Επειδή τέτοιες μέρες, όλοι λίγο πολύ, νοσταλγούμε κάτι από το παρελθόν, ας "ταξιδέψουμε" λίγο με το νου, σε αντίστοιχες "ζαχαρένιες" αναμνήσεις , με αφορμή, ένα κείμενο της Παρασκευής Βονάτσου , που γράφτηκε, πριν από δυο χρόνια σχεδόν.
"Γνώρισα δυο γιαγιάδες θαλασσινές. Δυο γιαγιάδες που μύριζαν τηγανητό ψάρι και μόχθο. Δυο γυναίκες που έζησαν και μεγάλωσαν στην ακριτική Ελλάδα. Μακριά από την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, με ορίζοντα το Αιγαίο. Δε ξέρω καν αν οι δυο τους αντάμωσαν πολλές φορές μετά το 1976 που παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Τα χωριά τους στα δυο άκρα της Σάμου.
Η μάνα του πατέρα μου, μια γυναίκα πολύτεκνη, πνευματώδης, κοινωνική, ανεξάρτητη. Είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό και ως τα βαθιά γεράματα που έφυγε, «κατάπινε» στοίβες βιβλία. Γι αυτή όμως θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.
Η μάνα της μητέρας μου, ήταν μια γυναίκα γήινη. Τη θυμάμαι πάντα όταν πλησιάζουν Χριστούγεννα, κάπως έτσι έχει εγγραφεί στη μνήμη μου: Στην κουζίνα της, να μυρίζει καβουρντισμένο σουσάμι και ανθόνερο γιατί η απαρέγκλιτη ιεροτελεστία των γιορτών επέβαλε οπωσδήποτε την παρασκευή κουραμπιέδων και μπακλαβά. Για την ακρίβεια, ατελείωτων ποσοτήτων που έμπαιναν και αποθηκεύονταν σε στρογγυλά τενεκεδένια κουτιά από βούτυρο ΒΑΝΕΡ. Για τις επισκέψεις, έτσι έλεγε. Άσχετα, αν στο σπίτι έρχονταν μόνο συνομήλικές της γειτόνισσες και συγγενείς που είχαν σάκχαρο και χοληστερίνη και δεν άγγιζαν τίποτα !
Η διαδικασία όμως ήταν το «τάμα» των Χριστουγέννων. Και ξεκινούσε πάντα από το φούρνο του χωριού, στον οποίο έστελνε την αδερφή μου κι εμένα για να πάρουμε τις «λαμαρίνες» τα τεράστια ταψιά που θα φούρνιζαν τη «σοδειά» της. Φούρνος μέσα στα παλιά σπίτια δεν υπήρχε. Τα μαγειρέματα ήταν στην κατσαρόλα ή στα κάρβουνα και μονάχα το καλό κυριακάτικο φαγητό με το κρέας ή τα γλυκά γίνονταν στο ταψί και είτε τα έβαζαν σε φούρνους χτιστούς στην αυλή ή στέλνονταν στο φούρνο της γειτονιάς
Κάτι τέτοιες μέρες θυμάμαι πάντα τη γιαγιά μέσα σε ζύμες, σε ζάχαρη άχνη, να ζυγίζει το σουσάμι, να σπάει τα αμύγδαλα από το κτήμα της και να μας βάζει τις φωνές να μην της αναποδογυρίσουμε τις γαβάθες.
Η γιαγιά έφτιαχνε τον μπακλαβά μόνο με σουσάμι, κατά τα πρότυπα της μικρασιατικής συνταγής, τον έλουζε με καυτό βούτυρο και τον έστελνε πρώτο πρώτο για ψήσιμο. Έφτιαχνε και μακαρόνες (κάτι σαν γεμιστά μελομακάρονα χωρίς σιρόπι) και αληθινούς κουραμπιέδες, με τραγανό αμυγδαλάκι και φρέσκο χωριάτικο βούτυρο που γέμιζαν το στόμα.
Πριν μερικά χρόνια, όταν η γιαγιά είχε πια «φύγει», η αδερφή μου ξετρύπωσε κάπου στο έρημο σπίτι της, το τετραδιάκι που έγραφε τις συνταγές της, όλες με καλλιγραφικά γράμματα, με οκάδες και δράμια. Υποσχέθηκα να ψάξω και να αλλάξω τις ποσότητες και να δοκιμάσω τις συνταγές. Δε βρήκα ποτέ το χρόνο να το κάνω.
Μου φτάνει να θυμάμαι πάντα αυτή την τελετουργική φούρια των γιορτινών ημερών, που τελείωνε αργά το απόγευμα στο φούρνο, όταν μαζεύονταν όλες οι γυναίκες του χωριού να πάρουν τα ταψιά τους και επιθεωρούσαν η μια τα γλυκά της άλλης. Καλά σου έγιναν και φέτος κυρία Ευγενία…."
Πηγή : Πυθαγόρεια Θεωρήματα
"Γνώρισα δυο γιαγιάδες θαλασσινές. Δυο γιαγιάδες που μύριζαν τηγανητό ψάρι και μόχθο. Δυο γυναίκες που έζησαν και μεγάλωσαν στην ακριτική Ελλάδα. Μακριά από την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, με ορίζοντα το Αιγαίο. Δε ξέρω καν αν οι δυο τους αντάμωσαν πολλές φορές μετά το 1976 που παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Τα χωριά τους στα δυο άκρα της Σάμου.
Η μάνα του πατέρα μου, μια γυναίκα πολύτεκνη, πνευματώδης, κοινωνική, ανεξάρτητη. Είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό και ως τα βαθιά γεράματα που έφυγε, «κατάπινε» στοίβες βιβλία. Γι αυτή όμως θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.
Η μάνα της μητέρας μου, ήταν μια γυναίκα γήινη. Τη θυμάμαι πάντα όταν πλησιάζουν Χριστούγεννα, κάπως έτσι έχει εγγραφεί στη μνήμη μου: Στην κουζίνα της, να μυρίζει καβουρντισμένο σουσάμι και ανθόνερο γιατί η απαρέγκλιτη ιεροτελεστία των γιορτών επέβαλε οπωσδήποτε την παρασκευή κουραμπιέδων και μπακλαβά. Για την ακρίβεια, ατελείωτων ποσοτήτων που έμπαιναν και αποθηκεύονταν σε στρογγυλά τενεκεδένια κουτιά από βούτυρο ΒΑΝΕΡ. Για τις επισκέψεις, έτσι έλεγε. Άσχετα, αν στο σπίτι έρχονταν μόνο συνομήλικές της γειτόνισσες και συγγενείς που είχαν σάκχαρο και χοληστερίνη και δεν άγγιζαν τίποτα !
Η διαδικασία όμως ήταν το «τάμα» των Χριστουγέννων. Και ξεκινούσε πάντα από το φούρνο του χωριού, στον οποίο έστελνε την αδερφή μου κι εμένα για να πάρουμε τις «λαμαρίνες» τα τεράστια ταψιά που θα φούρνιζαν τη «σοδειά» της. Φούρνος μέσα στα παλιά σπίτια δεν υπήρχε. Τα μαγειρέματα ήταν στην κατσαρόλα ή στα κάρβουνα και μονάχα το καλό κυριακάτικο φαγητό με το κρέας ή τα γλυκά γίνονταν στο ταψί και είτε τα έβαζαν σε φούρνους χτιστούς στην αυλή ή στέλνονταν στο φούρνο της γειτονιάς
Κάτι τέτοιες μέρες θυμάμαι πάντα τη γιαγιά μέσα σε ζύμες, σε ζάχαρη άχνη, να ζυγίζει το σουσάμι, να σπάει τα αμύγδαλα από το κτήμα της και να μας βάζει τις φωνές να μην της αναποδογυρίσουμε τις γαβάθες.
Η γιαγιά έφτιαχνε τον μπακλαβά μόνο με σουσάμι, κατά τα πρότυπα της μικρασιατικής συνταγής, τον έλουζε με καυτό βούτυρο και τον έστελνε πρώτο πρώτο για ψήσιμο. Έφτιαχνε και μακαρόνες (κάτι σαν γεμιστά μελομακάρονα χωρίς σιρόπι) και αληθινούς κουραμπιέδες, με τραγανό αμυγδαλάκι και φρέσκο χωριάτικο βούτυρο που γέμιζαν το στόμα.
Πριν μερικά χρόνια, όταν η γιαγιά είχε πια «φύγει», η αδερφή μου ξετρύπωσε κάπου στο έρημο σπίτι της, το τετραδιάκι που έγραφε τις συνταγές της, όλες με καλλιγραφικά γράμματα, με οκάδες και δράμια. Υποσχέθηκα να ψάξω και να αλλάξω τις ποσότητες και να δοκιμάσω τις συνταγές. Δε βρήκα ποτέ το χρόνο να το κάνω.
Μου φτάνει να θυμάμαι πάντα αυτή την τελετουργική φούρια των γιορτινών ημερών, που τελείωνε αργά το απόγευμα στο φούρνο, όταν μαζεύονταν όλες οι γυναίκες του χωριού να πάρουν τα ταψιά τους και επιθεωρούσαν η μια τα γλυκά της άλλης. Καλά σου έγιναν και φέτος κυρία Ευγενία…."
Πηγή : Πυθαγόρεια Θεωρήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου