Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Αποκατάσταση και επανάχρηση σαπωνοποιείου στο Πλωμάρι Λέσβου

Το σαπωνοποιείο στο Πλωμάρι
Δείτε πως, σε άλλους Δήμους, γίνεται προσπάθεια επαναχρησιμοποίησης-αξιοποίησης των βιομηχανικών μνημείων εκμεταλλευόμενοι προγράμματα της Ευρωπαικής Ένωσης και την θέληση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Παρόμοια προσπάθεια εχει προταθεί στον Δήμο Λαμιέων, από την Πρωτοβουλία, για την αξιοποίηση των Μύλων Μουζέλη και Κρόκου .

Μύλοι Μουζέλη-Κρόκου στην Λαμία
Το κείμενο αποτελεί σύνοψη της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας με θέμα "Αποκατάσταση και επανάχρηση διατηρητέου σαπωνοποιείου στο Πλωμάρι Λέσβου'', με σκοπό τη στέγαση του «Μουσείου Ναυτικής και Nαυπηγικής Παράδοσης Αιγαίου». Πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού» της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ιστορία του σαπωνοποιείου - Πρόταση αποκατάστασης-επανάχρησης

Ιστορία του σαπωνοποιείου
Το σαπωνοποιείο Ξυπτερά βρίσκεται στο παραλιακό μέτωπο του Πλωμαρίου στην είσοδο του οικισμού από τα ανατολικά, στη συνοικία «Ταρσανάς». Η συνοικία αυτή πήρε το όνομά της από τις ομώνυμες ναυπηγικές εγκαταστάσεις που κατέκλυζαν το παραλιακό της μέτωπο. Το κτήριο αγοράστηκε το 2008 από τον δήμο Πλωμαρίου με στόχο να φιλοξενήσει το «Μουσείο Ναυτικής και Nαυπηγικής Παράδοσης Αιγαίου». Είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ΔΠΕ/5849/11-06-2008 απόφαση.

Το κτήριο είναι γνωστό σήμερα ως ‘‘ραφινερί’’, γιατί υπήρξε το μοναδικό βιομηχανικό κτήριο της εποχής στο Πλωμάρι, στο οποίο γινόταν εξευγενισμός των ελαίων. Κτίστηκε μεταξύ 1860-1880 με αρχικό ιδιοκτήτη τον Ιωάννη Π. Ξυπτερά για να λειτουργήσει ως ελαιοτριβείο. Την εποχή που κατασκευάστηκε το εργοστάσιο, η θάλασσα βρισκόταν σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων από αυτό, καθώς από εκεί γινόταν η διακίνηση των προϊόντων με πλοία προς τις απέναντι ακτές, αλλά και γιατί το νερό αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας παραγωγής. Αρχικά ήταν ισόγειο, ενώ το συνολικό του ύψος μαζί με τη στέγη πρέπει να έφτανε τα 7,90μ. Σε άμεση επαφή προς τα δυτικά πιθανόν να υπήρχε η κατοικία του ιδιοκτήτη, όπως συνηθιζόταν στα ελαιοτριβεία. Σήμερα το κτήριο δεν έχει χρήση ενώ έχει απομακρυνθεί σχεδόν ολόκληρος ο μηχανολογικός του εξοπλισμός.

Η κάτοψή του πλησιάζει το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, σχηματίζοντας μια μικρή προεξοχή σχήματος Γ, με γενικές διαστάσεις 28,50Χ14,00μ. Καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του οικοπέδου και έχει συνολικό εμβαδόν 401,08τ.μ. Το οικόπεδο είναι διαμπερές, με αποτέλεσμα και οι τέσσερις όψεις του να είναι ελεύθερες. Είναι κατασκευασμένο από φέρουσα περιμετρική τοιχοποιία από λιθοδομή με πάχος περιμετρικών τοίχων ισογείου που κυμαίνεται μεταξύ 0,60 και 0,65μ. Η ξύλινη στέγη του κτηρίου έχει καθαιρεθεί και σήμερα καλύπτεται από μεταλλική, με επικάλυψη λαμαρίνας. Όλα τα ανοίγματα στο επάνω τμήμα τους τονίζονται με τοξωτή απόληξη από συμπαγή πλίνθο, πολλά όμως από αυτά έχουν σφραγιστεί με λιθοδομή, πιθανότατα σε μεταγενέστερες φάσεις λειτουργίας του σαπωνοποιείου.

Είναι εμφανής η χρήση οριζόντιων μεταλλικών ελκυστήρων για τη σύνδεση των ξύλινων πατωμάτων με τις τοιχοποιίες. Τα δάπεδα του Α΄ και Β΄ ορόφου έχουν ολοκληρωτικά καθαιρεθεί ή καταστραφεί και σώζονται ως τεκμήρια αυτών τμήματα των ξύλινων δοκών στα σημεία όπου πακτώνονταν οι δοκοί. Σύμφωνα με ίχνος υποστυλώματος που βρέθηκε εσωτερικά, μπορούμε να υποθέσουμε πως στο ισόγειο του κτηρίου υπήρχαν ξύλινα υποστυλώματα επάνω στα οποία εδράζονταν τα δοκάρια του πατώματος των ορόφων.

Τα κυριότερα προβλήματα που εντοπίζονται στο σαπωνοποιείο είναι η υγρασία, με συνέπεια την έντονη διάβρωση των πλίνθων λόγω της άμεσης γειτνίασής του με τη θάλασσα, η απώλεια δομικού υλικού, ρωγμές στη δυτική πλευρά που εκτείνονται από το ισόγειο μέχρι το δεύτερο όροφο αλλά και ρωγμές που παρατηρούνται στα ξύλινα στοιχεία και στις μεταγενέστερες επεμβάσεις στα υπέρθυρα των ανοιγμάτων από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η πληθώρα των επεμβάσεων που δέχτηκε το κτήριο όλα αυτά τα χρόνια επιβάρυναν το σκελετό και την επιμέρους δομή του.

Πρόταση αποκατάστασης - επανάχρησης
Λαμβάνοντας υπόψη πως οι κατασκευαστικές φάσεις του κτηρίου αποτελούν τμήματα ενός συνόλου το οποίο δεν παρέχει αρκετά στοιχεία για ανακατασκευή, επιλέχθηκε να διατηρηθούν οι κυριότερες από αυτές, όπως σκιαγραφούνται επάνω στο δομικό κέλυφος ως πηγή πληροφοριών. Επιλέχθηκε έτσι, η δημιουργία εσωτερικά νέου κελύφους, που αποτελεί επέμβαση άμεσα διακριτή και κατά το δυνατόν αντιστρέψιμη. Η νέα κατασκευή ορίζεται από τρεις ανεξάρτητους μεταλλικούς φορείς, έναν σε κάθε χώρο, όπως αυτοί διαμορφώνονται από τους σωζόμενους εσωτερικούς διαχωριστικούς τοίχους.

Η έκθεση του Μουσείου Ναυτικής και Ναυπηγικής Παράδοσης Αιγαίου θα έχει διαχρονική διάρθρωση και θα καλύπτει το ευρύ θεματολογικό φάσμα της ναυτικής και ναυπηγικής παράδοσης του Αρχιπελάγους. Το περιεχόμενό της θα περιλαμβάνει πρωτίστως υλικά εκθέματα (σκάφη, εξαρτήματα, εργαλεία, μηχανήματα, όργανα, σχέδια, φωτογραφικό και έντυπο υλικό, κ.ά.) και δευτερευόντως ψηφιακό ή συμβατικό εποπτικό υλικό. Σε ένα τμήμα του ισογείου του προτείνεται να φιλοξενηθεί μόνιμη έκθεση της ιστορίας του κτηρίου σε συνδυασμό με το μηχανολογικό εξοπλισμό που σώζεται σήμερα.

Το «Μουσείο Ναυτικής και Ναυπηγικής Παράδοσης Αιγαίου» θα στεγαστεί και στα τρία επίπεδα που διαμορφώνονται εσωτερικά του διατηρητέου κελύφους. Στο ισόγειο, η είσοδος στο μουσείο γίνεται κεντρικά, και το τμήμα του κτηρίου που σώζεται από την Α΄ κατασκευαστική του φάση επιλέχθηκε να στεγάσει τον χώρο ερμηνείας της ιστορίας του, όπου ο επισκέπτης μπορεί μέσω ενημερωτικών πινακίδων να κατατοπιστεί για τον τρόπο λειτουργίας του παλιού βιομηχανικού κτηρίου. Στον τρίτο χώρο, τοποθετούνται δύο μικρά σκάφη ώστε να θυμίζουν αυτά που κατασκευάζονταν στους ταρσανάδες, όταν η περιοχή ήταν αμιγώς βιομηχανική και η θάλασσα έφτανε μπροστά από το κτήριο. Το δεύτερο επίπεδο προτείνεται να φιλοξενήσει στο ένα τμήμα του τον χώρο των γραφείων, του αρχείου αλλά και τους χώρους υγιεινής των επισκεπτών και των χρηστών. Το δεύτερο τμήμα αυτού του επιπέδου, σχεδιάζεται να φιλοξενήσει μέρος της έκθεσης του Μουσείου, με αντικείμενα σχετικά με τη ναυτική παράδοση. Στο επίπεδο αυτό του Α΄ ορόφου σχεδιάζονται δύο αίθρια που ορίζονται από τον κάνναβο των νέων μεταλλικών υποστυλωμάτων, στο τμήμα εκείνο του κτηρίου της Α΄ κατασκευαστικής φάσης. Με τον τρόπο αυτό ο επισκέπτης μπορεί μέσω του «διαδρόμου» που εξασφαλίζεται, να παρατηρήσει τον χώρο του ισογείου όπου βρίσκεται το παλιό σαπωνοκάζανο, ο ατμολέβητας η βάση της καμινάδας.

Όσον αφορά το τρίτο επίπεδο, βασική επιδίωξη του σχεδιασμού ήταν ο επισκέπτης να έχει την αίσθηση ενός χώρου ενιαίου κατά το δυνατόν, σε αντιστοιχία με αυτόν ενός κτηρίου σαπωνοποιείου όπου γινόταν η ξήρανση της ρευστής μάζας του σαπουνιού. Για να μην υπάρξει λοιπόν διάσπαση της ενότητας του χώρου, καθώς υπήρχε η ανάγκη μιας αίθουσας προβολών – σεμιναρίων, σχεδιάστηκε γυάλινο αναδιπλούμενο διάφραγμα που οριοθετεί τον χώρο για την πραγματοποίηση προβολών, ενώ παράλληλα δίνεται η δυνατότητα το τμήμα αυτό να «ανοίξει» στο κοινό ολόκληρο, για τη διεξαγωγή εκδηλώσεων μεγάλης κλίμακας.

Η ίδια γραμμή σαφούς διαχωρισμού νέων και διατηρημένων στοιχείων ακολουθείται και στο σχεδιασμό της νέας στέγης, η οποία προτείνεται να κατασκευαστεί με μεταλλικό φέροντα οργανισμό και επικάλυψη από προοξειδωμένα φύλλα τιτανιούχου ψευδαργύρου. Η επιλογή της επικάλυψης είναι απόρροια, πέραν της επιδίωξης για διακριτότητα των νέων κατασκευών, και της ανάγκης να παραμείνει αδιάσπαστη η υπάρχουσα αρμονία υλικών ποιοτήτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ενεργειακά και περιβαλλοντικά οφέλη από την εφαρμογή των αρχών του ενεργειακού και βιοκλιματικού σχεδιασμού σε υφιστάμενα κτήρια, επιλέχθηκε η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών συστημάτων σε τμήμα της στέγης, καθώς ο νότιος προσανατολισμός σε συνδυασμό με τη θέση του μπροστά στο παραλιακό μέτωπο, θεωρείται ιδιαίτερα ευνοϊκός. Η ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται, θα χρησιμοποιείται για την κάλυψη μέρους των αναγκών του κτηρίου, ενώ οι υπόλοιπες ανάγκες θα καλύπτονται από το ηλεκτρικό δίκτυο.

Η πρόταση αποκατάστασης και επανάχρησης δεν περιορίζεται μόνο στην αποκατάσταση ενός δομικού κελύφους ώστε να εξασφαλιστεί η διάσωσή του, αλλά σε μία πρόταση που εκτός αυτού θα στοχεύει και στην ένταξη του κτηρίου στο σύγχρονο περιβάλλον.


Άννα Πασιά, αρχιτέκτονας μηχανικός-αναστηλώτρια

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

* Πλυτάς Α., Πυρηνελαιουργία, Ραφιναρία, Σαπωνοποιία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2007.
* Σηφουνάκης Ν., Βιομηχανικά κτίρια στη Λέσβο. Ελαιοτριβεία – Σαπωνοποιεία. 19ος και αρχές 20ου αιώνα, ΤΕΔΚ Ν. Λέσβου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986.
* Σιφναίου Ε., Άρωμα Σαπουνιού, Ετικέτες, σφραγίδες και κασετίνες σαπουνιών από σαπωνοποιεία της Λέσβου 1890-1950, Εταιρεία Αρχιπέλαγος, εκδ. Λιβάνη Αθήνα 2002.
* Σιφναίου Ε., Λέσβος, Οικονομική και κοινωνική ιστορία (1840-1912), Δήμος Μυτιλήνης, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα, 1996.
* Σιφναίου Ε., Σηφουνάκης Ν., Κουτσουρίδης Ι., Ενθύμιον Σαπωνοποιίας Λέσβου, Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2002.
* Τάξης Ο. Σ., Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου, Κάιρο 1909. Η φωτομηχανική ανατύπωση έγινε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (τμήμα κοινωνικής ανθρωπολογίας) το 1994.
* I.MC. Aegeans Innovation Services, Έργο: «Δημιουργία Δικτυακού Τόπου Πολιτιστικής Προβολής του Δήμου Πλωμαρίου: Τεκμηρίωση, Ψηφιοποίηση και Προβολή της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Πλωμαρίου», Μάρτιος 2007.


Σύνδεσμοι:
http://pandektis.ekt.gr/
www.plomarion.com
www.e-lesvos.com
www.iera.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου