Στο πεδίο του θεωρητικού πολιτικού προβληματισμού (αν υπάρχει, σήμερα πια, τέτοιο πεδίο), όσοι πολίτες ελλαδικοί επιμένουν να δηλώνουν προσανατολισμό με ετικέτες του τύπου: Αριστερά, Δεξιά, Κέντρο, Κεντροαριστερά, Κεντροδεξιά, θα διακινδύνευα να τους συστήσω, όσο μπορώ διακριτικότερα, να ελέγξουν, ιατρικά, τους δείχτες νοημοσύνης τους. Αν απαιτήσουν να εξηγήσω το γιατί, θα απαντήσω ότι ο χώρος της επιφυλλίδας δεν επαρκεί ή είναι κρίμα να χαραμιστεί για να εξηγηθούν τα αυτονόητα.
Στα αυτονόητα συμπεριλαμβάνεται και η πείρα όλων μας στην Ελλάδα, τα τελευταία έξι τουλάχιστον χρόνια: Μας κυβέρνησαν όλες οι ιδεολογικές ετικέτες και ήταν όλες διαχειριστικές της μιας και μόνης κοινωνικής επιδίωξης: να συντηρηθεί ή να μεγιστοποιηθεί κατά το δυνατό (ή ακόμα και με παρανοϊκό υπερδανεισμό) η καταναλωτική ευχέρεια των ψηφοφόρων.
Απέδειξαν όλα τα κόμματα ότι λογαριάζουν ιδιοτελώς τους πολίτες μόνο σαν ψηφοφόρους, απέδειξαν όλοι οι πολιτευόμενοι, μα απολύτως όλοι, ότι το πρώτο (ή το μόνο) που τους ενδιαφέρει είναι η επανεκλογή τους. Να επανεκλεγούν κερδίζοντας τις εντυπώσεις και οι εντυπώσεις κερδίζονται όταν υπόσχεσαι αύξηση εισοδημάτων, όχι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα αποκαθιστούσαν κράτος λειτουργικό, κράτος δικαίου, κράτος πρόνοιας.
Ολα τα κόμματα,
με όποια ιδεολογία κι αν προσπαθούν να ξεγελάσουν τους μειωμένης νοημοσύνης πολίτες, μόλις έγιναν κυβέρνηση μοίρασαν με τους συγκυβερνώντες τα ρουσφέτια (4-3-1), διόρισαν σε όλους τους διοικητικούς κόμβους των κρατικών θεσμών και των δημόσιων οργανισμών κομματικούς κλακαδόρους, ανέβασαν σε υπουργικούς θώκους μικρονοϊκά ή και γελοία άτομα ευρείας τηλεοπτικής «αναγνωρισιμότητας». Και ταυτόχρονα συνεχίζουν να ρητορεύουν τυποποιημένα ιδεολογήματα «σοσιαλιστικά», «φιλελεύθερα», «ριζοσπαστικώς αριστερά», «κεντρώα». Ξέρουν ότι μεγάλη μερίδα τάχα και πολιτών προσδένονται τυφλά και άλογα σε ένα κόμμα όπως και σε μια ποδοσφαιρική ομάδα – η ιδεολογική ετικέτα είναι το ακριβές ανάλογο της τυχαίας ονομασίας των κερδοσκοπικών αθλητικών εταιρειών.
Από τα κόμματα που συγκροτούν το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα ανυπότακτο στη διαφημιστική λογική της οδοντόπαστας ή των απορρυπαντικών, λογική του κυνηγητού των εντυπώσεων. Σκεφθείτε τις ονομασίες των κομμάτων που διεκδικούν ή διεκδίκησαν την ψήφο μας: Τι ακριβώς, εκτός από παιχνίδι εντυπώσεων, δηλώνει η ονομασία «Νέα Δημοκρατία» ή «Λαϊκή Ενότητα» ή «Πολιτική Ανοιξη» ή «Ποτάμι» (το ζενίθ της ασυναρτησίας) ή «Χρυσή Αυγή» ή «Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός»; Ποιες κοινωνικές στοχεύσεις εξαγγέλλουν τέτοιοι τίτλοι, ποια ταυτότητα πεποιθήσεων και επιδιώξεων καταθέτουν;
Το κορυφαίο ρεζιλίκι είναι οι ονομασίες της επαρχιώτικης ξιπασιάς, «το κάλπικον δάνειον» που έλεγε ο Μακρυγιάννης: Λέξεις που μας γυάλισαν, επειδή είναι σε χρήση στη «λελαμπρυσμένην και πεφωτισμένην Εσπερίαν» και τις φορέσαμε σε δικούς μας κακέκτυπους κομματικούς σχηματισμούς, σαν να ντύναμε γιδοβοσκό με φράκο. Τις λέξεις «σοσιαλισμός», «φιλελευθερισμός», «Δεξιά», «Αριστερά», «Ριζοσπαστική Αριστερά», «Κέντρο» τις γέννησαν οι κοινωνίες της Δύσης μέσα σε τελείως διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, για να υπηρετήσουν τις δικές τους εκεί ξεχωριστές ανάγκες, ανάγκες διαμορφωμένες από ριζικά διαφορετικούς από τους δικούς μας ιστορικούς εθισμούς, άλλες νοο-τροπίες, άλλες προσλαμβάνουσες. Μας γυάλισαν αυτές οι λέξεις, γιατί, πολύ έγκαιρα (με τη Βαυαροκρατία στην αρχή και τον Κοραϊσμό ώς σήμερα), παγιώσαμε συμπεριφορές μετα-αποικιακού κράτους: τα πάντα στο κράτος μας (θεσμοί, οργάνωση, λειτουργίες, μόδες – όλα) ήταν και είναι μεταπρατικά, ξιπασμένες απομιμήσεις, όπως σε λαούς χωρίς παρελθόν, χωρίς Ιστορία, χωρίς συνέχεια της πείρας γενεών και αιώνων για την αντιμετώπιση των αναγκών τους.
Θα τολμήσω μια παραδειγματική εικόνα (προς Θεού, όχι συνταγή ούτε εξαγγελία): Νομίζω ότι τόσο η ιδιαιτερότητα των αναγκών της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα (και ιδιαιτερότητα έχει κάθε κοινωνία) όσο και η πείρα των εφιαλτικών συνεπειών του μεταπρατισμού θα μπορούσαν (λογικά και ενεργά) να αντιμετωπιστούν με έναν δικομματισμό που θα απηχούσε και τη μόνη ρεαλιστική διαφοροποίησή μας των Νεοελλήνων. Η λογική συνέπεια και ο πολιτικός ρεαλισμός θα απαιτούσαν, το ένα κόμμα να ονομάζεται «Ελληνοκεντρικοί Εκσυγχρονιστές» και το άλλο «Διεθνιστές Εκσυγχρονιστές».
Το κοινό αιτούμενο, απαίτηση που μοιάζει πανελλήνια, είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Τον καταλαβαίνουν όμως οι περισσότεροι μόνο σε μία ερμηνευτική προοπτική: σαν μίμηση. Εκσυγχρονισμός θα πει, να γίνουμε σαν τις χώρες που τις θεωρούμε «προηγμένες»: έχουν υψηλούς δείκτες καταναλωτικής ευχέρειας, κρατικές υπηρεσίες που υπηρετούν τον πολίτη και όχι τη συνδικαλισμένη δημοσιοϋπαλληλία, έχουν ορθολογική συνέπεια στη θέσπιση και εφαρμογή των νόμων. Διακόσια περίπου χρόνια, όλα τα κόμματα προσπαθούν (άλλα με ειλικρίνεια και άλλα υποκριτικά και με ιδιοτέλεια) να μας οδηγήσουν σε αυτή τη μίμηση και η αποτυχία είναι ολόφανερη, σωρευτικά καταστροφική.
Καταλήγουμε στην πιο ταπεινωτική αυτομεμψία: «Δεν μπορούμε, δύο αιώνες τώρα, να εκσυγχρονιστούμε, επειδή φταίει ο χαρακτήρας μας ή τα τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας ή η θρησκοληψία μας. Είμαστε ανίατα τεμπέληδες, ψυχοπαθολογικά ή πρωτόγονα ιδιοτελείς, κλέβουμε το κοινωνικό χρήμα σαν σιχαμεροί λωποδύτες, πρωταθλητές στον βανδαλισμό της δημόσιας περιουσίας» και όσα μύρια ανάλογα. Ολες αυτές οι αιτιολογήσεις και αναλύσεις της αποτυχίας εκσυγχρονισμού μας συνοδεύουν τον μονόδρομο: να καταλαβαίνουμε τον εκσυγχρονισμό σαν μίμηση, σαν πιθηκισμό. Να ψηφίζουμε το με χίλιες ονοματικές παραλλαγές κόμμα των «Διεθνιστών Εκσυγχρονιστών».
Η λογική συνέπεια και ο πολιτικός ρεαλισμός απαιτούν, να εμφανιστεί επιτέλους κάποτε και η εναλλακτική πρόταση: η προγραμματική στόχευση και προσπάθεια για έναν «ελληνοκεντρικό εκσυγχρονισμό». Οχι η ίδια αδιέξοδη μίμηση διανθισμένη με ρητορικά – συναισθηματικά ή πονηρά πλουμίδια ιδεολογικής πατριδοκαπηλίας, αλλά μια ριζικά διαφορετική πολιτική οπτική:
Ενας ελληνοκεντρικός εκσυγχρονισμός δεν ταυτίζει τον εκσυγχρονισμό με τα επιτεύγματα άλλων, επιτεύγματα που τα εκδέχεται σαν υποχρεωτικές για όλους αυταξίες. Ξεκινάει από τις δικές μας ανάγκες και αναζητάει: ποια από τα επιτεύγματα της οποιασδήποτε κοινωνίας (όχι μόνο των «δοκούντων άρχειν» ή της εφήμερης μόδας) θα εξυπηρετούσαν πληρέστερα τις δικές μας ανάγκες και με ποιες κριτικές προσαρμογές στις ανάγκες μας;
Και αυτή η κριτική λειτουργία της πολιτικής προϋποθέτει, βεβαίως, μιαν εμπειρικά αλλά και ορθολογικά καταξιωμένη εκτίμηση της ιδιαιτερότητας των δικών μας αναγκών: Καλύπτει ζωτικότερες ανάγκες του Ελληνα ένα δεύτερο στην οικογένεια αυτοκίνητο ή η άνετη γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που εξασφαλίζει πρόσβαση σε έναν πλούτο αιώνων εκφραστικής της σοφίας και του κάλλους; Πολλές τέτοιες ουσιωδέστατες για την ποιότητα της ζωής μας αποτιμήσεις, είναι πολιτικές επιλογές.
Ο γιδοβοσκός μπορεί να είναι άρχοντας όχι υποχρεωτικά με φράκο.
Στα αυτονόητα συμπεριλαμβάνεται και η πείρα όλων μας στην Ελλάδα, τα τελευταία έξι τουλάχιστον χρόνια: Μας κυβέρνησαν όλες οι ιδεολογικές ετικέτες και ήταν όλες διαχειριστικές της μιας και μόνης κοινωνικής επιδίωξης: να συντηρηθεί ή να μεγιστοποιηθεί κατά το δυνατό (ή ακόμα και με παρανοϊκό υπερδανεισμό) η καταναλωτική ευχέρεια των ψηφοφόρων.
Απέδειξαν όλα τα κόμματα ότι λογαριάζουν ιδιοτελώς τους πολίτες μόνο σαν ψηφοφόρους, απέδειξαν όλοι οι πολιτευόμενοι, μα απολύτως όλοι, ότι το πρώτο (ή το μόνο) που τους ενδιαφέρει είναι η επανεκλογή τους. Να επανεκλεγούν κερδίζοντας τις εντυπώσεις και οι εντυπώσεις κερδίζονται όταν υπόσχεσαι αύξηση εισοδημάτων, όχι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα αποκαθιστούσαν κράτος λειτουργικό, κράτος δικαίου, κράτος πρόνοιας.
Ολα τα κόμματα,
με όποια ιδεολογία κι αν προσπαθούν να ξεγελάσουν τους μειωμένης νοημοσύνης πολίτες, μόλις έγιναν κυβέρνηση μοίρασαν με τους συγκυβερνώντες τα ρουσφέτια (4-3-1), διόρισαν σε όλους τους διοικητικούς κόμβους των κρατικών θεσμών και των δημόσιων οργανισμών κομματικούς κλακαδόρους, ανέβασαν σε υπουργικούς θώκους μικρονοϊκά ή και γελοία άτομα ευρείας τηλεοπτικής «αναγνωρισιμότητας». Και ταυτόχρονα συνεχίζουν να ρητορεύουν τυποποιημένα ιδεολογήματα «σοσιαλιστικά», «φιλελεύθερα», «ριζοσπαστικώς αριστερά», «κεντρώα». Ξέρουν ότι μεγάλη μερίδα τάχα και πολιτών προσδένονται τυφλά και άλογα σε ένα κόμμα όπως και σε μια ποδοσφαιρική ομάδα – η ιδεολογική ετικέτα είναι το ακριβές ανάλογο της τυχαίας ονομασίας των κερδοσκοπικών αθλητικών εταιρειών.
Από τα κόμματα που συγκροτούν το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα ανυπότακτο στη διαφημιστική λογική της οδοντόπαστας ή των απορρυπαντικών, λογική του κυνηγητού των εντυπώσεων. Σκεφθείτε τις ονομασίες των κομμάτων που διεκδικούν ή διεκδίκησαν την ψήφο μας: Τι ακριβώς, εκτός από παιχνίδι εντυπώσεων, δηλώνει η ονομασία «Νέα Δημοκρατία» ή «Λαϊκή Ενότητα» ή «Πολιτική Ανοιξη» ή «Ποτάμι» (το ζενίθ της ασυναρτησίας) ή «Χρυσή Αυγή» ή «Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός»; Ποιες κοινωνικές στοχεύσεις εξαγγέλλουν τέτοιοι τίτλοι, ποια ταυτότητα πεποιθήσεων και επιδιώξεων καταθέτουν;
Το κορυφαίο ρεζιλίκι είναι οι ονομασίες της επαρχιώτικης ξιπασιάς, «το κάλπικον δάνειον» που έλεγε ο Μακρυγιάννης: Λέξεις που μας γυάλισαν, επειδή είναι σε χρήση στη «λελαμπρυσμένην και πεφωτισμένην Εσπερίαν» και τις φορέσαμε σε δικούς μας κακέκτυπους κομματικούς σχηματισμούς, σαν να ντύναμε γιδοβοσκό με φράκο. Τις λέξεις «σοσιαλισμός», «φιλελευθερισμός», «Δεξιά», «Αριστερά», «Ριζοσπαστική Αριστερά», «Κέντρο» τις γέννησαν οι κοινωνίες της Δύσης μέσα σε τελείως διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, για να υπηρετήσουν τις δικές τους εκεί ξεχωριστές ανάγκες, ανάγκες διαμορφωμένες από ριζικά διαφορετικούς από τους δικούς μας ιστορικούς εθισμούς, άλλες νοο-τροπίες, άλλες προσλαμβάνουσες. Μας γυάλισαν αυτές οι λέξεις, γιατί, πολύ έγκαιρα (με τη Βαυαροκρατία στην αρχή και τον Κοραϊσμό ώς σήμερα), παγιώσαμε συμπεριφορές μετα-αποικιακού κράτους: τα πάντα στο κράτος μας (θεσμοί, οργάνωση, λειτουργίες, μόδες – όλα) ήταν και είναι μεταπρατικά, ξιπασμένες απομιμήσεις, όπως σε λαούς χωρίς παρελθόν, χωρίς Ιστορία, χωρίς συνέχεια της πείρας γενεών και αιώνων για την αντιμετώπιση των αναγκών τους.
Θα τολμήσω μια παραδειγματική εικόνα (προς Θεού, όχι συνταγή ούτε εξαγγελία): Νομίζω ότι τόσο η ιδιαιτερότητα των αναγκών της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα (και ιδιαιτερότητα έχει κάθε κοινωνία) όσο και η πείρα των εφιαλτικών συνεπειών του μεταπρατισμού θα μπορούσαν (λογικά και ενεργά) να αντιμετωπιστούν με έναν δικομματισμό που θα απηχούσε και τη μόνη ρεαλιστική διαφοροποίησή μας των Νεοελλήνων. Η λογική συνέπεια και ο πολιτικός ρεαλισμός θα απαιτούσαν, το ένα κόμμα να ονομάζεται «Ελληνοκεντρικοί Εκσυγχρονιστές» και το άλλο «Διεθνιστές Εκσυγχρονιστές».
Το κοινό αιτούμενο, απαίτηση που μοιάζει πανελλήνια, είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Τον καταλαβαίνουν όμως οι περισσότεροι μόνο σε μία ερμηνευτική προοπτική: σαν μίμηση. Εκσυγχρονισμός θα πει, να γίνουμε σαν τις χώρες που τις θεωρούμε «προηγμένες»: έχουν υψηλούς δείκτες καταναλωτικής ευχέρειας, κρατικές υπηρεσίες που υπηρετούν τον πολίτη και όχι τη συνδικαλισμένη δημοσιοϋπαλληλία, έχουν ορθολογική συνέπεια στη θέσπιση και εφαρμογή των νόμων. Διακόσια περίπου χρόνια, όλα τα κόμματα προσπαθούν (άλλα με ειλικρίνεια και άλλα υποκριτικά και με ιδιοτέλεια) να μας οδηγήσουν σε αυτή τη μίμηση και η αποτυχία είναι ολόφανερη, σωρευτικά καταστροφική.
Καταλήγουμε στην πιο ταπεινωτική αυτομεμψία: «Δεν μπορούμε, δύο αιώνες τώρα, να εκσυγχρονιστούμε, επειδή φταίει ο χαρακτήρας μας ή τα τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας ή η θρησκοληψία μας. Είμαστε ανίατα τεμπέληδες, ψυχοπαθολογικά ή πρωτόγονα ιδιοτελείς, κλέβουμε το κοινωνικό χρήμα σαν σιχαμεροί λωποδύτες, πρωταθλητές στον βανδαλισμό της δημόσιας περιουσίας» και όσα μύρια ανάλογα. Ολες αυτές οι αιτιολογήσεις και αναλύσεις της αποτυχίας εκσυγχρονισμού μας συνοδεύουν τον μονόδρομο: να καταλαβαίνουμε τον εκσυγχρονισμό σαν μίμηση, σαν πιθηκισμό. Να ψηφίζουμε το με χίλιες ονοματικές παραλλαγές κόμμα των «Διεθνιστών Εκσυγχρονιστών».
Η λογική συνέπεια και ο πολιτικός ρεαλισμός απαιτούν, να εμφανιστεί επιτέλους κάποτε και η εναλλακτική πρόταση: η προγραμματική στόχευση και προσπάθεια για έναν «ελληνοκεντρικό εκσυγχρονισμό». Οχι η ίδια αδιέξοδη μίμηση διανθισμένη με ρητορικά – συναισθηματικά ή πονηρά πλουμίδια ιδεολογικής πατριδοκαπηλίας, αλλά μια ριζικά διαφορετική πολιτική οπτική:
Ενας ελληνοκεντρικός εκσυγχρονισμός δεν ταυτίζει τον εκσυγχρονισμό με τα επιτεύγματα άλλων, επιτεύγματα που τα εκδέχεται σαν υποχρεωτικές για όλους αυταξίες. Ξεκινάει από τις δικές μας ανάγκες και αναζητάει: ποια από τα επιτεύγματα της οποιασδήποτε κοινωνίας (όχι μόνο των «δοκούντων άρχειν» ή της εφήμερης μόδας) θα εξυπηρετούσαν πληρέστερα τις δικές μας ανάγκες και με ποιες κριτικές προσαρμογές στις ανάγκες μας;
Και αυτή η κριτική λειτουργία της πολιτικής προϋποθέτει, βεβαίως, μιαν εμπειρικά αλλά και ορθολογικά καταξιωμένη εκτίμηση της ιδιαιτερότητας των δικών μας αναγκών: Καλύπτει ζωτικότερες ανάγκες του Ελληνα ένα δεύτερο στην οικογένεια αυτοκίνητο ή η άνετη γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που εξασφαλίζει πρόσβαση σε έναν πλούτο αιώνων εκφραστικής της σοφίας και του κάλλους; Πολλές τέτοιες ουσιωδέστατες για την ποιότητα της ζωής μας αποτιμήσεις, είναι πολιτικές επιλογές.
Ο γιδοβοσκός μπορεί να είναι άρχοντας όχι υποχρεωτικά με φράκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου