Στα πλαίσια της συμμετοχής της Πανελλαδικής Φιλοζωικής & Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας (Π.Φ.Π.Ο.) στο 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας στην Αθήνα, η Πρόεδρος Αναστασία Μπομπολάκη ανέγνωσε ενώπιον του Φιλοσόφου Dr Gary Steiner -λίγο πριν τη βράβευση του από την Π.Φ.Π.Ο.- τη «Δέσμευση Των Ελλήνων Συνταγματολόγων» η οποία ανέφερε τα εξής:
«Επί τι ευκαιρία του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας στην Αθήνα, οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί Συνταγματολόγοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιχειρήσουν να εισάγουν στο επόμενο Σύνταγμα, που επίκειται της Αναθεωρητικής Βουλής, δεσμεύσεις για την προστασία του Περιβάλλοντος και των Βιολογικών μας Εταίρων, γεγονός που θα αναβαθμίσει το Ελληνικό Σύνταγμα ως το 4ο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτής της τάξης μετά τις Συνταγματικές δεσμεύσεις της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Σλοβενίας».
(Η εγκατάσταση ήταν αφιερωμένη στον Gary Steiner, Peter Singer και Gary Francione, τους τρεις διανοητές των οποίων η άποψη και το παράδειγμα ζωής έχει βαθιά σημαδέψει το σκέπτεσθαι της σύνολης φιλοζωικής κοινότητας της Ελλάδος κατά την τελευταία δεκαετία).
Ομιλία της Προέδρου Π.Φ.Π.Ο. Αναστασίας Μπομπολάκη στο 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας:
«Δικαιώματα των Ζώων και Παράπλευροι Διαχειριστικοί Μηχανισμοί»:
«Ήδη, από την εποχή του Αριστοτέλη και των Στωικών, η εντελέχεια θεωρείται δυνατότητα όλων ανεξαιρέτως των ζώντων οργανισμών και απαιτεί σεβασμό. Κάτι ανάλογο συναντάμε στο Conatus του Spinoza και αργότερα σχηματοποιείται η έννοια του δικαιώματος των ζώων από τον Montagne και τον Rousseau. Η ανάγκη σεβασμού απέναντι στα δικαιώματα μή ανθρώπινων όντων, αναπτύχθηκε ισχυρά από το 1993 και μετά από τους Taylor, Mathews και O' Neill. Ωστόσο, σε φιλοσοφικό επίπεδο, όλοι οι προηγούμενοι θέτουν το ζήτημα μέσα από μία καθαρά ανθρωποκεντρική αντίληψη, αφού και η ίδια η παρατήρηση της φύσης μεταφράζεται σε ένα τυπικά ανθρώπινο ιδίωμα.
Στις μέρες μας υπάρχουν εξαιρετικά σημαντικά νέα δεδομένα. Από τη μία οι γενετιστές (και μάλιστα οι νεοδαρβινιστές) τοποθετούν το ανθρώπινο ον μέσα σε μία γενικότερη οντογενετική κατάταξη ενώ κατ' επίτασιν η άποψη του «εγωιστικού γονιδίου» αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, όπως και όλα τα υπόλοιπα έμβια, ως ένα περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένο όχημα του κυρίαρχου γενετικού υλικού. Από την άλλη, οι νευροεπιστήμονες μεταθέτουν το κέντρο βάρους της νευρωνικής πολυπλοκότητας ενός εγκεφάλου από τον άνθρωπο σε ένα ευρύτερο διαδραστικό πλέγμα αντιλήψεων διαφορετικών εμβίων φορέων, τοποθετημένων σε ένα περιβάλλοντα κόσμο. Ερευνητές όπως ο Zeki και ο Ντινόπουλος, αμφισβητούν ακόμα και τον υψηλής αποτελεσματικότητας σχεδιασμό του ανθρώπινου οργανισμού ή, έστω, την δυνατότητα να εκμεταλλεύεται αυτός ο τελευταίος, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αντιληπτικά εισερχόμενα, πράγμα που πολλά ζώα μπορούν.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την ανάγκη ενός επανορισμού της έννοιας του ανθρώπου, μέσω της υπέρβασης της ίδιας της ανθρωποκεντρικότητας. Φυσικά, εδώ πρέπει να αντιμετωπιστεί μία δεδομένη αντίφαση: ο έμβιος κόσμος που περιβάλλει τον ανθρώπινο παρατηρητή γίνεται υποχρεωτικά αντιληπτός μέσα από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο, αν και εγείρει το αίτημα να αντιμετωπιστεί αντικειμενικά ή, έστω, διϋποκειμενικά. Δηλαδή, αντιφάσκει η ανάδειξη ενός κόσμου δίχως την προϋπόθεση παρατηρητή, προς την υποχρέωση του μοναδικού παρατηρητή να αντιδράσει εκτιμητικά και ηθικά.
Στο σημείο αυτό, παρατηρούμε αφ' ενός την ανάγκη να τεθούν οι αρχές μίας σύμβασης επί της οποίας θα στηριχθεί η διϋποκειμενικότητα, αφ' ετέρου την ανάδυση μιας ρελατιβιστικής αντίληψης για την ηθική (όπως συζητήθηκε από τις αρχές του εικοστού αιώνα), καθώς το μόνο μέτρο εφαρμογής της ηθικής υποχρέωσης είναι ο άνθρωπος. Για να αποφύγουμε το πρόβλημα, είναι εξαιρετικά χρήσιμη η παρατήρηση του Brennan πως συχνά συγχέουμε τους όρους «φύση» και «κουλτούρα». Είναι χαρακτηριστικό πως μιλάμε για φιλοζωική κουλτούρα ή για κουλτούρα ανακύκλωσης κλπ. Ενώ, η έννοια της φύσης μπορεί να περιγράφεται από τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στον αντιδραστήρα του CERN, μέχρι μία ειδυλλιακή αποτύπωση τοπίου. Ωστόσο, οι νόμοι που διέπουν τη σχέση μας με τα ζώα και τη φύση, είναι στην πραγματικότητα προϊόν κουλτούρας, ενός αρκετά επιφανειακού κομματιού του εκάστοτε Ζeitgeist. Και τούτο γιατί, για να χρησιμοποιήσουμε τις επιταγές του Wölfflin, βλέπουμε τη φύση μέσα από τα γυαλιά του πολιτισμού μας, που πολλές φορές είναι παραμορφωτικά.
Η ίδια η ηθική, αφού πέρασε από τις καντιανές και τις ωφελιμιστικές συμπληγάδες, φαίνεται πια να έχει απολέσει τους περισσότερους από τους δεσμούς της με την πολιτική φιλοσοφία. Αξίζει βέβαια να εξετάσουμε και ποιο είναι το είδος της φύσης που έχουμε απέναντί μας αυτή την περίοδο. Η οπτική των μεγα-αστικών υποδοχέων έχει εξορίσει την έννοια του «φυσικού» στα έγκατα των καλοκατασκευασμένων ντοκιμαντέρ, ενώ «το παράθυρο στον κόσμο» της Αναγέννησης έχει ολωσδιόλου υποκατασταθεί από οπτικές προσομοιώσεις (simulacra) που γίνονται όλο και πιο πειστικές, με αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυση και αδυναμία διάκρισης μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού.
Προβληματισμοί τύπου Arne Naess (Deep Ecology) ή Freya Mathews (Ecofeminism) δεν έχουν πλέον κανένα νόημα, αφού τα ανθρωπολογικά πρότυπα από τα οποία γεννήθηκαν, έχουν ήδη εκμηδενιστεί από τα προσομοιωτικά πρότυπα των νέων μαζικών καρτουνίστικων ηρώων. Οι διάφοροι μονεταρισμοί αποκολλώνται σχεδόν εντελώς από τις πολιτικές φιλοσοφίες από τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να απορρέουν ως οικονομικά εφαρμοστικά συστήματα. Στην ουσία, οι οικονομικές θεωρίες σήμερα, δεν είναι καθόλου επιστημονικές, αλλά καταλήγουν να μετουσιωθούν σε νέες ιδεολογίες (για παράδειγμα η επίθεση των απόψεων του Friedman κατά του μοντέλου του Keynes). Αφού λοιπόν τα πάντα πρέπει να «αξιοποιηθούν» το δυνατόν αποτελεσματικότερα, έχουμε και μία fast track αντιμετώπιση της διαθέσιμης φύσης και των διαθέσιμων ζώων, παραγωγικών ή άλλων.
Εδώ όμως είναι σημαντικό να επαναφέρουμε την παραδοχή του Lyotard πως οι ανθρώπινοι νόμοι δεν μπορούν με κανένα τρόπο να επιδράσουν πάνω στα ζώα, καθώς αυτά βρίσκονται έξω από κάθε διαδικασία ανθρώπινης θεσμοθέτησης. Πολύ περισσότερο που οι δικές μας παραμορφώσεις των συνθηκών διαβίωσης έχουν καταλήξει στο τραγικό αποτέλεσμα της παραμόρφωσης των δικών τους οντογενετικών και φυλογενετικών δεδομένων. Τυπικό παράδειγμα τα μή φυσιολογικά αδέσποτα των πόλεων, τα μή φυσιολογικά πουλιά στις χωματερές, αλλά ακόμα και τα μή φυσιολογικά panda στα κινέζικα τουριστικά πάρκα παρατήρησης.
Αφού όμως κατ' ανάγκην, κάποιοι νόμοι πρέπει να αναλάβουν το διαχειριστικό κομμάτι της σχέσης μας με τους υπόλοιπους βιολογικούς μας εταίρους, θεωρήσαμε συχνά στον μεταμοντερνικό μας κόσμο, πως, καθώς οι επιμέρους κουλτούρες είναι τα γυαλιά μας που μας απαγορεύουν να διαπραγματευτούμε τη Φύση per se, θα μπορούσαμε επιτέλους να υπερβούμε τα επιμερισμένα νομικά μας συστήματα και να εμπιστευτούμε τους υπερκείμενούς τους παράπλευρους διαχειριστικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τις Κοινοτικές Οδηγίες ή τις ευρωαμερικανικές διαρκείς επιτροπές συνδιαλλαγής θεσμών. Αλλά, τελικά, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι οι οικονομικές θεωρίες έχουν καταστεί ιδεολογικές σημαίες, καταλήξαμε σε μία εντεινόμενη δυσλειτουργία των παράπλευρων διαχειριστικών μηχανισμών που υποτίθεται πως θα εξομάλυναν τις σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες.
Αντίθετα, η δυσλειτουργία αυτή φαίνεται να περιπλέκει την κατάσταση, κατασκευάζοντας ένα όλο και πιο θολό Zeitgeist, ενώ η ποιότητα δημοκρατίας χειροτερεύει συνεχώς. Σε όλους τούτους τους μηχανισμούς, η βιολογικοί μας εταίροι που βρίσκονται έξω από τις θεσμοθετήσεις, αλλά που ωστόσο τις υφίστανται, θυματοποιούνται με τον αθλιότερο δυνατό τρόπο, ενώ η ρελατιβιστική ηθική καταλήγει condicio sine qua non και η Φύση (που υπάρχει χωρίς κανέναν αναγκαίο παρατηρητή) μπαίνει στο ντουλάπι. Επειδή, τα άλλα έμβια αντιμετωπίζονται ως res (πράγμα) και όχι ως υποκείμενα (subject).
Διευκρινίζει μάλιστα αυτή την οπτική η ευρέως αποδεκτή και υψηλής επιρροής θέση του Peter Singer πως δεν πρέπει να ρωτάμε αν τα ζώα σκέφτονται ή αν τα ζώα συνεννοούνται (που προφανώς το κάνουν), αλλά εάν τα ζώα υποφέρουν. Γιατί, μόνον υπό το πρίσμα αυτού του ερωτήματος, εγείρεται και η ανάγκη απόρριψης της ρελατιβιστικής ηθικής, και η ανάγκη υποκατάστασής της από συνθήκες σταθερής αναφοράς.
Τελικά, όσο περισσότερο επιτρέπουμε την υποβάθμιση των διαχειριστικών μηχανισμών εξομάλυνσης των διαφορών ανάμεσα σε κουλτούρες, τη βάναυση διαχείριση των βιολογικών μας συντρόφων και την καταστροφή των δεδομένων της πραγματικής Πραγματικότητας (δηλαδή, όσης φύσης απέμεινε έξω από τις προσομοιώσεις), τόσο περισσότερο εύθυμα και ανεπίγνωστα θα ανακαλύψουμε κάποια στιγμή πως εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε έξω από τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης που επιβάλλουμε πέρα από τα ζώα και στους εαυτούς μας με τον σκληρότερο δυνατό τρόπο».
«Επί τι ευκαιρία του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας στην Αθήνα, οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί Συνταγματολόγοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιχειρήσουν να εισάγουν στο επόμενο Σύνταγμα, που επίκειται της Αναθεωρητικής Βουλής, δεσμεύσεις για την προστασία του Περιβάλλοντος και των Βιολογικών μας Εταίρων, γεγονός που θα αναβαθμίσει το Ελληνικό Σύνταγμα ως το 4ο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτής της τάξης μετά τις Συνταγματικές δεσμεύσεις της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Σλοβενίας».
(Η εγκατάσταση ήταν αφιερωμένη στον Gary Steiner, Peter Singer και Gary Francione, τους τρεις διανοητές των οποίων η άποψη και το παράδειγμα ζωής έχει βαθιά σημαδέψει το σκέπτεσθαι της σύνολης φιλοζωικής κοινότητας της Ελλάδος κατά την τελευταία δεκαετία).
Ομιλία της Προέδρου Π.Φ.Π.Ο. Αναστασίας Μπομπολάκη στο 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας:
«Δικαιώματα των Ζώων και Παράπλευροι Διαχειριστικοί Μηχανισμοί»:
«Ήδη, από την εποχή του Αριστοτέλη και των Στωικών, η εντελέχεια θεωρείται δυνατότητα όλων ανεξαιρέτως των ζώντων οργανισμών και απαιτεί σεβασμό. Κάτι ανάλογο συναντάμε στο Conatus του Spinoza και αργότερα σχηματοποιείται η έννοια του δικαιώματος των ζώων από τον Montagne και τον Rousseau. Η ανάγκη σεβασμού απέναντι στα δικαιώματα μή ανθρώπινων όντων, αναπτύχθηκε ισχυρά από το 1993 και μετά από τους Taylor, Mathews και O' Neill. Ωστόσο, σε φιλοσοφικό επίπεδο, όλοι οι προηγούμενοι θέτουν το ζήτημα μέσα από μία καθαρά ανθρωποκεντρική αντίληψη, αφού και η ίδια η παρατήρηση της φύσης μεταφράζεται σε ένα τυπικά ανθρώπινο ιδίωμα.
Στις μέρες μας υπάρχουν εξαιρετικά σημαντικά νέα δεδομένα. Από τη μία οι γενετιστές (και μάλιστα οι νεοδαρβινιστές) τοποθετούν το ανθρώπινο ον μέσα σε μία γενικότερη οντογενετική κατάταξη ενώ κατ' επίτασιν η άποψη του «εγωιστικού γονιδίου» αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, όπως και όλα τα υπόλοιπα έμβια, ως ένα περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένο όχημα του κυρίαρχου γενετικού υλικού. Από την άλλη, οι νευροεπιστήμονες μεταθέτουν το κέντρο βάρους της νευρωνικής πολυπλοκότητας ενός εγκεφάλου από τον άνθρωπο σε ένα ευρύτερο διαδραστικό πλέγμα αντιλήψεων διαφορετικών εμβίων φορέων, τοποθετημένων σε ένα περιβάλλοντα κόσμο. Ερευνητές όπως ο Zeki και ο Ντινόπουλος, αμφισβητούν ακόμα και τον υψηλής αποτελεσματικότητας σχεδιασμό του ανθρώπινου οργανισμού ή, έστω, την δυνατότητα να εκμεταλλεύεται αυτός ο τελευταίος, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αντιληπτικά εισερχόμενα, πράγμα που πολλά ζώα μπορούν.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την ανάγκη ενός επανορισμού της έννοιας του ανθρώπου, μέσω της υπέρβασης της ίδιας της ανθρωποκεντρικότητας. Φυσικά, εδώ πρέπει να αντιμετωπιστεί μία δεδομένη αντίφαση: ο έμβιος κόσμος που περιβάλλει τον ανθρώπινο παρατηρητή γίνεται υποχρεωτικά αντιληπτός μέσα από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο, αν και εγείρει το αίτημα να αντιμετωπιστεί αντικειμενικά ή, έστω, διϋποκειμενικά. Δηλαδή, αντιφάσκει η ανάδειξη ενός κόσμου δίχως την προϋπόθεση παρατηρητή, προς την υποχρέωση του μοναδικού παρατηρητή να αντιδράσει εκτιμητικά και ηθικά.
Στο σημείο αυτό, παρατηρούμε αφ' ενός την ανάγκη να τεθούν οι αρχές μίας σύμβασης επί της οποίας θα στηριχθεί η διϋποκειμενικότητα, αφ' ετέρου την ανάδυση μιας ρελατιβιστικής αντίληψης για την ηθική (όπως συζητήθηκε από τις αρχές του εικοστού αιώνα), καθώς το μόνο μέτρο εφαρμογής της ηθικής υποχρέωσης είναι ο άνθρωπος. Για να αποφύγουμε το πρόβλημα, είναι εξαιρετικά χρήσιμη η παρατήρηση του Brennan πως συχνά συγχέουμε τους όρους «φύση» και «κουλτούρα». Είναι χαρακτηριστικό πως μιλάμε για φιλοζωική κουλτούρα ή για κουλτούρα ανακύκλωσης κλπ. Ενώ, η έννοια της φύσης μπορεί να περιγράφεται από τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στον αντιδραστήρα του CERN, μέχρι μία ειδυλλιακή αποτύπωση τοπίου. Ωστόσο, οι νόμοι που διέπουν τη σχέση μας με τα ζώα και τη φύση, είναι στην πραγματικότητα προϊόν κουλτούρας, ενός αρκετά επιφανειακού κομματιού του εκάστοτε Ζeitgeist. Και τούτο γιατί, για να χρησιμοποιήσουμε τις επιταγές του Wölfflin, βλέπουμε τη φύση μέσα από τα γυαλιά του πολιτισμού μας, που πολλές φορές είναι παραμορφωτικά.
Η ίδια η ηθική, αφού πέρασε από τις καντιανές και τις ωφελιμιστικές συμπληγάδες, φαίνεται πια να έχει απολέσει τους περισσότερους από τους δεσμούς της με την πολιτική φιλοσοφία. Αξίζει βέβαια να εξετάσουμε και ποιο είναι το είδος της φύσης που έχουμε απέναντί μας αυτή την περίοδο. Η οπτική των μεγα-αστικών υποδοχέων έχει εξορίσει την έννοια του «φυσικού» στα έγκατα των καλοκατασκευασμένων ντοκιμαντέρ, ενώ «το παράθυρο στον κόσμο» της Αναγέννησης έχει ολωσδιόλου υποκατασταθεί από οπτικές προσομοιώσεις (simulacra) που γίνονται όλο και πιο πειστικές, με αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυση και αδυναμία διάκρισης μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού.
Προβληματισμοί τύπου Arne Naess (Deep Ecology) ή Freya Mathews (Ecofeminism) δεν έχουν πλέον κανένα νόημα, αφού τα ανθρωπολογικά πρότυπα από τα οποία γεννήθηκαν, έχουν ήδη εκμηδενιστεί από τα προσομοιωτικά πρότυπα των νέων μαζικών καρτουνίστικων ηρώων. Οι διάφοροι μονεταρισμοί αποκολλώνται σχεδόν εντελώς από τις πολιτικές φιλοσοφίες από τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να απορρέουν ως οικονομικά εφαρμοστικά συστήματα. Στην ουσία, οι οικονομικές θεωρίες σήμερα, δεν είναι καθόλου επιστημονικές, αλλά καταλήγουν να μετουσιωθούν σε νέες ιδεολογίες (για παράδειγμα η επίθεση των απόψεων του Friedman κατά του μοντέλου του Keynes). Αφού λοιπόν τα πάντα πρέπει να «αξιοποιηθούν» το δυνατόν αποτελεσματικότερα, έχουμε και μία fast track αντιμετώπιση της διαθέσιμης φύσης και των διαθέσιμων ζώων, παραγωγικών ή άλλων.
Εδώ όμως είναι σημαντικό να επαναφέρουμε την παραδοχή του Lyotard πως οι ανθρώπινοι νόμοι δεν μπορούν με κανένα τρόπο να επιδράσουν πάνω στα ζώα, καθώς αυτά βρίσκονται έξω από κάθε διαδικασία ανθρώπινης θεσμοθέτησης. Πολύ περισσότερο που οι δικές μας παραμορφώσεις των συνθηκών διαβίωσης έχουν καταλήξει στο τραγικό αποτέλεσμα της παραμόρφωσης των δικών τους οντογενετικών και φυλογενετικών δεδομένων. Τυπικό παράδειγμα τα μή φυσιολογικά αδέσποτα των πόλεων, τα μή φυσιολογικά πουλιά στις χωματερές, αλλά ακόμα και τα μή φυσιολογικά panda στα κινέζικα τουριστικά πάρκα παρατήρησης.
Αφού όμως κατ' ανάγκην, κάποιοι νόμοι πρέπει να αναλάβουν το διαχειριστικό κομμάτι της σχέσης μας με τους υπόλοιπους βιολογικούς μας εταίρους, θεωρήσαμε συχνά στον μεταμοντερνικό μας κόσμο, πως, καθώς οι επιμέρους κουλτούρες είναι τα γυαλιά μας που μας απαγορεύουν να διαπραγματευτούμε τη Φύση per se, θα μπορούσαμε επιτέλους να υπερβούμε τα επιμερισμένα νομικά μας συστήματα και να εμπιστευτούμε τους υπερκείμενούς τους παράπλευρους διαχειριστικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τις Κοινοτικές Οδηγίες ή τις ευρωαμερικανικές διαρκείς επιτροπές συνδιαλλαγής θεσμών. Αλλά, τελικά, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι οι οικονομικές θεωρίες έχουν καταστεί ιδεολογικές σημαίες, καταλήξαμε σε μία εντεινόμενη δυσλειτουργία των παράπλευρων διαχειριστικών μηχανισμών που υποτίθεται πως θα εξομάλυναν τις σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες.
Αντίθετα, η δυσλειτουργία αυτή φαίνεται να περιπλέκει την κατάσταση, κατασκευάζοντας ένα όλο και πιο θολό Zeitgeist, ενώ η ποιότητα δημοκρατίας χειροτερεύει συνεχώς. Σε όλους τούτους τους μηχανισμούς, η βιολογικοί μας εταίροι που βρίσκονται έξω από τις θεσμοθετήσεις, αλλά που ωστόσο τις υφίστανται, θυματοποιούνται με τον αθλιότερο δυνατό τρόπο, ενώ η ρελατιβιστική ηθική καταλήγει condicio sine qua non και η Φύση (που υπάρχει χωρίς κανέναν αναγκαίο παρατηρητή) μπαίνει στο ντουλάπι. Επειδή, τα άλλα έμβια αντιμετωπίζονται ως res (πράγμα) και όχι ως υποκείμενα (subject).
Διευκρινίζει μάλιστα αυτή την οπτική η ευρέως αποδεκτή και υψηλής επιρροής θέση του Peter Singer πως δεν πρέπει να ρωτάμε αν τα ζώα σκέφτονται ή αν τα ζώα συνεννοούνται (που προφανώς το κάνουν), αλλά εάν τα ζώα υποφέρουν. Γιατί, μόνον υπό το πρίσμα αυτού του ερωτήματος, εγείρεται και η ανάγκη απόρριψης της ρελατιβιστικής ηθικής, και η ανάγκη υποκατάστασής της από συνθήκες σταθερής αναφοράς.
Τελικά, όσο περισσότερο επιτρέπουμε την υποβάθμιση των διαχειριστικών μηχανισμών εξομάλυνσης των διαφορών ανάμεσα σε κουλτούρες, τη βάναυση διαχείριση των βιολογικών μας συντρόφων και την καταστροφή των δεδομένων της πραγματικής Πραγματικότητας (δηλαδή, όσης φύσης απέμεινε έξω από τις προσομοιώσεις), τόσο περισσότερο εύθυμα και ανεπίγνωστα θα ανακαλύψουμε κάποια στιγμή πως εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε έξω από τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης που επιβάλλουμε πέρα από τα ζώα και στους εαυτούς μας με τον σκληρότερο δυνατό τρόπο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου