*Του Άρη Καλαντίδη
Όλοι μας χαιρόμαστε τις καφετέριες και τα εστιατόρια στις πλατείες και τα πεζοδρόμια. Ζωντανεύουν το δημόσιο χώρο, γίνονται τόποι συνάντησης και συναλλαγής – με λίγα λόγια αντιπροσωπεύουν την ίδια τη ζωτικότητα της πόλης.
Παρ όλα αυτά όμως, η άναρχη καταπάτηση του δημόσιου χώρου από τα τραπεζοκαθίσματα μπορεί να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς ελαττώνει τα πεζοδρόμια σε στενές λουρίδες από τις οποίες με το ζόρι περνάει πεζός – κι ούτε συζήτηση φυσικά για παιδικά ή αναπηρικά καροτσάκια.
Πώς μπορούμε λοιπόν να συμβιβάσουμε τα δύο παραπάνω; Η Λισσαβόνα ίσως μας δείχνει μια πιθανή λύση:
Επισκέφτηκα τη Λισσαβόνα για πρώτη μου φορά τον Απρίλιο αυτής της χρονιάς. Θα μπορούσα να γράψω τόμους γι’ αυτήν την υπέροχη πόλη, αλλά εδώ θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ένα πράγμα μόνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: της δημόσιες πλατείες και τα περίπτερα.
Ένα πράγμα που θα παρατηρήσουν αμέσως η επισκέπτες της Λισσαβόνας είναι η ψηλή ποιότητα των πλατειών στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Καλοσχεδιασμένες, καλοσυντηρημένες, ζωντανές, αλλά παρ’όλ’αυτά σχετικά τακτικές. Αυτό όμως που ίσως κάνει περισσότερη εντύπωση είναι τα περίπτερα-καφέ. Ακολουθούν την ίδια σχεδιαστική αρχή, εντάσσονται τέλεια στο χώρο, προσφέρουν ποτά και μικρογεύματα, ενώ τους επιτρέπεται να βγάζουν ένα περιορισμένο αριθμό καθισμάτων.
Τα περίπτερα πρωτοεμφανίζονται στη Λισσαβόνα στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα ως μικρά μαγαζιά (σαν τα Ελληνικά περίπτερα) που πουλούσαν καπνό, εφημερίδες, λαχεία, αναψυκτικά και μικρομεζέδες. Τη δεκαετία του 1980 ο δήμος της Λισσαβόνας, προστατεύοντας την παράδοση, ανακαίνισε τα παλιά περίπτερα, τα μετέτρεψε σε καφέ και τους έδωσε και έναν περιορισμένο περιβάλλοντα χώρο για να βγάλουν τραπεζοκαθίσματα σε υλικό και χρώμα που να ταιριάζει με το περίπτερο. Εκμισθώνονται με διαγωνισμό, ενώ η χρήση και ο σχεδιασμός τους ελέγχονται από το δήμο.
Η Λισσαβόνα μοιάζει να έχει βρει ένα πολύ επιτυχημένο συμβιβασμό: από τη μία έχει αποφύγει την πλήρη εμπορευματοποίηση και καταπάτηση του δημόσιου χώρου, ενώ από την άλλη προσφέρει ελεγχόμενους χώρους εστίασης, που συμβάλλουν και στη ζωντάνια της πόλης και την ποιότητα του δημόσιου χώρου της.
*Ο Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος.
Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στα Αγγλικά στο http://blog.inpolis.com
Όλοι μας χαιρόμαστε τις καφετέριες και τα εστιατόρια στις πλατείες και τα πεζοδρόμια. Ζωντανεύουν το δημόσιο χώρο, γίνονται τόποι συνάντησης και συναλλαγής – με λίγα λόγια αντιπροσωπεύουν την ίδια τη ζωτικότητα της πόλης.
Παρ όλα αυτά όμως, η άναρχη καταπάτηση του δημόσιου χώρου από τα τραπεζοκαθίσματα μπορεί να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς ελαττώνει τα πεζοδρόμια σε στενές λουρίδες από τις οποίες με το ζόρι περνάει πεζός – κι ούτε συζήτηση φυσικά για παιδικά ή αναπηρικά καροτσάκια.
Πώς μπορούμε λοιπόν να συμβιβάσουμε τα δύο παραπάνω; Η Λισσαβόνα ίσως μας δείχνει μια πιθανή λύση:
Επισκέφτηκα τη Λισσαβόνα για πρώτη μου φορά τον Απρίλιο αυτής της χρονιάς. Θα μπορούσα να γράψω τόμους γι’ αυτήν την υπέροχη πόλη, αλλά εδώ θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ένα πράγμα μόνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: της δημόσιες πλατείες και τα περίπτερα.
Ένα πράγμα που θα παρατηρήσουν αμέσως η επισκέπτες της Λισσαβόνας είναι η ψηλή ποιότητα των πλατειών στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Καλοσχεδιασμένες, καλοσυντηρημένες, ζωντανές, αλλά παρ’όλ’αυτά σχετικά τακτικές. Αυτό όμως που ίσως κάνει περισσότερη εντύπωση είναι τα περίπτερα-καφέ. Ακολουθούν την ίδια σχεδιαστική αρχή, εντάσσονται τέλεια στο χώρο, προσφέρουν ποτά και μικρογεύματα, ενώ τους επιτρέπεται να βγάζουν ένα περιορισμένο αριθμό καθισμάτων.
Τα περίπτερα πρωτοεμφανίζονται στη Λισσαβόνα στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα ως μικρά μαγαζιά (σαν τα Ελληνικά περίπτερα) που πουλούσαν καπνό, εφημερίδες, λαχεία, αναψυκτικά και μικρομεζέδες. Τη δεκαετία του 1980 ο δήμος της Λισσαβόνας, προστατεύοντας την παράδοση, ανακαίνισε τα παλιά περίπτερα, τα μετέτρεψε σε καφέ και τους έδωσε και έναν περιορισμένο περιβάλλοντα χώρο για να βγάλουν τραπεζοκαθίσματα σε υλικό και χρώμα που να ταιριάζει με το περίπτερο. Εκμισθώνονται με διαγωνισμό, ενώ η χρήση και ο σχεδιασμός τους ελέγχονται από το δήμο.
Η Λισσαβόνα μοιάζει να έχει βρει ένα πολύ επιτυχημένο συμβιβασμό: από τη μία έχει αποφύγει την πλήρη εμπορευματοποίηση και καταπάτηση του δημόσιου χώρου, ενώ από την άλλη προσφέρει ελεγχόμενους χώρους εστίασης, που συμβάλλουν και στη ζωντάνια της πόλης και την ποιότητα του δημόσιου χώρου της.
*Ο Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος.
Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στα Αγγλικά στο http://blog.inpolis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου