Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

3η Στην Ελλάδα Η Λαμιώτισα Χρύσα Παρλαβάντζα

Το διήγημα της μικρής Χρύσας Παρλαβάντζα από τη Λαμία στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και Διηγήματος κατέκτησε την τρίτη θέση.
Τα μπράβο μας και τις ευχές μας για ότι καλύτερο.
Διαβάστε το ιστορικό διήγημα της ταλαντούχας Χρύσας, που μας έκανε υπερήφανους.
Η ηχώ των Μουδανιών – Χρύσα Παρλαβάντζα

Ήταν παραμονή της κοίμησης της Θεοτόκου. Παντού ακουγόταν ο χαρούμενος  ήχος της καμπάνας από την εκκλησία της Αγίας Άννας. Ο ήλιος την έλουζε με τις ακτίνες του ενώ η θάλασσα χόρευε σύμφωνα με την γλυκιά μελωδία του ζεστού αέρα. Τα ψαροκάικα μόλις είχαν γυρίσει από την πρωινή τους εξόρμηση στον  Κόλπο της Προποντίδας. Όλα κυλούσαν ήρεμα στην μικρή πόλη. Οι σχέσεις ανάμεσα στους έλληνες και τούρκους κατοίκους ήταν πολύ καλές διότι υπήρχε ομόνοια μεταξύ τους. Κανένας από τους δύο λαούς δεν θα μπορούσε ούτε θα τολμούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε τις επόμενες μέρες καθώς, δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδι δυστυχίας .Οι κάτοικοι ζούσαν ήρεμα και σχεδόν όλοι ήταν εύποροι και πολύ σπάνια έβλεπες δείγμα πενίας. Η πόλη των Μουδανιών συνδύαζε το χριστιανικό με τον αρχαίο πολιτισμό, καθώς υπήρχαν τρείς ορθόδοξοι ναοί (Αγ.Άννα, Αγ.Γεώργιος  και Αγ.Θεοδοσία) και αντίστοιχα πέντε αρχαίοι από τους οποίους είχαν απομείνει μόνο ερείπια καθώς στην προβυζαντινή  εποχή το χωριό είχε υποστεί επιδρομές από βαρβάρους. Επιπλέον τα Μουδανιά ήταν δεύτερα στο εμπόριο σε όλη την Προποντίδα αφού έκαναν εξαγωγές σε  άλευρα, βούτυρο, ζάχαρη ακόμα και πετρέλαιο σε σχεδόν όλες τις μικρασιατικές περιοχές και μέσω θαλάσσης αλλά και μέσω των σιδηροδρομικών γραμμών. Βέβαια , είχε χαμηλή παραγωγή ελιάς, παρόλο που το κλίμα ήταν ευνοϊκό. Πλούσια ήταν και η βιομηχανία αφού διέθετε είκοσι κλωστήρια και πέντε υφαντουργία. Ακόμα διέθετε οκτώ εκπαιδευτήρια και τέσσερις νοσοκομειακές μονάδες. Με λίγα λόγια η πόλη των Μουδανιών ήταν ένας πλήρης εξοπλισμένος μικρός παράδεισος, που εξασφάλιζε μια ασφαλή και ποιοτική ζωή στους πολίτες.
 22 Αυγούστου του 1922.
Ξαφνικά αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών σε ένα όχι και τόσο εύθυμο σκοπό. Θα έλεγε κανείς πως ο ήχος τους έμοιαζε περισσότερο σαν συναγερμός. Την εντολή αυτή την είχε δώσει ο Μητροπολίτης Διόδωρος, για να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Ο τουρκικός στρατός είχε εισβάλει στη Σμύρνη και είχε λεηλατήσει τα πάντα. Όλα είχαν γίνει στάχτη. Ο Μητροπολίτης με δάκρυα στα μάτια ανακοινώνει τον σφαγιασμό του Μητροπολίτη Χρυσόστομου και τον άσχημο και βάρβαρο τρόπο που του φέρθηκαν οι άπιστοι, όπως τους χαρακτήρισε. Όλοι είχαν μείνει άφωνοι. Και δυστυχώς τα χειρότερα νέα δεν είχαν έρθει ακόμα. Τους ανακοινώνεται πως πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη, γιατί σύντομα το ίδιο θα γινόταν και στο τόπο τους και ίσως σε χειρότερο βαθμό.
Έντρομοι οι κάτοικοι τρέχουν να μαζέψουν ότι μπορούν. Μέσα σε μια τέτοια δύσκολη κατάσταση τι μπορείς να πρωτοπάρεις; Τα οικογενειακά κειμήλια; Τα πολύτιμα αντικείμενα ή τις εικόνες; Και πού θα μπουν όλα αυτά;
Άλλοι ξεθάβουν τους δικούς τους νεκρούς, δεν τολμάει να περάσει από τη σκέψη τους ότι θα καταπατηθούν τα ιερά των προγόνων τους. Τα τοποθετούν ευλαβικά μέσα σε σεντόνια αφού πρώτα τα ξεπλένουν με λίγο κρασί. Μέσα σε λίγες ώρες τα πάντα θα έχουν χαθεί, λεηλατηθεί χωρίς κανένα έλεος. Και ταυτόχρονα γεννιούνται νέα αναπάντητα ερωτήματα: Πού θα πάμε; Πώς θα ζήσουμε εκεί; Θα γίνουμε αποδεκτοί ή θα μας θεωρούν ξένους παρόλο που είμαστε και εμείς Έλληνες και τρέχει στις φλέβες μας το ίδιο αίμα; Σε κάποια στιγμή οι σκέψεις σταματούν όταν ακούγεται μια κραυγή.
<<ΕΡΧΟΝΤΑΙ!ΤΡΕΞΤΕ ΝΑ ΣΩΘΕΙΤΕ!!!>> Όλοι τρέχουν στις βάρκες να σωθούν, ώσπου ξαφνικά ένας νέος με το όνομα Σωτήρης  τρέχει προς την εκκλησία της Αγίας Άννας και αρπάζει το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας Κορυφινής. Όμως το κακό δυστυχώς παραμονεύει. Ένας  Τούρκος αξιωματικός τον  βλέπει και γεμάτος οργή ετοιμάζεται να τον πυροβολήσει. Τρέχει όσο πιο γρήγορα  μπορεί με όλες του τις δυνάμεις όχι μόνο για να σωθεί αλλά και για να προστατεύσει αυτό το ιερό κειμήλιο αλλά και για να μην πενθήσουν η μάνα του και η αρραβωνιαστικιά του Γεωργία. Καταφέρνει να μπει στη βάρκα, και οι δύο γυναίκες μη μπορώντας να πιστέψουν σ ‘ αυτό το θαύμα με δάκρυα τον αγκαλιάζουν σφιχτά και ευχαριστούν το Θεό. Όλοι φωνάζουν <<ΗΡΩΑΣ>> και του δίνουν συγχαρητήρια. Με δάκρυα κοιτάζουν  τον άδικο ξεριζωμό τους. Παίρνουν μαζί τους μια τελευταία εικόνα της πατρίδας, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν. Που σε λίγο θα έχει καταστραφεί και λεηλατηθεί. Αυτές είναι οι μοναδικές σκέψεις που έχουν. Δεν υπάρχει ελπίδα! Πιστεύουν πως όλα έχουν χαθεί και οι πάντες σιγοψιθυρίζουν ένα γνώριμο  μοιρολόι…
<<‘Όλα συντρίμμια τα ιερά! Ξέσκαφτοι κι άδειοι οι τάφοι!
Μοιρολογούν πικρά οι γυαλοί κι ερμοί αγροικούν οι βράχοι την τραγωδία!
Η ανάμνηση σε όσους πονάνε φέρνει μια δακρυφόρα αναλαμπή του ονείρου που έχει σβήσει…>>
Τριάντα πλοιάρια και δέκα ψαροκάικα πλέουν για αρκετές μέρες.. Κανένα σημάδι στεριάς. Όλοι είναι καταπονημένοι, ταλαιπωρημένοι, εξαθλιωμένοι. Για μέρες είχαν μείνει χωρίς τροφή και νερό, αφού τα αποθέματα είχαν εξαντληθεί. Έξαφνα μέσα στο απέραντο γαλάζιο ακούγεται <<ΣΤΕΡΙΑΑΑ!>> Όλοι γυρνάνε και βλέπουν στεριά. Ευτυχισμένοι κλαίνε και αγκαλιάζονται, γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να πιστέψουν σε αυτό το θαύμα και ευχαριστούν την Παναγία Κορυφινή. Καθώς πλησιάζουν, παρατηρούν μια  μεγάλη ελιά με πελώρια κλαδιά που ήταν γεμάτη καρπούς.
Αυτή η ελιά έμελλε να γίνει ο φάρος ελπίδας για μια νέα αρχή σε ένα νέο τόπο , σε μια καινούργια πατρίδα, τα σημερινά Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής.

http://fonografos.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου