχανισμούς ελέγχου της.
Στις 15 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε Συνέντευξη Τύπου, όπου και ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι:
1. Η πλειοψηφία των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 19% και αρκετά σημαντική: 44%) δίνει μεγάλη σημασία, στην εμφάνιση. Όμως, η εμφάνιση, πολύ συχνά, δε συμβαδίζει, με την ποιότητα των προϊόντων π.χ. βιολογικά φρούτα - λαχανικά και συμβατικά. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση, στα συσκευασμένα τρόφιμα, όπου η συσκευασία μας κάνει να αγοράζουμε «με τα μάτια» χωρίς, να υπολογίζουμε άλλους πιο σοβαρούς παράγοντες.
2. Η τιμή είναι πάρα πολύ σημαντική, σχεδόν για το σύνολο των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 60% και αρκετά σημαντική: 37%). Η οικονομική κρίση φαίνεται να ανήγαγε την τιμή σε σημαντικό παράγοντα επιλογής τροφίμων.
3. Η σχέση του καταναλωτή, με τα επώνυμα προϊόντα, υποχωρεί, λόγω κρίσης. Ενώ, σε παλαιότερες έρευνες του ΚΕ.Π.ΚΑ., 3 στους 4 καταναλωτές δήλωναν ότι επέλεγαν επώνυμα προϊόντα, σήμερα, 2 στους 4 δηλώνουν ότι δε θεωρούν τη μάρκα αρκετά σημαντικό λόγο, για να επιλέξουν ένα προϊόν (όχι αρκετά σημαντική: 40% και καθόλου σημαντική: 11%).
4. Περισσότεροι από 9 στους 10 καταναλωτές (πολύ σημαντική: 62% και αρκετά σημαντική: 30%) πιστεύουν ότι η προέλευση των τροφίμων τους είναι βασικό κριτήριο, για τις αγορές τους.
5. Η γεύση θεωρείται σημαντικό κριτήριο, για τις αγορές, από το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 78% και αρκετά σημαντική: 20%).
6. Όσον αφορά την άνεση, κατά τη διάρκεια των αγορών μας, οι απόψεις είναι αρκετά μοιρασμένες. Η πλειοψηφία των καταναλωτών (πολύ σημαντική: 23% και αρκετά σημαντική: 38%) θεωρεί την άνεση σημαντικό παράγοντα αλλά και ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό (όχι αρκετά σημαντική: 26% και καθόλου σημαντική: 7%) δεν επηρεάζεται, από την ευκολία, στα ψώνια.
7. Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται, προς πιο υγιεινά τρόφιμα (πολύ σημαντική: 37% και αρκετά σημαντική: 38%), δηλαδή τρόφιμα, με χαμηλά λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη, γεγονός που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, σήμερα, ειδικά με την κρίση, γιατί, σε περιόδους κρίσης, έχει παρατηρηθεί, στο παρελθόν, στροφή, προς πιο ανθυγιεινά τρόφιμα, που είναι πιο φτηνά.
8. 9 στους 10 καταναλωτές (πολύ σημαντική: 72% και αρκετά σημαντική: 19%) θεωρούν ότι η ημερομηνία λήξης είναι πολύ σημαντική, για να επιλέξουν ένα τρόφιμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2000/13ΕΚ, όλα τα τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνουν, στη σήμανσή τους, την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας (ανάλωση κατά προτίμηση πριν από… ), εκτός από τα τρόφιμα, που είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, στα οποία πρέπει να αναγράφεται η τελική ημερομηνία κατανάλωσης («ημερομηνία λήξης»). Βέβαια η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, όπως αναγράφεται, σήμερα, είναι αμφίβολο, αν γίνεται κατανοητή, από τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα να πετάμε περισσότερα τρόφιμα. Επιπλέον, υπάρχουν τρόφιμα, που, ενώ δεν είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, αναφέρουν τελική ημερομηνία κατανάλωσης. Για κάποια τρόφιμα, μπορεί να παραταθεί η διάρκεια ζωής, αν συντηρηθούν, σωστά (ψύξη, κατάψυξη, ξηρό και στεγνό περιβάλλον κ.λπ.).
9. Οι καταναλωτές δίνουν μοιρασμένες απαντήσεις όσον αφορά τα βιολογικά προϊόντα. Λίγο πιο πάνω από τους μισούς (πολύ σημαντική: 20% και αρκετά σημαντική: 31%) θεωρούν σημαντικό κριτήριο, για τις αγορές τους, το τρόφιμο να είναι βιολογικό. Εδώ, θα πρέπει να εξετάσουμε τις τιμές των βιολογικών προϊόντων, την αξιοπιστία της πιστοποίησής τους και τη δυνατότητα πρόσβασης, στα βιολογικά προϊόντα.
10. 84% των καταναλωτών δε θέλουν γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, στο πιάτο τους.
11. Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι η τιμή, η προέλευση, η γεύση και η ημερομηνία λήξης είναι τα βασικότερα κριτήρια, για την αγορά ενός τροφίμου.
12. Όσον αφορά την αναγραφή της χώρας προέλευσης, για το κρέας (πολύ σημαντική: 87% και αρκετά σημαντική: 11%), για το ψάρι (πολύ σημαντική: 86% και αρκετά σημαντική: 11%), για το γάλα (πολύ σημαντική: 86% και αρκετά σημαντική: 11%), για τα γαλακτοκομικά και τα τυροκομικά (πολύ σημαντική: 83% και αρκετά σημαντική: 14%), για τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά (πολύ σημαντική: 85% και αρκετά σημαντική: 12%), σχεδόν το σύνολο των καταναλωτών θεωρούν σημαντική αυτή την πληροφορία. Το τοπίο διαφοροποιείται, ελαφρά, για τα επεξεργασμένα προϊόντα φρούτων και λαχανικών (πολύ σημαντική: 70% και αρκετά σημαντική: 21%), για τα άλλα βασικά τρόφιμα (πολύ σημαντική: 63% και αρκετά σημαντική: 23%) και για τον καφέ και το τσάι (πολύ σημαντική: 50% και αρκετά σημαντική: 26%). Εδώ, καταδεικνύεται η ανάγκη αναγραφής της χώρας προέλευσης, στα τρόφιμα και αυτός είναι ένας αγώνας, που δίνουμε, εδώ και χρόνια, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
13. Οι λόγοι για τους οποίους οι καταναλωτές θεωρούν σημαντική την αναγραφή της χώρα προέλευσης είναι: το 61% για λόγους ποιότητας, το 71% για ασφάλεια, το 52% για λόγους ηθικής, το 36% απλά θέλει να ξέρει και το 35% για προστασία του περιβάλλοντος. 9 στους 100 καταναλωτές δηλώνουν ότι επιθυμούν την αναγραφή της χώρας προέλευσης για εθνικούς λόγους. Το πρόβλημα, βέβαια, βρίσκεται, στο πως διακρίνουμε τα ελληνικά προϊόντα. Σίγουρα, όχι από τις ελληνικές σημαίες, τους ισχυρισμούς, ή τον αριθμό 520, στο barcode.
14. 60 στους 100 καταναλωτές θέλουν να αναγράφεται η ακριβής χώρα προέλευσης και 37 στους 100 καταναλωτές θέλουν να αναγράφεται και η ακριβής περιοχή. Μόνο 3 στους 100 είναι ικανοποιημένοι, με την σήμανση «προϊόν της Ε.Ε.».
15. Η σήμανση της χώρας προέλευσης καθορίζεται, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013, από τις Κ.Υ.Α. 28243/2009, 282441/2009 και 312898/2009 και μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, από την Κ.Υ.Α. 412/8932/2012. Σύμφωνα με αυτές, ελληνικό είναι το κρέας, που προέρχεται, από ζώο, που γεννήθηκε, εκτράφηκε και σφάχτηκε, στην Ελλάδα, ή απλά, γεννήθηκε στην Ελλάδα, όταν το κρέας είναι βόειο, χοιρινό ή αιγοπρόβειο. Για το κρέας των πουλερικών και των κουνελιών, η σήμανση ελληνικό σημαίνει ότι έχουν σφαγεί, στην Ελλάδα, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013. Το ίδιο ισχύει, για τα κουνέλια και μετά την 1 Ιανουαρίου 2014. Τα πουλερικά, για να φέρουν σήμανση ελληνικό, μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, πρέπει να έχουν εκτραφεί, στην Ελλάδα, ή να έχουν γεννηθεί και σφαγεί στην Ελλάδα. Μόνο 4 στους 10 καταναλωτές απάντησαν, σωστά, στην ερώτηση: «Εάν αγοράζετε νωπό κρέας και η χώρα προελεύσεως είναι «Ελλάς», τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτό;».
16. 9 στους 10 καταναλωτές απάντησαν, σωστά, στην ερώτηση: «Εάν αγοράζετε ένα επεξεργασμένο τρόφιμο, από κρέας (π.χ. ζαμπόν, λουκάνικα, σαλάμι, μπέικον, κ.λπ.) και η χώρα προέλευσης είναι «Ελλάς» τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτό;». Με βάση τον Κανονισμό ΕΚ/853/2004, για τα μεταποιημένα προϊόντα, με βάση το κρέας, ως χώρα παραγωγής θεωρείται η χώρα, όπου παράγεται το προϊόν, ή η χώρα, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία επεξεργασία/μεταποίηση/διεργασία.
17. Περισσότεροι από 8 στους 10 καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν τόσο το που εκτράφηκε το ζώο από το οποίο προήλθαν τα προϊόντα κρέατος, όσο και το που έγινε η επεξεργασία του κρέατος.
18. Η σήμανση της χώρας προέλευσης σε μαρμελάδες, γλυκά κουταλιού κ.λπ., καθορίζεται, από τον Κανονισμό ΕΟΚ 2913/1992 και τον Κανονισμό ΕΕ/169/2011. Σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς, η αναγραφή της χώρας καταγωγής, π.χ. «Ελλάς», στην επισήμανση προϊόντος γλυκό του κουταλιού, χωρίς καμία άλλη ένδειξη, που να προσδιορίζει τη χώρα καταγωγής του πρωταρχικού συστατικού, σημαίνει ότι η τελευταία ουσιώδης μεταποίηση του προϊόντος έγινε, στην Ελλάδα, από πρωταρχική πρώτη ύλη ελληνικής προέλευσης. Εάν, στην παραγωγή του γλυκού μεσολάβησαν δύο, ή περισσότερες χώρες, το προϊόν κατάγεται, από τη χώρα, στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση, ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη, για το σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε, στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος, ή ενός προϊόντος, που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται, επίσης, η χώρα καταγωγής, ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού, ή να αναφέρεται ότι η χώρα καταγωγής, ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού είναι διαφορετικός, από αυτόν του τροφίμου. Περισσότεροι από 9 στους 10 καταναλωτές πιστεύουν ότι, απλά, το φρούτο έγινε γλυκό του κουταλιού, στην Ελλάδα.
19. Και πάλι 8 στους 10 καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν τόσο το που καλλιεργήθηκαν τα φρούτα και τα λαχανικά, όσο και το που έγινε η επεξεργασία τους, για να παραχθεί το τελικό προϊόν.
Παρότι σχεδόν 9 στους 10 καταναλωτές θεωρούν πολύ σημαντική τη σήμανση χώρας προέλευσης, όταν αγοράζουν κρέας, ή προϊόντα κρέατος και περίπου 7 στους 10 καταναλωτές θεωρούν αυτή τη σήμανση σημαντική, όταν αγοράζουν φρούτα και λαχανικά, ή προϊόντα τους, η έρευνα έδειξε ότι οι καταναλωτές δε γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη «Ελλάς», πάνω σε αυτά τα προϊόντα. Βεβαίως, είναι σίγουρο ότι η ευθύνη δεν ανήκει στους καταναλωτές. Υπάρχουν πάρα πολλοί νόμοι, οι οποίοι ταυτόχρονα, είναι και δυσνόητοι και με πολλές εξαιρέσεις. Το γεγονός, αυτό σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης των καταναλωτών, έχει ως αποτέλεσμα και τη μη κατανόηση της σήμανσης των προϊόντων, που αγοράζουν. Π.χ. σύμφωνα με το άρθρο 188 του νόμου 4072/2012: «Στα μεταποιημένα φυσικά προϊόντα, για την απονομή του ελληνικού σήματος, πρέπει ποσοστό της μάζας των συστατικών τους ή της μάζας της βασικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται να προέρχεται από την Ελλάδα. Με τον κανονισμό απονομής καθορίζεται για κάθε κατηγορία προϊόντος, συγκεκριμένα το ποσοστό επί της μάζας του κάθε επί μέρους συστατικού ή της βασικής πρώτης ύλης. Με τον κανονισμό μπορεί να εισάγονται εξαιρέσεις από το κριτήριο αυτό στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. για πρώτες ύλες που δεν υπάρχουν ή δεν είναι δυνατόν να παραχθούν στην Ελληνική Επικράτεια ή παράγονται σε μη επαρκείς ποσότητες.
Β. για προϊόντα, η ελληνικότητα των οποίων συνίσταται στον παραδοσιακό ή τον ιδιαίτερο τρόπο παρασκευής και επεξεργασίας τους.
Γ. επίσης, μπορεί να εισάγονται προσωρινές εξαιρέσεις από το κριτήριο, εφόσον παρουσιάζεται έλλειψη σε συγκεκριμένη πρώτη ύλη, που οφείλεται σε αντικειμενικά, έκτακτα και εξαιρετικά γεγονότα, όπως ενδεικτικά φυσικές καταστροφές ή κακές καιρικές συνθήκες».
Δηλαδή, με βάση αυτό το νόμο, αν ένα γιαούρτι παραχθεί, με γάλα βέλγικο, στην Ελλάδα, θα είναι ελληνικό προϊόν, εφόσον το νωπό γάλα δεν επαρκεί και για παρασκευή γιαουρτιών.
Ζητούμε, λοιπόν, τόσο από την Ελληνική Πολιτεία, όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
1. Να εφαρμοστεί η σήμανση της χώρας προέλευσης, τόσο για τα νωπά τρόφιμα, όσο και για τα επεξεργασμένα, με ταυτόχρονη σήμανση και των συστατικών των επεξεργασμένων τροφίμων.
2. Η σήμανση των τροφίμων πρέπει να είναι απλή, κατανοητή, να αποφεύγονται όροι, που μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση, στον καταναλωτή, όπως π.χ. παράγεται, παρασκευάζεται, συσκευάζεται.
3. H νομοθεσία, για τη σήμανση των τροφίμων, να βασίζεται, στον κανόνα και όχι στις εξαιρέσεις και στα παραθυράκια, που, τελικά, γίνονται κανόνας.
4. Να εφαρμοστεί η νομοθεσία, να επιβληθούν αυστηρότατες κυρώσεις, στους παραβάτες, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, στην αγορά και στους μηχανισμούς ελέγχου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου