Μία από τις βασικές αιτίες της οικονομικής κρίσης ήταν ότι οι τράπεζες δάνειζαν αλόγιστα, «μόχλευσαν» υπερβολικά τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, επεκτάθηκαν πέρα από κάθε έλεγχο. Σωστά λοιπόν οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης ανταποκρίθηκαν στη λαϊκή απαίτηση να θεσπιστούν αυστηροί κανόνες κατά της ασυδοσίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κανόνες αυτοί αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, το ποσοστό των άμεσα ρευστοποιήσιμων στοιχείων του χαρτοφυλακίου τους, τις προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.ο.κ. Ομως, έτσι η ρευστότητα στην αγορά μειώθηκε, τα δάνεια έγιναν πιο δύσκολα και άρα επηρεάστηκαν αρνητικά οι προοπτικές ανάπτυξης των οικονομιών, ειδικά στην περιφέρεια της Ευρώπης.
Ζητήσαμε επίσης να επιμεριστεί το βάρος της ελληνικής χρεοκοπίας και στους πιστωτές του κράτους και να μην πέσει αποκλειστικά στους φορολογούμενους. Πρόκειται για επίσης δίκαιη απαίτηση, αφού όσοι δάνειζαν τη χώρα μας φθηνά και απεριόριστα όφειλαν να είναι πιο προσεκτικοί και να έχουν προβλέψει την κατάληξη της δημοσιονομικής εκτροπής. Το αποτέλεσμα όμως της ικανοποίησης του δίκαιου αυτού αιτήματος είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες (και τα ασφαλιστικά ταμεία) υπέστησαν τεράστιες απώλειες και έτσι μειώθηκαν δραματικά τα περιθώριά τους για παροχή ρευστότητας στην οικονομία μας. Ανάλογο πλήγμα υπέστησαν και επιχειρηματίες που είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα και από τους οποίους η χώρα αναμένει να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Οι επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη είναι γνωστές σε όλους μας.
Απολύτως ορθή ήταν και η απαίτηση να μην κληθεί ξανά να πληρώσει ο φορολογούμενος τη χρεοκοπία ιδιωτικών τραπεζών. Ετσι, έντεκα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αποφάσισαν να επιβάλουν φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μετοχών και παραγώγων, από 1/1/2014, και να θεσπίσουν επίσης ανώτατο όριο στα μπόνους των τραπεζικών στελεχών και των μάνατζερ hedge funds, ώστε να μην επιβραβεύονται τα υπερβολικά κέρδη, τα οποία συνήθως οφείλονται στην ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Οι παρενέργειες της δίκαιης αυτής απαίτησης έχουν αρχίσει να γίνονται αντιληπτές. Τα χρηματιστήρια της Ευρώπης θα πληγούν, οι τράπεζες της ηπείρου μας θα συναγωνίζονται με άνισους όρους τις τράπεζες του υπολοίπου κόσμου και οι αρχικές εκτιμήσεις για μείωση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 0,35%, συνεπεία των παραπάνω αποφάσεων, θεωρούνται πλέον υπερβολικά αισιόδοξες.
Δίκαια και λογικά ακούγονταν και τα επιχειρήματα όσων υποστήριζαν ότι δεν μπορούν να αναλάβουν οι Ευρωπαίοι και οι Κύπριοι φορολογούμενοι το βάρος της εγγύησης των -αμφιβόλου προελεύσεως- καταθέσεων Ρώσων πολυεκατομμυριούχων, ούτε να εκτοξευθεί το χρέος της Μεγαλονήσου σε μη βιώσιμα επίπεδα μόνο και μόνο για να προστατευθεί ένα καθεστώς φορολογικού παραδείσου. Η δραματική ύφεση που θα επιφέρει όμως η λήψη μιας φαινομενικά δίκαιης απόφασης για την τύχη των μεγαλοκαταθετών στην Κύπρο, αλλά και η παράταση της αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη, πάλι τον Κύπριο και Ευρωπαίο φορολογούμενο θα πλήξει.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι ο πρώην επικεφαλής της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Αλαν Γκρίνσπαν, κατηγορήθηκε ότι -κρατώντας υπερβολικά χαμηλά τα επιτόκια επί χρόνια και παρέχοντας άφθονη ρευστότητα σε ένα δυσλειτουργικό σύστημα- καλλιέργησε ιδανικές συνθήκες για να δημιουργηθούν «φούσκες» στην αγορά. Οι «φούσκες» αυτές αναπόφευκτα έσκασαν και το τίμημα το πληρώσαμε όλοι. Σήμερα, πάνδημη είναι και πάλι η απαίτηση των «ειδικών» να κρατηθούν όσο πιο χαμηλά γίνεται τα επιτόκια επ’ αόριστον, να δημιουργήσουν νέο χρήμα οι κεντρικές τράπεζες, να αυξηθεί η ρευστότητα στο σύστημα. Ηδη οι Γερμανοί προειδοποιούν -και δικαίως- ότι έτσι θα στρώσουμε τον δρόμο για μια νέα «φούσκα» και ένα νέο κραχ, κυρίως στις ΗΠΑ.
Με τα παραπάνω, δεν θέλω βεβαίως να υποστηρίξω ότι κακώς ικανοποιήθηκαν δίκαια αιτήματα κυβερνήσεων, ούτε ότι κακώς υιοθετήθηκαν πιο αυστηροί κανόνες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης ούτε ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να κλείσουν την κάνουλα της ρευστότητας εν μέσω κρίσης. Ωστόσο, καθημερινά αποδεικνύεται ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ότι, σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, κάθε επιλογή έχει και ένα τίμημα και μάλιστα βαρύ. Η εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στο κοινωνικά δίκαιο, το πολιτικά εφικτό και σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε οικονομικά βιώσιμο, θα απαιτήσει χρόνο, επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων μας και επώδυνους συμβιβασμούς.
Του Νίκου Χρυσολωρά
Πηγή: kathimerini.gr
Ζητήσαμε επίσης να επιμεριστεί το βάρος της ελληνικής χρεοκοπίας και στους πιστωτές του κράτους και να μην πέσει αποκλειστικά στους φορολογούμενους. Πρόκειται για επίσης δίκαιη απαίτηση, αφού όσοι δάνειζαν τη χώρα μας φθηνά και απεριόριστα όφειλαν να είναι πιο προσεκτικοί και να έχουν προβλέψει την κατάληξη της δημοσιονομικής εκτροπής. Το αποτέλεσμα όμως της ικανοποίησης του δίκαιου αυτού αιτήματος είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες (και τα ασφαλιστικά ταμεία) υπέστησαν τεράστιες απώλειες και έτσι μειώθηκαν δραματικά τα περιθώριά τους για παροχή ρευστότητας στην οικονομία μας. Ανάλογο πλήγμα υπέστησαν και επιχειρηματίες που είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα και από τους οποίους η χώρα αναμένει να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Οι επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη είναι γνωστές σε όλους μας.
Απολύτως ορθή ήταν και η απαίτηση να μην κληθεί ξανά να πληρώσει ο φορολογούμενος τη χρεοκοπία ιδιωτικών τραπεζών. Ετσι, έντεκα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αποφάσισαν να επιβάλουν φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μετοχών και παραγώγων, από 1/1/2014, και να θεσπίσουν επίσης ανώτατο όριο στα μπόνους των τραπεζικών στελεχών και των μάνατζερ hedge funds, ώστε να μην επιβραβεύονται τα υπερβολικά κέρδη, τα οποία συνήθως οφείλονται στην ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Οι παρενέργειες της δίκαιης αυτής απαίτησης έχουν αρχίσει να γίνονται αντιληπτές. Τα χρηματιστήρια της Ευρώπης θα πληγούν, οι τράπεζες της ηπείρου μας θα συναγωνίζονται με άνισους όρους τις τράπεζες του υπολοίπου κόσμου και οι αρχικές εκτιμήσεις για μείωση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 0,35%, συνεπεία των παραπάνω αποφάσεων, θεωρούνται πλέον υπερβολικά αισιόδοξες.
Δίκαια και λογικά ακούγονταν και τα επιχειρήματα όσων υποστήριζαν ότι δεν μπορούν να αναλάβουν οι Ευρωπαίοι και οι Κύπριοι φορολογούμενοι το βάρος της εγγύησης των -αμφιβόλου προελεύσεως- καταθέσεων Ρώσων πολυεκατομμυριούχων, ούτε να εκτοξευθεί το χρέος της Μεγαλονήσου σε μη βιώσιμα επίπεδα μόνο και μόνο για να προστατευθεί ένα καθεστώς φορολογικού παραδείσου. Η δραματική ύφεση που θα επιφέρει όμως η λήψη μιας φαινομενικά δίκαιης απόφασης για την τύχη των μεγαλοκαταθετών στην Κύπρο, αλλά και η παράταση της αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη, πάλι τον Κύπριο και Ευρωπαίο φορολογούμενο θα πλήξει.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι ο πρώην επικεφαλής της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Αλαν Γκρίνσπαν, κατηγορήθηκε ότι -κρατώντας υπερβολικά χαμηλά τα επιτόκια επί χρόνια και παρέχοντας άφθονη ρευστότητα σε ένα δυσλειτουργικό σύστημα- καλλιέργησε ιδανικές συνθήκες για να δημιουργηθούν «φούσκες» στην αγορά. Οι «φούσκες» αυτές αναπόφευκτα έσκασαν και το τίμημα το πληρώσαμε όλοι. Σήμερα, πάνδημη είναι και πάλι η απαίτηση των «ειδικών» να κρατηθούν όσο πιο χαμηλά γίνεται τα επιτόκια επ’ αόριστον, να δημιουργήσουν νέο χρήμα οι κεντρικές τράπεζες, να αυξηθεί η ρευστότητα στο σύστημα. Ηδη οι Γερμανοί προειδοποιούν -και δικαίως- ότι έτσι θα στρώσουμε τον δρόμο για μια νέα «φούσκα» και ένα νέο κραχ, κυρίως στις ΗΠΑ.
Με τα παραπάνω, δεν θέλω βεβαίως να υποστηρίξω ότι κακώς ικανοποιήθηκαν δίκαια αιτήματα κυβερνήσεων, ούτε ότι κακώς υιοθετήθηκαν πιο αυστηροί κανόνες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης ούτε ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να κλείσουν την κάνουλα της ρευστότητας εν μέσω κρίσης. Ωστόσο, καθημερινά αποδεικνύεται ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ότι, σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, κάθε επιλογή έχει και ένα τίμημα και μάλιστα βαρύ. Η εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στο κοινωνικά δίκαιο, το πολιτικά εφικτό και σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε οικονομικά βιώσιμο, θα απαιτήσει χρόνο, επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων μας και επώδυνους συμβιβασμούς.
Του Νίκου Χρυσολωρά
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου