Υπόθεση 1η. Ας υποθέσουμε ότι είσαι δημόσιος υπάλληλος και, μάλιστα, εκπαιδευτικός. Δεν αμείβεσαι μεν καλά (ποιος αμείβεται, άλλωστε;) αλλά για την οικογένεια και τους φίλους σου έχεις την... τέλεια δουλειά. Μικρό ωράριο απασχόλησης και μακροχρόνιες διακοπές Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.
Κι όμως, δεν σου αρέσει αυτό που κάνεις και θέλεις να αλλάξεις αντικείμενο. Να δοκιμάσεις την τύχη σου στον ιδιωτικό τομέα, στις νέες τεχνολογίες, να αναπτύξεις εφαρμογές για «έξυπνα» κινητά και ταμπλέτες.
Ας υποθέσουμε, μάλιστα, ότι το αποφασίζεις σε κόντρα των εισηγήσεων της οικογενείας σου να μην αφήσεις τη «σιγουριά του Δημοσίου». Και παραιτείσαι.
Ή, τουλάχιστον, νομίζεις ότι παραιτείσαι. Διότι διαπιστώνεις ότι σε ένα Δημόσιο όπου όλοι επιχειρούσαν να μπουν και να μείνουν πάση θυσία, η οικειοθελής αποχώρηση σχεδόν δεν προβλέπεται.
Μαθαίνεις, λοιπόν, ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος είναι, ενάντια στη δική σου λογική, να μην εμφανιστείς στο σχολείο για διάστημα δύο μηνών ώστε να κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία και να απολυθείς.
Ελα, όμως, που τα πειθαρχικά αργούν και έτσι, στο μεσοδιάστημα προχωράει η υπόθεση της παραίτησής σου και μετά έξι μήνες οριστικοποιείται.
Κι όμως, η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Διότι ναι μεν η παραίτηση έγινε αποδεκτή, αλλά οι πειθαρχικές διαδικασίες «τρέχουν». Τρόπος του λέγειν τρέχουν, καθώς έχουν περάσει πλέον δύο χρόνια από την ημέρα που δήλωσες παραίτηση.
Και μία ωραία πρωία, πληροφορείσαι ότι δεν έχεις παραιτηθεί ή, για την ακρίβεια, το αίτημά σου δεν γίνεται αποδεκτό. Ότι παραμένεις δημόσιος υπάλληλος. Και ότι ο μισθός σου θα καταβληθεί κανονικά!
Έτσι, ώστε, να περάσεις πειθαρχικό και να απολυθείς, προκειμένου τα υπουργεία Παιδείας, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και η τρικομματική κυβέρνηση να αποδείξουν στους πιστωτές ότι, επιτέλους, διώχνουν από το Δημόσιο «επίορκους» και «κοπανατζήδες».
Υπόθεση 2η: Είσαι δημόσιος υπάλληλος, επίσης εκπαιδευτικός. Ομως, η μη ανανέωση της θητείας σου ως σχολικού συμβούλου, τον Μάρτιο του 2003, σου έχει κακοφανεί. Επιθυμείς να εργασθείς σε μουσικό σχολείο, το αίτημά σου δεν γίνεται αποδεκτό και, πολύ απλά, αποφασίζεις να απόσχεις των καθηκόντων σου.
Για δύο χρόνια δεν εργάζεσαι, αλλά πληρώνεσαι κανονικά.
Τελικά, σε τοποθετούν σε γυμνάσιο της Αθήνας. Εντάξει, έχεις τον κίνδυνο απόλυσης, αλλά δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία.
Άλλωστε, οι συνάδελφοί σου δεν βιάζονται να εκκαθαρίσουν την κατάσταση, ο πολιτικός τους προϊστάμενος δεν πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση. Τελικά, το πειθαρχικό συνεδριάζει κι αυτό δύο χρόνια αργότερα, το 2007.
Και... απολύεσαι. Αλλά και πάλι υπάρχουν περιθώρια. Το δευτεροβάθμιο όργανο. Το οποίο συνεδριάζει ένα χρόνο μετά και κρίνει αυστηρή την ποινή της απόλυσης, αποφασίζει δε την προσωρινή παύση έξι μηνών!
Ξέρεις ότι μπορείς και καλύτερα, ακόμη και να εξαλείψεις την ποινή. Προσφεύγεις στο ΣτΕ, το ίδιο όμως κάνει, ευτυχώς, και ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ζητώντας την απόλυσή σου.
Το 2013, δέκα χρόνια πλέον από την αρχή της ιστορίας, η υπόθεση τελεσιδικεί, απολύεσαι και καταγράφεσαι, επίσης, στη λίστα των «επιόρκων» που είδαν την πόρτα της εξόδου από το Δημόσιο.
Οι δύο υποθέσεις δεν είναι φανταστικές, αλλά αποκαλυπτικές της λειτουργίας του Δημοσίου: στο παρελθόν ενέπαιζε τους πάντες διατηρώντας στις τάξεις του ανθρώπους πέραν κάθε έννοιας νομιμότητας, και, πλέον, επιχειρεί να εμπαίξει την τρόικα εμφανίζοντας «παραιτημένους» ως «απολυόμενους». Ένα Δημόσιο που, πεισματικά, αρνείται να αλλάξει.
Οι ιστορίες των δύο εκπαιδευτικών ήρθαν ταυτόχρονα στη δημοσιότητα. Ο καθηγητής που απείχε για δύο χρόνια έγινε θέμα στα ελληνικά ΜΜΕ ως ένα, πρώτο, δείγμα εξυγίανσης του Δημοσίου από τους «κοπανατζήδες».
Ο καθηγητής, πάλι, που παραιτήθηκε μόνος του, αλλά τώρα θέλουν να τον απολύσουν ως «επίορκο», ονομάζεται Αλέξανδρος Χριστοδούλου και έχει ήδη ξεκινήσει την πορεία του στις νέες τεχνολογίες.
Ο Χριστοδούλου έγινε κεντρικό θέμα στον βρετανικό Independent, υπό τον τίτλο: «Η Ελλάδα θέλει να περιορίσει το Δημόσιο. Αυτός ο άνδρας θέλει να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή. Γιατί, λοιπόν, χρειάζονται δύο χρόνια;».
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή
Του Γιώργου Π. Τερζή
Κι όμως, δεν σου αρέσει αυτό που κάνεις και θέλεις να αλλάξεις αντικείμενο. Να δοκιμάσεις την τύχη σου στον ιδιωτικό τομέα, στις νέες τεχνολογίες, να αναπτύξεις εφαρμογές για «έξυπνα» κινητά και ταμπλέτες.
Ας υποθέσουμε, μάλιστα, ότι το αποφασίζεις σε κόντρα των εισηγήσεων της οικογενείας σου να μην αφήσεις τη «σιγουριά του Δημοσίου». Και παραιτείσαι.
Ή, τουλάχιστον, νομίζεις ότι παραιτείσαι. Διότι διαπιστώνεις ότι σε ένα Δημόσιο όπου όλοι επιχειρούσαν να μπουν και να μείνουν πάση θυσία, η οικειοθελής αποχώρηση σχεδόν δεν προβλέπεται.
Μαθαίνεις, λοιπόν, ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος είναι, ενάντια στη δική σου λογική, να μην εμφανιστείς στο σχολείο για διάστημα δύο μηνών ώστε να κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία και να απολυθείς.
Ελα, όμως, που τα πειθαρχικά αργούν και έτσι, στο μεσοδιάστημα προχωράει η υπόθεση της παραίτησής σου και μετά έξι μήνες οριστικοποιείται.
Κι όμως, η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Διότι ναι μεν η παραίτηση έγινε αποδεκτή, αλλά οι πειθαρχικές διαδικασίες «τρέχουν». Τρόπος του λέγειν τρέχουν, καθώς έχουν περάσει πλέον δύο χρόνια από την ημέρα που δήλωσες παραίτηση.
Και μία ωραία πρωία, πληροφορείσαι ότι δεν έχεις παραιτηθεί ή, για την ακρίβεια, το αίτημά σου δεν γίνεται αποδεκτό. Ότι παραμένεις δημόσιος υπάλληλος. Και ότι ο μισθός σου θα καταβληθεί κανονικά!
Έτσι, ώστε, να περάσεις πειθαρχικό και να απολυθείς, προκειμένου τα υπουργεία Παιδείας, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και η τρικομματική κυβέρνηση να αποδείξουν στους πιστωτές ότι, επιτέλους, διώχνουν από το Δημόσιο «επίορκους» και «κοπανατζήδες».
Υπόθεση 2η: Είσαι δημόσιος υπάλληλος, επίσης εκπαιδευτικός. Ομως, η μη ανανέωση της θητείας σου ως σχολικού συμβούλου, τον Μάρτιο του 2003, σου έχει κακοφανεί. Επιθυμείς να εργασθείς σε μουσικό σχολείο, το αίτημά σου δεν γίνεται αποδεκτό και, πολύ απλά, αποφασίζεις να απόσχεις των καθηκόντων σου.
Για δύο χρόνια δεν εργάζεσαι, αλλά πληρώνεσαι κανονικά.
Τελικά, σε τοποθετούν σε γυμνάσιο της Αθήνας. Εντάξει, έχεις τον κίνδυνο απόλυσης, αλλά δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία.
Άλλωστε, οι συνάδελφοί σου δεν βιάζονται να εκκαθαρίσουν την κατάσταση, ο πολιτικός τους προϊστάμενος δεν πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση. Τελικά, το πειθαρχικό συνεδριάζει κι αυτό δύο χρόνια αργότερα, το 2007.
Και... απολύεσαι. Αλλά και πάλι υπάρχουν περιθώρια. Το δευτεροβάθμιο όργανο. Το οποίο συνεδριάζει ένα χρόνο μετά και κρίνει αυστηρή την ποινή της απόλυσης, αποφασίζει δε την προσωρινή παύση έξι μηνών!
Ξέρεις ότι μπορείς και καλύτερα, ακόμη και να εξαλείψεις την ποινή. Προσφεύγεις στο ΣτΕ, το ίδιο όμως κάνει, ευτυχώς, και ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ζητώντας την απόλυσή σου.
Το 2013, δέκα χρόνια πλέον από την αρχή της ιστορίας, η υπόθεση τελεσιδικεί, απολύεσαι και καταγράφεσαι, επίσης, στη λίστα των «επιόρκων» που είδαν την πόρτα της εξόδου από το Δημόσιο.
Οι δύο υποθέσεις δεν είναι φανταστικές, αλλά αποκαλυπτικές της λειτουργίας του Δημοσίου: στο παρελθόν ενέπαιζε τους πάντες διατηρώντας στις τάξεις του ανθρώπους πέραν κάθε έννοιας νομιμότητας, και, πλέον, επιχειρεί να εμπαίξει την τρόικα εμφανίζοντας «παραιτημένους» ως «απολυόμενους». Ένα Δημόσιο που, πεισματικά, αρνείται να αλλάξει.
Οι ιστορίες των δύο εκπαιδευτικών ήρθαν ταυτόχρονα στη δημοσιότητα. Ο καθηγητής που απείχε για δύο χρόνια έγινε θέμα στα ελληνικά ΜΜΕ ως ένα, πρώτο, δείγμα εξυγίανσης του Δημοσίου από τους «κοπανατζήδες».
Ο καθηγητής, πάλι, που παραιτήθηκε μόνος του, αλλά τώρα θέλουν να τον απολύσουν ως «επίορκο», ονομάζεται Αλέξανδρος Χριστοδούλου και έχει ήδη ξεκινήσει την πορεία του στις νέες τεχνολογίες.
Ο Χριστοδούλου έγινε κεντρικό θέμα στον βρετανικό Independent, υπό τον τίτλο: «Η Ελλάδα θέλει να περιορίσει το Δημόσιο. Αυτός ο άνδρας θέλει να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή. Γιατί, λοιπόν, χρειάζονται δύο χρόνια;».
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή
Του Γιώργου Π. Τερζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου