Επειτα απο τριάντα οκτώ χρόνια λειτουργίας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας τα γνωρίσματα της σημερινής κατάστασης είναι τα εξής: α) οι πολιτειακοί θεσμοί δείχνουν ανήμποροι να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, β) τα κυρίαρχα κόμματα αποσυντίθενται και μεταλλάσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, γ) το κομματικό σύστημα κινείται προς την κατεύθυνση του ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού, δ) οι πολιτικές ηγεσίες ανίκανες να διασφαλίσουν την ευημερία των πολιτών δείχνουν αμήχανες και εγκλωβισμένες σε ξεπερασμένες πρακτικές, ε) οι πολίτες εκδηλώνουν πρωτοφανή οργή απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, και στ) το κράτος αδυνατεί να προστατεύσει τη δημόσια ασφάλεια την ώρα που η δημοκρατική νομιμότητα τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ολοι οι σοβαροί άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως, εφόσον οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν, η επόμενη Βουλή θα συνιστά ένα αξιοθρήνητο θέαμα. Η τελούσα, δικαιολογημένα, σε κατάσταση παράκρουσης ελληνική κοινωνία θα θελήσει ενδεχομένως να τιμωρήσει τους βασικούς πολιτικούς διαχειριστές της προηγούμενης περιόδου, επιλέγοντας οτιδήποτε, ακόμη και το πιο εξωφρενικό. Αντισυστημικά κόμματα και ανεύθυνοι πολιτικοί θα διαγκωνίζονται για το ποιος θα διατυπώσει την πιο αντιευρωπαϊκή και αντιφιλελεύθερη τοποθέτηση. Με έναν μεγάλο αριθμό ακραίων βουλευτών εντός της αίθουσας, ο εκσφενδονισμός αντικειμένων προς τα υπουργικά έδρανα θα αποτελεί το μικρότερο κακό. Το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: θα μπορεί να κυβερνηθεί η χώρα;
Στην πολιτική τα πράγματα δεν μένουν ποτέ στάσιμα· όταν δεν βελτιώνονται, χειροτερεύουν. Οταν, δηλαδή, οι θεσμοί δεν καταφέρνουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της δημοκρατίας, τότε αυτή η τελευταία υποβαθμίζεται και κινδυνεύει αν όχι να καταρρεύσει, σίγουρα πάντως να παρακμάσει. Ο κίνδυνος προέρχεται από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: τον παλαιοκομματισμό και τον λαϊκισμό.
Παλαιοκομματισμός σημαίνει να επιμένεις να μην αντιλαμβάνεσαι πως το πολιτικό σύστημα -και μαζί με αυτό η κυρίαρχη ιδεολογία του, αυτή του συντεχνιακού κρατισμού- είναι υπεύθυνο για την κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα· πως κρίση χρέους σημαίνει σπάταλο κράτος, παντοκρατορία των κομμάτων, διαπλοκή, πελατειακές σχέσεις, εκτεταμένες συντεχνιακές ρυθμίσεις, κλειστή αγορά, αβουλία να αλλάξουν τα πράγματα, ατολμία ανάληψης πολιτικού κόστους. Ο παλαιοκομματισμός είναι ταυτισμένος με το μεγάλο και παρεμβατικό κράτος. Υπονομεύει και αντιστέκεται στις αναγκαίες αλλαγές. Οργανώνει συμφωνίες κάτω από το τραπέζι με συντεχνίες και διαπλέκεται με κάθε ισχυρή ομάδα συμφερόντων.
Ο λαϊκισμός μολύνει διαρκώς και μεγαλύτερα τμήματα του πολιτικού οικοδομήματος της χώρας, κάνοντας ολοένα και πιο αισθητή την κυριαρχία του. Η μετάστασή του σε κάθε δημόσιο θεσμό, κάθε πολιτική πρακτική, κάθε δημόσιο λόγο πραγματοποιείται με τέτοια ταχύτητα, ώστε σε λίγο καιρό, φοβάμαι πως δεν θα υπάρχει επιστροφή.
Ο λαϊκισμός μετατρέπει τους πολίτες σε μια άλογη μάζα που περιφέρεται προς απροσδιόριστες κατευθύνεις, όπως ένα ακυβέρνητο καράβι. Ο λαϊκισμός δημιουργεί προσδοκίες, που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Γι’ αυτό επενδύει στο θυμικό των πολιτών και στον καιροσκοπισμό των πολιτικών ηγεσιών. Τη μια μέρα, για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι συγκεντρώνονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις πλατείες για να βρίσουν το Κοινοβούλιο και τους πολιτικούς και την άλλη παρακαλάνε να αναλάβει τις τύχες της χώρας ένας τεχνοκράτης. Ολοι μαζί καταριούνται τις αλλαγές, που η χώρα οφείλει να πραγματοποιήσει και όλοι μαζί, πάλι, προσεύχονται για την παραμονή μας στο ευρώ. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως το έθνος κινδυνεύει να χάσει τα λογικά του, αν δεν τα έχει χάσει ήδη.
Ο λαϊκισμός μεταλλάσσεται διαρκώς, δημιουργώντας νέες εκδοχές δημαγωγικών ρητορικών που μπορούν να ικανοποιούν όλα τα γούστα και τις επιθυμίες. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, διακήρυττε επί δύο σχεδόν χρόνια, με αποφασιστικό ύφος μάλιστα, πως διέθετε τη συνταγή και είχε τις ικανότητες να την υλοποιήσει άμεσα. Είδαμε τι συνέβη. Η απότομη στροφή που πραγματοποίησε, χρειάστηκε την επίκληση της κομματικής πειθαρχίας και τις διαγραφές από τις βουλευτικές λίστες προκειμένου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτης Κουβέλης, πάλι, με το μειλίχιο ύφος του, έχει πετύχει το ιδανικό για έναν πολιτικό: να εκφράζει αυτό που όλη η χώρα θα ήθελε να ακούσει. Υποστηρίζει ταυτόχρονα την παραμονή στο ευρώ, αλλά αρνείται κάθε αναγκαία αλλαγή είτε αυτή αφορά τις εργασιακές σχέσεις είτε τη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Παρουσιάζεται μια ακόμη εκδοχή του «λεφτά υπάρχουν», που αρκετοί, δυστυχώς, είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν εκ νέου.
Το μεγάλο ζητούμενο όμως είναι να υπερβούμε το επίπεδο των διαπιστώσεων. Οι κρίσιμες στιγμές που ζούμε, ίσως απαιτήσουν να μπει μπροστά εκείνη η εθνική ηγεσία, που θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων εμπνέοντας χωρίς να κολακεύει, συσπειρώνοντας χωρίς να διαιρεί, δίνοντας όραμα χωρίς να δημαγωγεί, μαθαίνοντας, εντέλει, από τα λάθη του παρελθόντος. Μια ηγεσία ικανή να εκφράσει ταυτόχρονα τη φιλοευρωπαϊκή κεντροδεξιά και τμήμα της κεντροαριστεράς. Μια ηγεσία που θα ανασυστήσει το πολιτικό σκηνικό από τα συντρίμμια του. Στη δική μου συνείδηση, μια τέτοια ηγεσία δεν μπορεί να προκύψει από παρθενογένεση ή να συνιστά τον άγνωστο Χ της πολιτικής μας ζωής. Πρέπει να αποτελεί για τους πολλούς ένα αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου