Γιατί αποτυγχάνει η «προσπάθεια σωτηρίας της Ελλάδας» στα πλαίσια της ευρωζώνης; (Η άποψη διάφορων γερμανικών οικονομικών «Think tank”): Πολλοί γερμανοί πολιτικοί (που βρίσκονται σε διάφορα κόμματα) υποστηρίζουν ότι για την αποτυχία της «σωτηρίας μας», φταίνε οι πολιτικοί σαν τον Παπανδρέου και τον Σαμαρά. Ιδίως ο δεύτερος που από τότε που ξεκίνησαν τα «μνημόνια»-σαν αντιπολίτευση-δε τα στήριξε. Τώρα που υπάρχει κυβέρνηση και στήριξη από 3 κόμματα και ο Σαμαράς έπεισε μάλλον τη Μέρκελ, ότι αυτά που έλεγε τότε δεν τα εννοούσε, αλλά τα έλεγε απλώς για να γίνει πρωθυπουργός, πολλοί πολιτικοί ελπίζουν ξανά στην επιτυχία του προγράμματος «σωτηρίας».
Όχι όλοι βέβαια, ιδίως κάποιοι κύκλοι και λόμπυ από τα κόμματα FDP και CSU, που συμμετέχουν στη κυβέρνηση και που δεν έχουν πεισθεί ακόμα για το πότε ο Σαμαράς έλεγε ψέματα, τότε ή τώρα. Αυτοί οι κύκλοι θέλουν-έτσι και αλλιώς- την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, σαν παράδειγμα «τιμωρίας» και αποφυγής για τους νοτιοευρωπαίους «ναυαγούς» των δημοσιονομικών χρεών.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους οικονομικούς κύκλους. Σημαντικά γερμανικά «Think tank” θεωρούν ότι η Ευρωζώνη υποφέρει από τις στρεβλώσεις των εσωτερικών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό είναι και η αιτία για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, στα πλαίσιά της.
Έτσι για την Ελλάδα θεωρούν σαν λύση την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επαναφορά της δραχμής, όχι σαν τιμωρία, αλλά διέξοδο.
Δικαιολογούν την άποψή τους ως εξής:
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, το οποίο για τη φετινή χρονιά υπολογίζεται σε περίπου 160 δισεκατομμύρια € από το Ινστιτούτο Ifo έπιασε ένα νέο ρεκόρ. Αυτό οδηγεί σε παραπέρα «μακροοικονομικές ανισορροπίες». Το «επιχειρηματικό μοντέλο» της Γερμανίας έχει επικεντρωθεί στις εξαγωγές και ακολουθεί πολιτικές σκληρού περιορισμού των μισθών.
Και επειδή είναι η κυρίαρχη οικονομία στην Ευρώπη, επιβάλει σχεδόν στις χώρες της κρίσης ελλείμματα στο εξωτερικό τους εμπόριο και με αυτόν τον τρόπο τις βλάπτει ουσιαστικά.
Οι εμπορικές ανισορροπίες στη ζώνη του ευρώ έχουν να κάνουν ουσιαστικά με τις βασικές στρεβλώσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Λόγω της ανάπτυξης διαφορετικών ανταγωνιστικών δυνατοτήτων, οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των χωρών του ευρώ έχουν αποκλίνει. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα: για τις ελλειμματικές χώρες το ευρώ αποτιμάται πολύ ψηλά και για τις χώρες με πλεονάσματα σε χαμηλά επίπεδα. Έχουμε για παράδειγμα: υπερτιμημένο ελληνικό ευρώ και υποτιμημένο γερμανικό ευρώ!
Πραγματικά, η Ελλάδα έχει μια ανάγκη υποτίμησης κατά πάσα πιθανότητα από 40 έως 50%. Το "ελληνικό ευρώ" είναι λοιπόν πολύ υπερτιμημένο. Αντίθετα, το «γερμανικό ευρώ" είναι σημαντικά υποτιμημένο, κατά πάσα πιθανότητα κατά 15 έως 20%, πράγμα που σημαίνει ότι η Γερμανία έχει ανάγκη από μια τέτοια υπερτίμηση.
Όλες οι άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ βρίσκονται στο ενδιάμεσο: η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος θα χρειαστεί να υποτιμήσουν περίπου 18 με 22%, η Σλοβενία, η Σλοβακία και την Ιταλία, περίπου 10 με 15%, η Γαλλία και η Ιρλανδία περίπου 5 έως 10%. Ανάγκη για υπερτίμηση έχουν Βέλγιο περίπου 6 έως 8%, και η Εσθονία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Αυστρία για 10 με 12%.
Η ζώνη του ευρώ είναι, κατά συνέπεια, μια περιοχή εσωτερικά ευθυγραμμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εδώ βρίσκεται στην ουσία η βάση για την εξήγηση, όχι μόνο των αποκλινόντων ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και των άλλων στρεβλώσεων στην κατανομή των πόρων της ζώνης του ευρώ.
Γιατί κάθε υπερτίμηση του νομίσματος μιας χώρας λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τις εξαγωγές και σαν έμμεση επιδότηση του συνόλου των εισαγωγών, με αποτέλεσμα η χώρα να εξάγει πολύ λίγο και εισάγει πάρα πολύ, ώστε να έχει υπερβολικό πλεόνασμα των εισαγωγών.
Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγική δομή της χώρας παραμορφώνεται: οι εξαγωγές και τομείς υποκατάστασης των εισαγωγών υποαναπτύσσονται, ενώ εισαγωγικός τομέας υπερμεγενθύνεται. Έτσι η σημερινή υπερτίμηση για την Ελλάδα λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τις εξαγωγές και σαν επιδότηση για τις εισαγωγές.
Η υποτίμηση ενός νομίσματος αντανακλά αναλόγως στρεβλωτικές επιπτώσεις: έμμεση επιδότηση της εγχώριας παραγωγής που προορίζεται για εξαγωγή, με συνέπεια έναν υπερμεγέθη τομέα εξαγωγών, στον οποίο μπορούν και ευδοκιμούν, έστω και οριακά, προμηθευτές οι οποίοι θα είχαν εξαλειφθεί σαν ασύμφοροι, αν επικρατούσε ισότιμο νόμισμα.
Την ίδια στιγμή επιδοτεί τους ξένους αγοραστές, ενώ λειτουργεί και σαν εμπόδιο για τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα τα υπερβολικά εξωτερικά πλεονάσματα, τα οποία δείχνουν ότι η γερμανική κοινωνία π.χ. χρησιμοποιεί λιγότερο εθνικό προϊόν από ό, τι δημιούργησε, και κατά συνέπεια εξάγει αντίστοιχο κεφάλαιο. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση στη Γερμανία, που προκαλεί τέτοια έντονη κριτική στη ζώνη του ευρώ .
Σταθερές εσωτερικές συναλλαγματικές ισοτιμίες ένα προς ένα του ευρώ, τα οποίο δεν είναι πλέον σε ισορροπία, δίνουν λάθος δεδομένα της αγοράς στους παραγωγούς-πωλητές, που οδηγούν σε άνιση κατανομή των πόρων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Η προβλεπόμενη από την εσωτερική ολοκλήρωση της αγοράς επιθυμητή αλληλοδιείσδυση των αγορών με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα, παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό εντός της ζώνης του ευρώ από τις άνισες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Έτσι η ζώνη του ευρώ, σαν μια περιοχή επένδυσης, χάνει το πλεονέκτημά της στο διεθνή ανταγωνισμό.
Τι πρέπει να γίνει; Σύμφωνα με τον κανόνα: δεν είναι ο υγιής που χρειάζεται θεραπεία, αλλά ο ασθενής, θα πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο κύρια οι ελλειμματικές χώρες, διότι η ανάγκη υποτίμησης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη ανταγωνιστικότητάς τους. Έτσι μπαίνει στην ημερήσια διάταξη των ελλειμματικών χωρών η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω ανάπτυξης πολιτικών ενθάρρυνσης των πλευρών προσφοράς, προκειμένου να αυξηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία τους, και έτσι να πετύχουν τιμές ισορροπίας.
Μια τέτοια όμως στρατηγική μπορεί να πετύχει σε χώρες των οποίων η ανάγκη για υποτίμηση δεν είναι πολύ υψηλή. Για την Ελλάδα, που έχει εξαιρετικά υψηλή ανάγκη υποτίμησης, η στρατηγική αυτή δεν είναι ρεαλιστική, διότι την συγκλονίζει η συντριπτική υπερτίμηση του ευρώ. Για αυτό η Ελλάδα πρέπει να βαδίσει τον δρόμο της κατανομής του βάρους της προσαρμογής: εσωτερική διέγερση της ανάπτυξης και ταυτόχρονα να βάλει «όπισθεν» στην υπερτίμηση. Το τελευταίο συνεπάγεται την απόσυρση της Ελλάδας από το ευρώ και την επανεισαγωγή της δραχμής.
Γιατί η έξοδος από το ευρώ θα αύξαινε την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ζώνη του ευρώ, μπορεί και θα τα καταφέρει να εξαλείψει-μέσω μιας ισχυρής υποτίμησης της δραχμής- την κακή κατανομή της παραγωγικής δομής της: όχι ξαφνικά, αλλά σταδιακά με μια χρονική επιμήκυνση της διαδικασίας προσαρμογής.
Αυτή η ρεαλιστική ανάλυση, η οποία στη γενική θεωρία και την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι πραγματικά κοινή λογική, έρχεται έντονα σε αντίθεση με όσους επιχειρηματολογούν ενάντια στην αποχώρηση της Ελλάδας, που υποστηρίζουν ότι μια υποτίμηση δεν θα βοηθούσε τη χώρα, αλλά μάλλον κακό θα της έκανε, διότι η εξαγωγική της βάση (κυρίως τουρισμός, πλοία- ναυτιλία και γεωργία) είναι πολύ μικρή και η υποτίμηση θα έχει μόνο μια αρνητική επίδραση στην αγοραστική δύναμη για προϊόντα εισαγωγής.
Το ότι η υποτίμηση μπορεί να διευρύνει την εξαγωγική βάση με νέα αγαθά, που λόγω του υπερτιμημένου ευρώ δεν παράγονταν στην Ελλάδα στο παρελθόν, το ότι δηλαδή το χαρτοφυλάκιο των εξαγωγών μπορεί να διευρυνθεί και να υπάρξει διαφορετική κατανομή των πόρων και της δράσης, δεν αναγνωρίζεται ως μια λογική δυνατότητα σε αυτή την οπτική. Η έξοδος από το ευρώ θα βελτίωνε, μέσω της υποτίμησης, το σύνολο της εγχώριας παραγωγικής δομής, όχι μόνο με κριτήριο τον προσανατολισμό προς την αγορά, αλλά επίσης και θα την διεύρυνε και θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αυτό δε μπορεί να φέρει σε πέρας καμιά «φιλοσοφία διάσωσης», όπως προπαγανδίζεται σήμερα με όλο και νέες ακριβές παραλλαγές και προωθείται σε πολιτικό επίπεδο. Πακέτα διάσωσης διατηρούν τις στρεβλώσεις στη ζώνη του ευρώ, αντί να τις σπάσουν. "Αγορά χρόνου» είναι το σύνθημα, αλλά οι «διασώσεις» περνάνε λάθος μηνύματα κατά τη διάρκεια του «αγορασμένου χρόνου», επειδή συνεχίζουν να χρηματοδοτούν υφιστάμενα εξωτερικά εμπορικά ελλείμματα, αντί να τα διορθώνουν.
Και ένα σχόλιο από τη μεριά μας: τα παραπάνω εκτιμούν γερμανοί οικονομολόγοι, πιθανά όχι ανιδιοτελώς. Όμως αυτά λέει και η κοινή λογική. Η καπιταλιστική κοινή λογική βεβαίως, που στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς.
Για μια οικονομία των κοινωνικών αναγκών, της αλληλεγγύης των «από κάτω», καθώς και της αλληλεγγύης προς τις επερχόμενες ελληνικές γενιές, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι επιθυμητή και «μονόδρομος». Έπρεπε να είχε γίνει καλύτερα από το 2009, δεν θα είχαμε χάσει τόσο χρόνο και πόρους που πέρασαν στους τοκογλύφους.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, αρκεί ο ελληνικός λαός να μη συνεχίσει να θεωρεί «τιμωρία» την έξοδο.
Να καταλάβουμε ότι η«σωτηρία» που μας προσφέρει η ευρωζώνη είναι η κοινωνική, ψυχολογική και οικολογική μας κατάρρευση.
Να αντιληφθούμε ότι η μακροπρόθεσμη λύση για μας είναι η απόρριψη όλων αυτών των πολιτικών και η στροφή προς την κοινωνική και
αλληλέγγυα οικονομία των αναγκών, των αναγκών που θα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της μετάβασης προς μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.
Για τα πρώτα βήματα αυτής της μετάβασης δείτε το:
http://topikopoiisi.blogspot.gr/p/blog-page_9619.html
Όχι όλοι βέβαια, ιδίως κάποιοι κύκλοι και λόμπυ από τα κόμματα FDP και CSU, που συμμετέχουν στη κυβέρνηση και που δεν έχουν πεισθεί ακόμα για το πότε ο Σαμαράς έλεγε ψέματα, τότε ή τώρα. Αυτοί οι κύκλοι θέλουν-έτσι και αλλιώς- την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, σαν παράδειγμα «τιμωρίας» και αποφυγής για τους νοτιοευρωπαίους «ναυαγούς» των δημοσιονομικών χρεών.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους οικονομικούς κύκλους. Σημαντικά γερμανικά «Think tank” θεωρούν ότι η Ευρωζώνη υποφέρει από τις στρεβλώσεις των εσωτερικών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό είναι και η αιτία για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, στα πλαίσιά της.
Έτσι για την Ελλάδα θεωρούν σαν λύση την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επαναφορά της δραχμής, όχι σαν τιμωρία, αλλά διέξοδο.
Δικαιολογούν την άποψή τους ως εξής:
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, το οποίο για τη φετινή χρονιά υπολογίζεται σε περίπου 160 δισεκατομμύρια € από το Ινστιτούτο Ifo έπιασε ένα νέο ρεκόρ. Αυτό οδηγεί σε παραπέρα «μακροοικονομικές ανισορροπίες». Το «επιχειρηματικό μοντέλο» της Γερμανίας έχει επικεντρωθεί στις εξαγωγές και ακολουθεί πολιτικές σκληρού περιορισμού των μισθών.
Και επειδή είναι η κυρίαρχη οικονομία στην Ευρώπη, επιβάλει σχεδόν στις χώρες της κρίσης ελλείμματα στο εξωτερικό τους εμπόριο και με αυτόν τον τρόπο τις βλάπτει ουσιαστικά.
Οι εμπορικές ανισορροπίες στη ζώνη του ευρώ έχουν να κάνουν ουσιαστικά με τις βασικές στρεβλώσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Λόγω της ανάπτυξης διαφορετικών ανταγωνιστικών δυνατοτήτων, οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των χωρών του ευρώ έχουν αποκλίνει. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα: για τις ελλειμματικές χώρες το ευρώ αποτιμάται πολύ ψηλά και για τις χώρες με πλεονάσματα σε χαμηλά επίπεδα. Έχουμε για παράδειγμα: υπερτιμημένο ελληνικό ευρώ και υποτιμημένο γερμανικό ευρώ!
Πραγματικά, η Ελλάδα έχει μια ανάγκη υποτίμησης κατά πάσα πιθανότητα από 40 έως 50%. Το "ελληνικό ευρώ" είναι λοιπόν πολύ υπερτιμημένο. Αντίθετα, το «γερμανικό ευρώ" είναι σημαντικά υποτιμημένο, κατά πάσα πιθανότητα κατά 15 έως 20%, πράγμα που σημαίνει ότι η Γερμανία έχει ανάγκη από μια τέτοια υπερτίμηση.
Όλες οι άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ βρίσκονται στο ενδιάμεσο: η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος θα χρειαστεί να υποτιμήσουν περίπου 18 με 22%, η Σλοβενία, η Σλοβακία και την Ιταλία, περίπου 10 με 15%, η Γαλλία και η Ιρλανδία περίπου 5 έως 10%. Ανάγκη για υπερτίμηση έχουν Βέλγιο περίπου 6 έως 8%, και η Εσθονία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Αυστρία για 10 με 12%.
Η ζώνη του ευρώ είναι, κατά συνέπεια, μια περιοχή εσωτερικά ευθυγραμμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εδώ βρίσκεται στην ουσία η βάση για την εξήγηση, όχι μόνο των αποκλινόντων ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και των άλλων στρεβλώσεων στην κατανομή των πόρων της ζώνης του ευρώ.
Γιατί κάθε υπερτίμηση του νομίσματος μιας χώρας λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τις εξαγωγές και σαν έμμεση επιδότηση του συνόλου των εισαγωγών, με αποτέλεσμα η χώρα να εξάγει πολύ λίγο και εισάγει πάρα πολύ, ώστε να έχει υπερβολικό πλεόνασμα των εισαγωγών.
Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγική δομή της χώρας παραμορφώνεται: οι εξαγωγές και τομείς υποκατάστασης των εισαγωγών υποαναπτύσσονται, ενώ εισαγωγικός τομέας υπερμεγενθύνεται. Έτσι η σημερινή υπερτίμηση για την Ελλάδα λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τις εξαγωγές και σαν επιδότηση για τις εισαγωγές.
Η υποτίμηση ενός νομίσματος αντανακλά αναλόγως στρεβλωτικές επιπτώσεις: έμμεση επιδότηση της εγχώριας παραγωγής που προορίζεται για εξαγωγή, με συνέπεια έναν υπερμεγέθη τομέα εξαγωγών, στον οποίο μπορούν και ευδοκιμούν, έστω και οριακά, προμηθευτές οι οποίοι θα είχαν εξαλειφθεί σαν ασύμφοροι, αν επικρατούσε ισότιμο νόμισμα.
Την ίδια στιγμή επιδοτεί τους ξένους αγοραστές, ενώ λειτουργεί και σαν εμπόδιο για τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα τα υπερβολικά εξωτερικά πλεονάσματα, τα οποία δείχνουν ότι η γερμανική κοινωνία π.χ. χρησιμοποιεί λιγότερο εθνικό προϊόν από ό, τι δημιούργησε, και κατά συνέπεια εξάγει αντίστοιχο κεφάλαιο. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση στη Γερμανία, που προκαλεί τέτοια έντονη κριτική στη ζώνη του ευρώ .
Σταθερές εσωτερικές συναλλαγματικές ισοτιμίες ένα προς ένα του ευρώ, τα οποίο δεν είναι πλέον σε ισορροπία, δίνουν λάθος δεδομένα της αγοράς στους παραγωγούς-πωλητές, που οδηγούν σε άνιση κατανομή των πόρων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Η προβλεπόμενη από την εσωτερική ολοκλήρωση της αγοράς επιθυμητή αλληλοδιείσδυση των αγορών με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα, παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό εντός της ζώνης του ευρώ από τις άνισες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Έτσι η ζώνη του ευρώ, σαν μια περιοχή επένδυσης, χάνει το πλεονέκτημά της στο διεθνή ανταγωνισμό.
Τι πρέπει να γίνει; Σύμφωνα με τον κανόνα: δεν είναι ο υγιής που χρειάζεται θεραπεία, αλλά ο ασθενής, θα πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο κύρια οι ελλειμματικές χώρες, διότι η ανάγκη υποτίμησης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη ανταγωνιστικότητάς τους. Έτσι μπαίνει στην ημερήσια διάταξη των ελλειμματικών χωρών η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω ανάπτυξης πολιτικών ενθάρρυνσης των πλευρών προσφοράς, προκειμένου να αυξηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία τους, και έτσι να πετύχουν τιμές ισορροπίας.
Μια τέτοια όμως στρατηγική μπορεί να πετύχει σε χώρες των οποίων η ανάγκη για υποτίμηση δεν είναι πολύ υψηλή. Για την Ελλάδα, που έχει εξαιρετικά υψηλή ανάγκη υποτίμησης, η στρατηγική αυτή δεν είναι ρεαλιστική, διότι την συγκλονίζει η συντριπτική υπερτίμηση του ευρώ. Για αυτό η Ελλάδα πρέπει να βαδίσει τον δρόμο της κατανομής του βάρους της προσαρμογής: εσωτερική διέγερση της ανάπτυξης και ταυτόχρονα να βάλει «όπισθεν» στην υπερτίμηση. Το τελευταίο συνεπάγεται την απόσυρση της Ελλάδας από το ευρώ και την επανεισαγωγή της δραχμής.
Γιατί η έξοδος από το ευρώ θα αύξαινε την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ζώνη του ευρώ, μπορεί και θα τα καταφέρει να εξαλείψει-μέσω μιας ισχυρής υποτίμησης της δραχμής- την κακή κατανομή της παραγωγικής δομής της: όχι ξαφνικά, αλλά σταδιακά με μια χρονική επιμήκυνση της διαδικασίας προσαρμογής.
Αυτή η ρεαλιστική ανάλυση, η οποία στη γενική θεωρία και την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι πραγματικά κοινή λογική, έρχεται έντονα σε αντίθεση με όσους επιχειρηματολογούν ενάντια στην αποχώρηση της Ελλάδας, που υποστηρίζουν ότι μια υποτίμηση δεν θα βοηθούσε τη χώρα, αλλά μάλλον κακό θα της έκανε, διότι η εξαγωγική της βάση (κυρίως τουρισμός, πλοία- ναυτιλία και γεωργία) είναι πολύ μικρή και η υποτίμηση θα έχει μόνο μια αρνητική επίδραση στην αγοραστική δύναμη για προϊόντα εισαγωγής.
Το ότι η υποτίμηση μπορεί να διευρύνει την εξαγωγική βάση με νέα αγαθά, που λόγω του υπερτιμημένου ευρώ δεν παράγονταν στην Ελλάδα στο παρελθόν, το ότι δηλαδή το χαρτοφυλάκιο των εξαγωγών μπορεί να διευρυνθεί και να υπάρξει διαφορετική κατανομή των πόρων και της δράσης, δεν αναγνωρίζεται ως μια λογική δυνατότητα σε αυτή την οπτική. Η έξοδος από το ευρώ θα βελτίωνε, μέσω της υποτίμησης, το σύνολο της εγχώριας παραγωγικής δομής, όχι μόνο με κριτήριο τον προσανατολισμό προς την αγορά, αλλά επίσης και θα την διεύρυνε και θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αυτό δε μπορεί να φέρει σε πέρας καμιά «φιλοσοφία διάσωσης», όπως προπαγανδίζεται σήμερα με όλο και νέες ακριβές παραλλαγές και προωθείται σε πολιτικό επίπεδο. Πακέτα διάσωσης διατηρούν τις στρεβλώσεις στη ζώνη του ευρώ, αντί να τις σπάσουν. "Αγορά χρόνου» είναι το σύνθημα, αλλά οι «διασώσεις» περνάνε λάθος μηνύματα κατά τη διάρκεια του «αγορασμένου χρόνου», επειδή συνεχίζουν να χρηματοδοτούν υφιστάμενα εξωτερικά εμπορικά ελλείμματα, αντί να τα διορθώνουν.
Και ένα σχόλιο από τη μεριά μας: τα παραπάνω εκτιμούν γερμανοί οικονομολόγοι, πιθανά όχι ανιδιοτελώς. Όμως αυτά λέει και η κοινή λογική. Η καπιταλιστική κοινή λογική βεβαίως, που στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς.
Για μια οικονομία των κοινωνικών αναγκών, της αλληλεγγύης των «από κάτω», καθώς και της αλληλεγγύης προς τις επερχόμενες ελληνικές γενιές, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι επιθυμητή και «μονόδρομος». Έπρεπε να είχε γίνει καλύτερα από το 2009, δεν θα είχαμε χάσει τόσο χρόνο και πόρους που πέρασαν στους τοκογλύφους.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, αρκεί ο ελληνικός λαός να μη συνεχίσει να θεωρεί «τιμωρία» την έξοδο.
Να καταλάβουμε ότι η«σωτηρία» που μας προσφέρει η ευρωζώνη είναι η κοινωνική, ψυχολογική και οικολογική μας κατάρρευση.
Να αντιληφθούμε ότι η μακροπρόθεσμη λύση για μας είναι η απόρριψη όλων αυτών των πολιτικών και η στροφή προς την κοινωνική και
αλληλέγγυα οικονομία των αναγκών, των αναγκών που θα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της μετάβασης προς μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.
Για τα πρώτα βήματα αυτής της μετάβασης δείτε το:
http://topikopoiisi.blogspot.gr/p/blog-page_9619.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου