Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Οι κίνδυνοι των περικοπών κόστους των σουπερμάρκετ

Από την εποχή του Sweeney Todd δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το τι ακριβώς συμβαίνει στην βιομηχανία επεξεργασίας κρεάτων. Στις μέρες μας δεν πρόκειται για τους πελάτες του Δαιμονικού Κουρέα της Fleet Street αλλά για άλογα από τη Ρουμανία.
Μια και το αλογίσιο κρέας είναι πιο άπαχο από το χαμηλής ποιότητας βοδινό κρέας και περιέχει περισσότερα λιπαρά οξέα Ομέγα-3, αυτή ίσως είναι  μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η νόθευση καθιστά πιο υγιεινή την τροφή. Αλλά το γεγονός αυτό δεν μας φωτίζει για τη λειτουργία της εκτεταμένης εφοδιαστικής αλυσίδας από την οποία λαμβάνουν επεξεργασμένες τροφές τα σουπερμάρκετ και τα εστιατόρια.


Στην κορυφή της αγοράς, όπου τα βιολογικά κρεοπωλεία προωθούν την ανιχνευσιμότητα και πρακτικά μπορεί να γνωρίζουμε και το όνομα του ζώου που τρώμε, η αντικατάσταση μιας αγελάδας με ένα άλογο είναι κάτι αδιανόητο. Αλλά στο άλλο φτηνό άκρο της αγοράς, το οποίο πιέζεται από την ανάγκη για χαμηλές τιμές και την αυξανόμενη ζήτηση για κρέας από την Κίνα και τις αναδυόμενες οικονομίες, συμβαίνουν παράξενα πράγματα.

Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ κάποτε συμπεριφερόταν στους προμηθευτές της με παρόμοιο τρόπο· τους πίεζε τόσο έντονα για περικοπή τιμών με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ποιότητας των προϊόντων και τη χρεοκοπία των κατασκευαστών. Αλλά είναι δύσκολο να χτίσεις μακροπρόθεσμες σχέσεις με τους προμηθευτές σε έναν κόσμο όπου οι καταναλωτές απαιτούν χαμηλές τιμές και έτσι η βιομηχανία τροφίμων δεν έχει πολλές εναλλακτικές λύσεις.

Κατά κάποιο τρόπο η συγκέντρωση της παραγωγής και της διανομής τις τελευταίες δεκαετίες, όπου τα σουπερμάρκετ τα οποία τροφοδοτούνταν από εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων αντικατέστησαν τα τοπικά καταστήματα, υπήρξε καλή για τον μέσο καταναλωτή. Αύξησε το βασικό επίπεδο ποιότητας – το περιεχόμενο των λουκάνικων στη Βρετανία της δεκαετίας του 70 δεν αντέχει σε κριτική – και έβαλε κάποιο όριο στις τιμές.

Οι τιμές των τροφίμων στα καταστήματα μειώθηκαν σε πραγματικές τιμές σε δυο δεκαετίες μέχρι το 2007. Δεν ήταν μόνο οι τιμές των βασικών προϊόντων χαμηλές αλλά και τα σουπερμάρκετ μείωσαν το κόστος, αγοράζοντας μέσω δικτύων προμηθευτών – αγρότες, εταιρίες επεξεργασίας και εμπόρους – οι οποίοι έπρεπε να ανταγωνίζονται για κάθε παραγγελία.

Αυτή η κατάσταση άλλαξε το 2007-2008 μετά τη μεγάλη αύξηση της τιμής των βασικών προϊόντων. Η χρήση αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή καυσίμων στις ΗΠΑ αύξησε τις τιμές στο καλαμπόκι, στο φοινικέλαιο και στο κραμβέλαιο ενώ οι αγορές αισθάνθηκαν την πίεση των αναδυόμενων οικονομιών από την αυξανόμενη ζήτηση για κρέας. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος στην Κίνα τετραπλασιάστηκε από το 1960.



Η βιομηχανία βρέθηκε με μια μεγάλη, περίπλοκη, διασυνοριακή εφοδιαστική αλυσίδα υπό μεγάλη πίεση. Έτσι, ρουμανικό αλογίσιο κρέας φαίνεται να κατέληξε σε λαζάνια από «βοδινό» και σε άλλα προϊόντα σε αγγλικά και γαλλικά σουπερμάρκετ με τη βοήθεια ενός Κύπριου εμπόρου και ενός Γάλλου διανομέα.

Τα σουπερμάρκετ σήκωσαν τα χέρια ψηλά με τρόμο απέναντι σε αυτό το γεγονός, επιμένοντας ότι δεν είχαν ιδέα για το τι είχε συμβεί. Αλλά μάλλον παρέμειναν εκούσια τυφλά στις ενέργειες της εφοδιαστικής αλυσίδας τους· δε γνώριζαν κάτι για τα άλογα επειδή δεν γνώριζαν πολλά ούτε για τις αγελάδες. Άφησαν τη δουλειά στους βασικούς τους προμηθευτές οι οποίοι με τη σειρά τους την άφησαν στους δικούς τους και πάει λέγοντας.

«Οι έμποροι λιανικής δεν έχουν πολλές πληροφορίες για τους προμηθευτές τους και οι σχέσεις μεταξύ τους είναι διεκπεραιωτικές» δήλωσε ο Sion Roberts, μέλος του Ευρωπαϊκού Συνεταιρισμού Τροφίμων και Γεωργίας. «Κάποιος προμηθευτής τους μπορεί να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση και αυτοί να μην το γνωρίζουν».

Ούτε μάλλον επιθυμούν να γνωρίζουν, αφού τα σουπερμάρκετ – μαζί με τις εταιρείες παραγωγής σπόρων και λιπασμάτων – ήταν οι μόνες οι οποίες διαφύλαξαν το περιθώριο κέρδους τους τα τελευταία χρόνια. Η πίεση μεταφέρθηκε στις εταιρείες επεξεργασίας τροφίμων και στους αγρότες.

«Ο αγρότης έχει πολύ μικρή διαπραγματευτική ισχύ σε σχέση με τις τιμές στην αγορά» λέει ο Justin Sherrard, αναλυτής της Rabobank, ο οποίος πιστεύει ότι οι προμηθευτές τροφίμων πρέπει να αποκτήσουν ισχυρότερους δεσμούς. «Υπάρχει ένα όριο στο πόσο πρέπει να πιέζεις τους προμηθευτές ξανά και ξανά».



Η αλλαγή βοδινού κρέατος με αλογίσιο κρέας είναι ένα εντυπωσιακό σημάδι ότι αυτό το όριο έφτασε. Αν και λίγοι άνθρωποι φαίνεται να ανησυχούν για το γεγονός ότι έφαγαν άλογο – ούτε και χρειάζεται να ανησυχούν – οι ευσεβείς Εβραίοι και Μουσουλμάνοι έχουν κάθε λόγο να είναι εξοργισμένοι με την πιθανότητα να έχει γίνει ανάμιξη χοιρινού με βοδινό κρέας.

Η χρήση της διαδικασία spot trading για τα αγροτικά προϊόντα – η οποία γίνεται συχνά μέσω κάποιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας – είναι πολύ αποδοτική σε ότι αφορά τη μείωση του κόστους. Αλλά το γεγονός αυτό δεν προωθεί εκ προοιμίου την ποιότητα και την απόδοση και είναι δύσκολο για τους προμηθευτές και τους αγρότες να επενδύσουν σε αυτή μακροπρόθεσμα. Υπόκεινται συνεχώς στη ρευστότητα των τιμών ενώ αγκομαχούν για νέες παραγγελίες.

Η αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ είχε πέσει σε αυτή την παγίδα πριν από την κρίση του 2008 και την τελική χρεοκοπία της Chrysler και της General Motors.Τότε, οι κατασκευαστές πίεζαν συνεχώς τους προμηθευτές να μειώσουν τις τιμές ώστε να μειώσουν το δικό τους κόστος αλλά κατέληξαν στον πουλάνε φτηνά αυτοκίνητα χαμηλής ποιότητας.

Αντιθέτως οι Ιάπωνες κατασκευαστές όπως η Toyota και η Honda είχαν μια πιο συνεργατική, μακροπρόθεσμη σχέση με τους προμηθευτές τους, δίνοντας έμφαση στην καινοτομία και στην ποιότητα παρά στις χαμηλές τιμές. Οι εταιρίες των ΗΠΑ κατέληξαν στο να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.



Είναι δύσκολο να κάνεις στροφή από έναν φαύλο κύκλο περικοπής των τιμών και διάλυσης της ποιότητας σε έναν ενάρετο κύκλο συνεργατικότητας και καινοτομίας, ειδικά όταν υπάρχει έλλειψη ρευστού. Κάποιοι πελάτες θα πληρώσουν για την ανιχνευσιμότητα και την απευθείας προμήθεια από επιλεγμένες φάρμες. Αλλά για τους περισσότερους αυτό είναι μια πολυτέλεια.

Όμως η αλλαγή είναι δυνατή ακόμα και για τη μαζική αγορά. Η εικόνα των McDonald αμαυρώθηκε από τις αποκαλύψεις του βιβλίου του Eric Schlosser, Fast Food Nation, το 2003 για το χαμηλής ποιότητας επεξεργασμένο κρέας που χρησιμοποιούσαν. Σήμερα, το βοδινό κρέας που σερβίρεται στα εστιατόρια της αλυσίδας στο Ηνωμένο Βασίλειο προέρχεται από επιλεγμένες φάρμες βοοειδών με μακροχρόνια συμβόλαια. Πολλές άλλες εταιρείες τροφίμων υιοθετούν παρόμοιες πρακτικές.

Με δεδομένο τον κίνδυνο αμαύρωσης της φήμης τους που αντιμετωπίζουν τα σουπερμάρκετ και τα εστιατόρια, αν αφήσουν αυτά τα θέματα στην τύχη ή στον οποιονδήποτε προμηθευτή ο οποίος προσφέρει μια μη κατονομαζόμενη ποσότητα κρέατος – αυτή η πρακτική μοιάζει να είναι μια καλή επένδυση.

 Του John Gapper  από τους  FTcom

 Tο είδαμε : antinews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου